Για «επιλεκτική αυστηροποίηση ποινών ορισμένων αδικημάτων», κατηγόρησε ο Μιχάλης Καλογήρου την κυβέρνηση που έχει ως «βασικό κριτήριο την κοινή γνώμη, προκειμένου να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις ασφάλειας και να καρπωθεί λίγη δημοφιλία».
Ο διευθυντής του γραφείου του Αλέξη Τσίπρα και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης παραχώρησε συνέντευξη στην «Εφημερίδα των Συντακτών».
«Οι Ποινικοί Κώδικες που τέθηκαν σε ισχύ τον Ιούλιο του 2019 ήταν καρποί πολυετών εργασιών στις οποίες συμμετείχαν εμβληματικές φυσιογνωμίες της νομικής κοινότητας. Διαπνέονταν από τον σκοπό της εμπέδωσης της φιλελεύθερης λειτουργίας και της αποκατάστασης της αξιολογικής ενότητας του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και έθεταν τη βάση για το άνοιγμα ενός «ενάρετου κύκλου», της επανεκκίνησής του μετά από επτά δεκαετίες. Η μεταρρύθμιση αυτή κατέτεινε κυρίαρχα στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην ποινική εξουσία, στην επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας, στην ειλικρίνεια των ποινών και εν τέλει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στη Δικαιοσύνη.
Είχε προηγηθεί διαβούλευση με την κοινωνία, με τα πολιτικά κόμματα -που προσήλθαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης και συζήτησαν με τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής τις απόψεις τους-, με τους δικηγορικούς συλλόγους της χώρας, τις δικαστικές ενώσεις και τις Νομικές Σχολές, που επί έτη εκπροσωπήθηκαν στην παραγωγή των Κωδίκων. Η διαχρονικότητα του επιστημονικού διαλόγου, η παραγωγή θεωρίας και βέβαια η ίδια η σύνθεση των επιτροπών δεν επέτρεπαν οποιαδήποτε αιτίαση περί πολιτικής κατεύθυνσης των αλλαγών. Είχαν, λοιπόν, τις εγγυήσεις και επιβαλλόταν να ψηφιστούν από τη Βουλή με τη συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία των Κωδίκων.
Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει με το σχέδιο αλλαγών που τέθηκαν πρόσφατα σε δημόσια διαβούλευση. Καμία επικοινωνία με τα κόμματα, καμία δημόσια συζήτηση με τους δικηγόρους και τους δικαστές. Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή, αν και συστήθηκε προκειμένου να παρακολουθήσει την εφαρμογή των Κωδίκων και κατόπιν να προτείνει αλλαγές, προχώρησε στις τελευταίες, και μάλιστα όσον αφορά διατάξεις 163 (!) άρθρων, χωρίς καν να έχουν κατ’ ουσίαν εφαρμοστεί, λόγω της αναστολής εργασιών των δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας και λόγω της μεταβατικής ακόμη περιόδου εκδίκασης πράξεων που τελέστηκαν υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα.
Επί ποιων στατιστικών στοιχείων και άλλων έγκυρων δεδομένων, αλήθεια, στηρίζονται αυτές οι αλλαγές; Γιατί το υπουργείο μάς κρατάει στο σκοτάδι σε σχέση με το αν οι διατάξεις που δημοσιοποιήθηκαν αποτελούν προτάσεις της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ή αν αποτυπώνουν τη βούληση της ηγεσίας του; Στις αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων της αντιπολίτευσης στη Βουλή για τη γνωστοποίηση των πρακτικών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, το υπουργείο σιωπά.
Τι αντίθεση, για μια κυβέρνηση που ποτέ δεν σιώπησε σε ό,τι αφορούσε τη διασπορά ψευδών ειδήσεων για τους Ποινικούς Κώδικες! Τόσο καιρό τροφοδοτούσε τα ΜΜΕ με αδιανόητα επιχειρήματα, διαστρέφοντας την ανάγκη της κοινωνίας για πραγματική «ασφάλεια». Αυτό που τελικά καταφέρνει είναι να προσβάλλει με βαναυσότητα την ασφάλεια δικαίου, να καταστήσει τους πολίτες (τηλε)θεατές αυθαίρετων ποινικολογικών αναλύσεων και να οδηγήσει νομικούς, δικαστές και δικηγόρους σε αδιέξοδο, εξαναγκάζοντάς τους να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν διατάξεις 3 διαφορετικών κατευθύνσεων (παλαιός, νέος και «πιο νέος» Π.Κ.). Η διασπορά της αίσθησης της ατιμωρησίας, οι πλειοδοσίες στην ποινή, το αυθαίρετο μέτρημα στην ποινή περιπτώσεων που έλαβαν δημοσιότητα και οι προβλέψεις γι' αυτήν πριν καν ξεκινήσει πραγματικά η έκτισή της δεν προσβάλλουν, όμως, μόνο τον δικαιικό μας πολιτισμό, αλλά και εξουθενώνουν ψυχικά τα θύματα, με αντίτιμο μικροπολιτικά οφέλη».
Παράλληλα ο κ.Καλογήρου τονίζει πως «η κυβέρνηση προχωρά, επίσης, στην επιλεκτική αυστηροποίηση ποινών ορισμένων αδικημάτων με βασικό κριτήριο την κοινή γνώμη, προκειμένου να δημιουργήσει ψευδαισθήσεις ασφάλειας και να καρπωθεί λίγη δημοφιλία. Η οπισθοχώρηση αυτή θα συνοδευτεί από αυτοματισμούς στην επιμέτρηση της ποινής και θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάρρευση του σωφρονιστικού συστήματος και την εκ νέου επιστροφή, άμεσα ή έμμεσα, στο σύστημα των ανειλικρινών ποινών.
Παραγνωρίζει, βέβαια, ότι η ποινή έρχεται πάντοτε μετά το έγκλημα και ότι η απειλή της από μόνη, όσο υψηλή και αν είναι η ίδια, δεν επαρκεί για να το αποτρέψει. Περισσότερο αποτελεσματική θα ήταν η έγκαιρη παρέμβαση στην κοινότητα και η τροποποίηση εγκληματογόνων συνθηκών. Εξάλλου, ο εν δυνάμει εγκληματίας αποτρέπεται από την πράξη όταν νιώθει ότι θα συλληφθεί και ότι με βεβαιότητα και ταχύτητα θα οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη. Οταν δεν υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι θύλακες διαφθοράς στην αστυνομία και στο δικαστικό σώμα θα τον ευνοήσουν. Οταν μετά την έκτιση της ποινής δεν θα έχει ως μόνη προοπτική την επιστροφή στην κοινωνία ως ένας κατά φαύλο κύκλο παραβατικός.
Η Ν.Δ. επένδυσε διαχρονικά στον ποινικό λαϊκισμό, δημιουργώντας τους όρους του αυτο-εγκλωβισμού της. Και αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιο μιας «ποινικής αντι-μεταρρύθμισης», το οποίο θα καταγραφεί ιστορικά ως ακόμα ένα σφοδρό πλήγμα σε βάρος των δικαστικών και σωφρονιστικών θεσμών, της νομικής επιστήμης και εντέλει της κοινωνίας».