Οι εκλογές στην Γερμανία έστειλαν ένα ηχηρό μήνυμα αλλαγής. Μετά από δεκαέξι χρόνια διακυβέρνησης από το δεξιό κόμμα, οι σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν μία σημαντική νίκη, ενώ το κόμμα της Μέρκελ σημείωσε την χειρότερη επίδοση στην ιστορία του.
Από την άλλη το κόμμα της Αριστεράς, αδελφό κόμμα του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, υπέστη μία πραγματική συντριβή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν αυτός ο αέρας της αλλαγής μπορεί να φυσήξει και στην Ελλάδα.
Έχουν ήδη περάσει δώδεκα χρόνια από τότε που το ΠΑ.ΣΟ.Κ, το 2009, ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας για τελευταία φορά, σε μία πολύ κρίσιμη εθνική στιγμή, όταν κλήθηκε να διαχειριστεί με αίσθημα πατριωτικής ευθύνης την επερχόμενη χρεοκοπία, που θα οδηγούσε όμως τη Χώρα και τους πολίτες σε μία εθνική τραγωδία. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ, έχοντας απέναντι σχεδόν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων, κατάφερε, ωστόσο, να κρατήσει όρθια τη Χώρα, παρά το τεράστιο, ταυτόχρονα και δυσανάλογο, τίμημα που πλήρωσε. Έκτοτε, το ΠΑ.ΣΟ.Κ έχασε το σημαντικότερο μέρος των δυνάμεων του, επειδή οι ψηφοφόροι του, πίστεψαν στον άκρατο, δημαγωγικό και επικίνδυνο λαϊκισμό του κ. Τσίπρα, μετατρέποντας τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας. Ταυτόχρονα, ο κ. Τσίπρας, ως λαθρεπιβάτης της δημοκρατικής παράταξης, προσπάθησε να λεηλατήσει τον χώρο της κεντροαριστεράς, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να παγιώσει την δυναμική του άλλοτε κραταιού ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Σήμερα ο κ. Μητσοτάκης, αντιλαμβανόμενος την ανικανότητα του κ. Τσίπρα να επικρατήσει στο κέντρο, προσπαθεί να κυριαρχήσει ο ίδιος στον κεντρώο χώρο, εξοβελίζοντας οριστικά τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ από την μάταιη προσπάθεια να πείσει ότι μπορεί να εκφράσει δυνάμεις από το κέντρο, την κεντροαριστερά μέχρι και την αριστερά. Και εδώ ακριβώς προκύπτει το μεγάλο πολιτικό κενό, αλλά ταυτόχρονα και η πολιτική ευκαιρία της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα για την ανασύνταξη των δυνάμεων της και την ενδυνάμωσή της, ώστε να πετύχει την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και να αναδειχθεί σε αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική, όχι απλά ένα μικρό και φοβικό κόμμα διαμαρτυρίας ή συμπλήρωμα ενός ισχυρού πόλου, αλλά ένας ισχυρός πόλος εξουσίας έναντι των συντηρητικών πολιτικών της Νέας Δημοκρατίας και φυσικά του δημαγωγικού ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. Αλλά το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ισχυρή και ενδυναμωμένη κεντροαριστερά με ή χωρίς τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ; Κατά την άποψη μου η απάντηση πρέπει να είναι σαφής και κατηγορηματική. Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το αξιακό πλαίσιο της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Και ούτε μπορεί ποτέ να αποκτήσει.
Το τελευταίο διάστημα, μπορεί κάποιοι πρόθυμοι να προπαγανδίζουν τον ευσεβή τους πόθο περί δήθεν συμπόρευσης των προοδευτικών δυνάμεων με κύρια στόχευση να υπάρξει κοινό μέτωπο του Κινήματος Αλλαγής, ή ακόμα και συμπόρευση, με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτά είναι ανυπόστατα και ευφάνταστα σενάρια. Καμία κοινή συμπόρευση ή συνεργασία δεν μπορεί να υπάρξει με τον κ. Τσίπρα και την παρέα του. Εμείς δεν είμαστε οι νέοι ΑΝ.ΕΛ που θα δώσουμε χείρα βοηθείας στον Τσίπρα για να επιστρέψει στην εξουσία.
