Σε ένα μεγάλο κείμενο που δημοσίευσε το αριστερό περιοδικό «Εποχή», το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς Σωτήρης Βαλντέν, καταθέτει τις προτάσεις του για το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ και δείχνει να διαφωνεί με την πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία του.
Ας σημειωθεί ότι το 2019, ο Σωτήρης Βαλντέν είχε συνυπογράψει κείμενο της πρωτοβουλίας «Γέφυρα» υπέρ της σύμπλευσης ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Δείτε εδώ όλα τα ονόματα.
Ο τίτλος του άρθρου στην «Εποχή» είναι «ΣΥΡΙΖΑ: Ας πολιτικοποιήσουμε το συνέδριο» και περιέχει τα σημεία στα οποία διαφωνεί ο Σωτήρης Βαλντέν με την ηγεσία του κόμματος. «Εστιάζω σε ζητήματα όπου διαφωνώ με την ακολουθούμενη γραμμή», γράφει ο ίδιος, αν και διευκρινίζει ότι «παρά τις αντιρρήσεις μου σε πολλές θέσεις και στον τρόπο που ασκείται η πολιτική του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ με εκφράζει σε πολλά».
1. Κατά της δομικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ
«Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει ένα αντιπολιτευτικό μοντέλο, εμπνευσμένο μάλλον από το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ. Συνίσταται στη μετωπική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση σε όλα περίπου τα ζητήματα, με προσωπική στοχοποίηση του Μητσοτάκη και με καταφανείς υπερβολές και ένα ακραία εριστικό ύφος («κοκορομαχίες», ανταλλαγή «εξυπνακισμών»).
Η τακτική αυτή –που εξάλλου βρίσκει πρόθυμη ανταπόκριση στη ΝΔ– υποβαθμίζει το επίπεδο της δημοκρατίας, συσκοτίζει τα πραγματικά ζητήματα και επενδύει στο θυμικό, ακόμη και στην ανωριμότητα των πολιτών, όχι στην κρίση τους. Πολύ αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητά της στη σημερινή Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, δεν αντιστοιχεί στη δική μου αντίληψη για μια σύγχρονη, ριζοσπαστική Αριστερά.
Η πολιτική δεν είναι ασφαλώς επιστημονικό σεμινάριο, τα μηνύματα πρέπει να είναι τρανταχτά, η απλούστευση και κάποια υπερβολή είναι μέρος του δημοκρατικού παιχνιδιού. Όμως, πέρα από ένα σημείο, η υπερβολή γίνεται ανευθυνότητα. Επιπλέον, όταν τα πάντα καταγγέλλονται με την ίδια οξύτητα, «χάνονται» τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα. Δεν νομίζω πως οι περισσότεροι πολίτες ξυπνούν και κοιμούνται με την πεποίθηση πως ζούμε περίπου σε δικτατορία. Πολλοί είναι δυσαρεστημένοι ή και αγανακτισμένοι από την κατάσταση και την κυβέρνηση, αλλά οι περισσότεροι χρειάζονται επιχειρήματα και όχι κραυγές για να επιλέξουν ΣΥΡΙΖΑ», γράφει χαρακτηριστικά.
2. Πανδημία: υπερβολές και αντιφάσεις
«Στο μείζον ζήτημα που απασχολεί την κοινωνία μας την τελευταία διετία, η στάση του κόμματος υπήρξε, και σε κάποιο βαθμό εξακολουθεί να είναι, προβληματική. Ας θυμηθούμε κατ’ αρχάς πως βρισκόμαστε σε κατάσταση οιωνεί πολέμου με χιλιάδες νεκρούς. Πρόκειται για μια από τις λίγες περιπτώσεις όπου πράγματι επιβάλλεται εθνική ενότητα. Θα έπρεπε να διακηρύξουμε ευθαρσώς ότι στο ζήτημα αυτό είμαστε μαζί και στο πλευρό της κυβέρνησης. Αν ο Ζαχαριάδης το έκανε με τον Μεταξά, νομίζω πως και ο Τσίπρας θα μπορούσε και θα έπρεπε να το κάνει με τον Μητσοτάκη. Από τη θέση αυτή, θα μπορούσε έπειτα να ασκηθεί και κριτική, όπου αυτή δικαιολογείται.
