Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της προηγούμενης εβδομάδας αποτελεί ορόσημο όχι μόνο για το πεδίο των «ελληνοτουρκικών», αλλά και για τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις που αναμένονται στην περιοχή κατά το επόμενο διάστημα.
Μια προσεκτική ανάγνωση τόσο των Συμπερασμάτων του Συμβουλίου όσο και των διεργασιών που προηγήθηκαν αυτού, από τον Οκτώβριο μέχρι σήμερα, είναι αρκετή προκειμένου να εξαγάγει κανείς χρήσιμα συμπεράσματα αλλά και προβληματισμούς για την επόμενη μέρα:
α) Η πολιτική των κυρώσεων έχει δείξει τα όριά της. Πρώτον, αποδεικνύεται ότι δεν είναι αποτελεσματική ως προς την υλοποίηση του διακηρυγμένου στόχου Αθήνας και Λευκωσίας, που είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού. Κανείς, πλέον, δεν μπορεί με πειστικότητα να υποστηρίξει ότι οι πολύ ήπιες κυρώσεις που πέτυχαν Κύπρος και Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αναχαιτίσει τις τουρκικές κινήσεις σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο.
Παράλληλα, φαίνεται ότι ελάχιστες χώρες έχουν πειστεί για το δίκαιο των ελληνικών και κυπριακών θέσεων σε ό,τι αφορά τις διαφορές με την Τουρκία.
Από τη μία πλευρά, η Λευκωσία έχει πάντα να αντιμετωπίσει την καχυποψία των Ευρωπαίων εταίρων λόγω της απόρριψης του Σχεδίου Ανάν το 2004 αλλά και του ναυαγίου στο Κραν Μοντανά το 2017. Από την άλλη, η Αθήνα δεν μπορεί εύκολα να επικοινωνήσει τους λόγους για τους οποίους συνιστά πρόκληση το γεγονός ότι το «Ορουτς Ρέις» πραγματοποιεί έρευνες σε περιοχή όπου η Ελλάδα δεν έχει οριοθετήσει υφαλοκρηπίδα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απρόθυμη ή ανίκανη να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να βρεθεί ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του αδιεξόδου που έχει δημιουργηθεί.
β) Η Τουρκία ήταν, είναι και θα παραμείνει μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη στην περιοχή. Ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζεται από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Στα μάτια του διεθνούς παράγοντα, η τακτική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να παίρνει θέση σε όλα τα ανοικτά μέτωπα της περιοχής δεν καθιστά την Τουρκία μόνο «παραγωγό προβλημάτων», όπως υποστηρίζουν ορισμένοι στην Αθήνα, αλλά και «σοβαρό παράγοντα της διαπραγμάτευσης» σε όλα τα μέτωπα, από τη Λιβύη και τη Συρία και από το Κυπριακό μέχρι τον Καύκασο. Κανείς δεν θεωρεί την Τουρκία απομονωμένη. Αντίθετα, η Αγκυρα ενισχύει διαρκώς τη διαπραγματευτική της θέση, ενώ πετυχαίνει νίκες σε μια σειρά από επίπεδα σε ό,τι αφορά τα ανοικτά ζητήματα σε Κύπρο και Ελλάδα.
Στο Κυπριακό από τον «επώδυνο συμβιβασμό» -όπως ονόμαζαν οι Ελληνοκύπριοι τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία- φτάσαμε πλέον στη «λύση δύο κρατών» που θέτει επιτακτικά η Τουρκία στο τραπέζι.
Στα ελληνοτουρκικά, το «γκριζάρισμα» της περιοχής γύρω από το Καστελλόριζο είναι δεδομένο και μένει να δούμε πώς θα κινηθεί η Αγκυρα το επόμενο διάστημα γύρω από την ελληνική «κόκκινη γραμμή», τον 28ο μεσημβρινό.
γ) Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι σε θέση να χαράξει μακροχρόνια στρατηγική σε οποιοδήποτε θέμα εμπλέκεται τρίτο κράτος. Οι «27» μπορούν να πάρουν δύσκολες αποφάσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, για το Brexit, για την επιβολή προγραμμάτων λιτότητας, για το προσφυγικό, αλλά δεν μπορούν να παραγάγουν πολιτική για θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως το Συριακό, η Λιβύη, ο Καύκασος, οι ευρωτουρκικές σχέσεις. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, η αναφορά στα Συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου περί συντονισμού με τις ΗΠΑ είναι ενδεικτική.
δ) Όλοι οι παράγοντες διαμόρφωσης των εξελίξεων περιμένουν τον Τζον Μπάιντεν. Είναι ξεκάθαρο ότι η εκλογή της νέας αμερικανικής ηγεσίας αλλάζει τα δεδομένα στην περιοχή. Με δεδομένο ότι οι ΗΠΑ ξαναγίνονται καθοριστικές στις εξελίξεις της περιοχής, όλοι οι παίκτες επιχειρούν να λάβουν την καλύτερη δυνατή θέση στη νέα αυτή κατάσταση. Σε ό,τι αφορά την Τουρκία -ειδικά μετά και τη χθεσινή επιβολή αμερικανικών κυρώσεων για τους S-400-, αυτό μπορεί να σημαίνει κλιμάκωση των κινήσεών της στην Ανατολική Μεσόγειο.
ε) Τελευταίο, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό σημείο: Το 2021 αποτελεί μια κομβική χρονιά για τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Στο ραγδαία μεταβαλλόμενο τοπίο της Ανατολικής Μεσογείου, Αθήνα και Λευκωσία καλούνται να χαράξουν μια σαφή στρατηγική υλοποίησης των στόχων τους, λαμβάνοντας υπόψη την περιπλοκότητα της περιοχής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η επίτευξη αυτού του στόχου, με τρόπο αποτελεσματικό, προϋποθέτει ότι η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση θα αποκαταστήσουν άμεσα διαύλους επικοινωνίας.