Και αυτό όχι εξαιτίας κάποιας εμμονής μας για τον κ. Τσίπρα προσωπικά, ο οποίος τώρα θυμήθηκε να φορέσει το προσωπείο του προοδευτικού. Αλλά επειδή αμετανόητοι δεν έχουν δείξει κανένα σημάδι αλλαγής. Αναξιόπιστοι ήταν ως Κυβέρνηση, αναξιόπιστοι παραμένουν και ως Αντιπολίτευση. Βλέπουμε πώς ακριβώς ανεύθυνα και με περισσό λαϊκισμό αντιμετωπίζουν το ζήτημα της πανδημίας. Είναι δυστυχώς, εγκλωβισμένοι στις νοοτροπίες του ΣΥΡΙΖΑ του 4%. Δεν έχουν καμία σχέση με τις προοδευτικές δυνάμεις. Εξάλλου, πώς να κάνουμε κοινό μέτωπο με αυτούς που μας έλεγαν προδότες και γερμανοτσολιάδες και μας απειλούσαν με κρεμάλες και δεν έχουν ζητήσει μία ιστορική συγγνώμη ή που με ακραία δημαγωγικό λαϊκισμό και ατελείωτα ψέματα δίχασαν τον Ελληνικό λαό; Με αυτούς που εφάρμοσαν ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συγκυβερνώντας με τους ακροδεξιούς των ΑΝ.ΕΛ, εξαθλιώνοντας τη μεσαία τάξη; Με αυτούς που αδίστακτα και με περισσή πολιτική αλητεία έστησαν ένα βαθύ παρακράτος και εργαλειοποίησαν ακόμα και τη Δικαιοσύνη με ένα πρωτοφανές στα χέρια τους παραδικαστικό κύκλωμα, πλήττοντας το ίδιο το δημοκρατικό μας πολίτευμα, προκειμένου να εξοντώσουν όσους τους ενοχλούσαν; Με αυτούς που πορεύτηκαν με το σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί» και τώρα απειλούν ότι θα «λογαριαστούν ξανά»; Με αυτούς που αποδέχονται ως αξιακό πλαίσιο τον Πολλακισμό;
Συμπερασματικά πιστεύω ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ και το Κίνημα Αλλαγής, πρέπει να ανακόψει την πορεία κατάληψης του κεντρώου χώρου από τη Νέα Δημοκρατία και να πείσει ότι αποτελεί αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική της, στο δρόμο της κυβερνώσας Σοσιαλδημοκρατίας, όπως ακριβώς έγινε και στην Γερμανία.
Για να το πετύχει όμως αυτό πρέπει πρώτον να ενισχύσει τον μεταρρυθμιστικό κεντρώο λόγο του, ειδικά τώρα που όλοι μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη διαχείριση των σοβαρών συνεπειών της πανδημίας και δεύτερον να ξεκαθαρίσει με τον πιο σαφή και κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του ανέξοδου λαϊκισμού και της ανεύθυνης δημαγωγίας, το κόμμα των καιροσκόπων χωρίς ιδεολογική ταυτότητα.
Πρέπει να επιμείνουμε στην στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να ηττηθεί οριστικά ο διχαστικός πολιτικός λόγος, ο λαϊκισμός και κυρίως οι καθεστωτικές πρακτικές, καλώντας ταυτόχρονα τους προοδευτικούς πολίτες σε συστράτευση δυνάμεων για να πρωταγωνιστήσει ξανά η ιστορική αυτή παράταξη, όπως την διαμόρφωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, που άλλαξε την Ελλάδα και έφερε την ευημερία στους πολίτες, παρά τα όποια λάθη.
Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ ιστορικά δεν ήταν ποτέ συμπληρωματική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα λοιπόν, όσοι διατηρούν ή επιθυμούν μία τέτοια συζήτηση, ας γνωρίζουν απλά ότι παραδίδουν οριστικά τα κλειδιά της ιστορικής αυτής παράταξης, στον πολιτικό τυχοδιωκτισμό του κ. Τσίπρα και συμβάλλουν στην πολιτική νεκρανάστασή του. Και αυτό, είναι ένα βαρύτατο ιστορικό ατόπημα!
- Ο Σπύρος Καρανικόλας είναι εκπρόσωπος Κοινοβουλευτικού Έργου Κινήματος Αλλαγής