Δεύτερον, η όλη στάση του ΣΥΡΙΖΑ παραγνωρίζει πως η πανδημία δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Ανεπάρκειες, λάθη και παλινωδίες –συχνά καταστροφικά– σημειώθηκαν και σημειώνονται παντού. Η Ελλάδα δεν αποτελεί συνολικά το μαύρο πρόβατο: αλλού πήγε καλά, αλλού μέτρια και αλλού κακά –όπως δηλαδή και οι περισσότερες άλλες χώρες. Επιβάλλεται να αναδείχνουμε τις κραυγαλέες ανεπάρκειες του συστήματος δημόσιας υγείας, που, όπως σε πολλές άλλες χώρες, είναι θύμα του νεοφιλελευθερισμού (σε μας και των μνημονίων). Επιβάλλεται επίσης να επισημαίνουμε συγκεκριμένα λάθη της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας. Όμως αφορισμοί πως η πανδημία «έχει υπογραφή Μητσοτάκη» και μια σχεδόν θριαμβευτική παρουσίαση της υγειονομικής καταστροφής ως ήττας του πρωθυπουργού είναι εξωφρενικά.
Έπειτα, η θέση του κόμματος απέναντι στην πανδημία είναι αντιφατική και συχνά λαθεμένη. Σήμερα ο Τσίπρας τάσσεται σαφώς υπέρ των (περισσότερων) μέτρων και των εμβολιασμών και καταγγέλλει ορθά την υπερβολική χαλάρωση. Όμως όλοι θυμόμαστε πως πέρυσι στα νησιά τασσόταν κατά των μέτρων. Πως σήμερα επικρίνει (ορθά) την εξαίρεση των εκκλησιών από τα μέτρα, αλλά πέρυσι καλούσε και στήριζε διαδηλώσεις σε φάση κορύφωσης της πανδημίας. Πως, ενώ σήμερα μιλάει σαφώς υπέρ των εμβολίων, επί μήνες ο Πολάκης αλώνιζε ανενόχλητος εναντίον τους, κλείνοντας το μάτι στους ψεκασμένους. Πως τέλος, αντί να στηρίζουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγειονομικών και άλλων, μιλάμε για «διχαστικές πολιτικές».
3. Διεύρυνση και συμμαχίες: όχι στον «σεχταρισμό»
Το ζήτημα των συμμαχιών και της διεύρυνσης του κόμματος τίθεται στον προσυνεδριακό διάλογο κάπως αφηρημένα. Συμφωνώ με την άποψη που τονίζει την ανάγκη διεύρυνσης και συνεργασίας, ασφαλώς «αμφίπλευρης», αλλά με κύριο αποδέκτη τον κόσμο που ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και κομματικά με το ΚΙΝΑΛ. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη δεξαμενή, εκεί υπάρχει το προσφορότερο πεδίο για κομματικές συγκλίσεις. Και βέβαια, στο κρίσιμο ευρωπαϊκό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει ο κορμός της προοδευτικής παράταξης.
Πιστεύω πως, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και την υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, δεν υπάρχουν πλέον σινικά τείχη ανάμεσα στους δύο χώρους και αυτό πρέπει να αντανακλάται τόσο στις συμμαχίες μας, όσο και στη διεύρυνση του κόμματος. Ζητήματα γραμμής και φυσιογνωμίας υπάρχουν και μάλιστα επιτακτικά, όμως περισσότερο διαπερνούν και τους δύο χώρους απ’ ό,τι τους χωρίζουν. Οι θέσεις των αριστερών σοσιαλδημοκρατών είναι συχνά πιο προχωρημένες από τις δικές μας. Αντίστροφα, ο πασοκικός εθνικισμός (που σημειωτέον δεν είναι η μόνη τάση στο χώρο αυτό) έχει οπαδούς και σε μας. Θεωρώ συνεπώς πως τα «αντισοσιαλδημοκρατικά» αντανακλαστικά στον ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν μια λαθεμένη ιδεολογικοποίηση της υπαρκτής ανάγκης για αριστερή πολιτική στον προοδευτικό χώρο. Είναι μάλλον κατάλοιπο του σεχταρισμού της παιδικής ηλικίας του κόμματος.
4. Κυβερνητική πρόταση: δυσνόητη
Το ζήτημα της κυβερνητικής μας πρότασης είναι πιο σύνθετο. Ένα κόμμα εξουσίας πρέπει να πείθει πως θα την κατακτήσει, καθώς οι δυνητικοί ψηφοφόροι ενδιαφέρονται να το δουν στην κυβέρνηση, όχι να κάνει ιδεολογικές διακηρύξεις. Αυτό εξηγεί και δικαιολογεί έναν ορισμένο «βολονταρισμό»: «θα είμαστε πρώτο κόμμα» διακηρύσσουν πάντα οι αξιωματικές αντιπολιτεύσεις, ακόμη και όταν οι πιθανότητες γι’ αυτό είναι μικρές. Ορθώς βέβαια και ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την πρωτιά. Η φιλοδοξία του δεν είναι εξάλλου εξωπραγματική. Πολλά μπορούν να συμβούν την προσεχή περίοδο και (εφ’ όσον «βοηθήσουμε» και εμείς) οι σημερινοί συσχετισμοί μπορούν να ανατραπούν.
Δυσκολότερα, όμως, κατανοεί κανείς πώς ο Τσίπρας θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση μετά από τις εκλογές με απλή αναλογική. Συμφωνώ απόλυτα ότι πρέπει να έχουμε ανοικτή πρόταση («απλωμένο το χέρι») προς όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Εκτιμώ ακόμη και πως, ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ, δεν αποκλείεται μια συνεργασία με αυτό. Δυσκολεύομαι, όμως, να δω ένα σχήμα υπό τον ΣΥΡΙΖΑ να αποκτά τη δεδηλωμένη στην επόμενη Βουλή. Όταν, λοιπόν, ο Τσίπρας διακηρύσσει με απόλυτη βεβαιότητα πως αυτό θα συμβεί, χωρίς μάλιστα να εξηγεί πώς, φοβάμαι πως πλήττεται η αξιοπιστία μας. Πολλοί θα θυμηθούν τα περί «σχισίματος των μνημονίων». Προτιμότερο θα ήταν, νομίζω, να διακηρύσσουμε μεν τον στόχο για προοδευτική κυβέρνηση, να περιλαμβάνουμε όμως στο μήνυμά μας και την πιθανότητα αυτό να συμβεί αργότερα. Ένα αριστερό κόμμα δεν μπορεί να παραλύει στη σκέψη ότι ίσως μείνει ακόμη λίγο καιρό στην αντιπολίτευση. Ούτε να καλλιεργεί την αντίληψη του «πάση θυσία» στην κυβέρνηση, ανεξαρτήτως συγκυρίας, γραμμής και συμμάχων.
5. Εσωτερική δημοκρατία: ο κίνδυνος του αρχηγισμού
Η εσωκομματική δημοκρατία δεν έχει πολλούς οπαδούς στην Ελλάδα. Το κοινό μάλλον επικροτεί τους ηγέτες που δείχνουν πυγμή, καθορίζουν μόνοι τους την πορεία των κομμάτων τους και διαγράφουν τους διαφωνούντες. Πρόκειται για ένδειξη υπανάπτυξης της δημοκρατίας μας. Ευτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί γενικά δημοκρατικές διαδικασίες και δεν διώκει τη διαφωνία, αντλώντας εδώ από την παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζονται και σε εμάς αρνητικές τάσεις.
Στο κόμμα μας η σημερινή ηγεσία δεν αμφισβητείται. Όλοι έχουν συνείδηση της προσφοράς του Αλέξη Τσίπρα στην πορεία του κόμματος και πως και σήμερα δεν υπάρχει εναλλακτική. Όλοι επίσης κατανοούν πως ένας πρόεδρος κόμματος πρέπει να προβάλλεται, να έχει την ευχέρεια πολιτικών χειρισμών και να μπορεί να επιλέγει τους στενούς του συνεργάτες. Τούτων λεχθέντων, βλέπουμε και σε μας το γνώριμο φαινόμενο της σταδιακής μετάβασης από την αναγνώριση του ηγετικού ρόλου, στον αρχηγισμό. Είναι γνωστό πως τα όργανα του κόμματος υπολειτουργούν. Οι σημαντικές αποφάσεις αφήνονται για τον ηγέτη και το περιβάλλον του. Τα μεγάλα κομματικά σώματα με εκατοντάδες μέλη είναι κυρίως συνελεύσεις χειροκροτητών. Οι ομοφωνίες και οι πλειοψηφίες του 97% θυμίζουν άλλες εποχές.
Πιο επικίνδυνο είναι κατά τη γνώμη μου ένα κλίμα που καλλιεργείται ή πάντως γίνεται ανεκτό από την ηγεσία. Κομματικοί και προσκείμενοι αρθρογράφοι (ενίοτε με πλούσια σταλινική πείρα) αποκηρύσσουν τη δημόσια διαφωνία στο όνομα της μάχης κατά του «εχθρού». Η κριτική προς το πρόσωπο του προέδρου είναι περίπου ταμπού. Αναπτύσσεται και η θεωρία της άμεσης σχέσης του αρχηγού με τους πολίτες («την κοινωνία»), χωρίς τη διαμεσολάβηση των οργάνων του κόμματος, απ’ όπου προκύπτει και ο διορισμός αριστίνδην συνέδρων».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