Μια ματιά μόνο στον χάρτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) αρκεί για να σχηματίσουμε μια αποκαρδιωτική εικόνα. Η ΕΕ έχει μπει για τα καλά στο δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού, αναγκάζοντας τα κράτη να λάβουν αποφάσεις επανεπιβολής μέτρων, καθώς τα κρούσματα και οι εισαγωγές στις μονάδες εντατικής θεραπείας έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο.
Στο Βέλγιο, η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία, με τις μολύνσεις να φτάνουν σήμερα τις 13.227, όταν τρεις εβδομάδες πριν ήταν κάτω από 3.000. Οι νεκροί κυμαίνονται ημερησίως μεταξύ 30 και 50, ακολουθώντας την αυξητική τάση των εισαγωγών στις ΜΕΘ. Τάση, η οποία οδήγησε τις αρχές να ανεβάσουν το όριο των διαθέσιμων ΜΕΘ για COVID-19, αφού η ανεπάρκεια σε κλίνες ανάγκαζε να μεταφέρονται ασθενείς από τις Βρυξέλλες σε άλλες πόλεις της περιφέρειας.
Η 1η Οκτωβρίου βρήκε το Βέλγιο μπροστά σε μια παραδοξότητα. Ενώ εμφάνιζε 2.607 νέα κρούσματα, την ίδια μέρα ετίθετο σε εφαρμογή η χαλάρωση του μέτρου χρήσης μάσκας στους εξωτερικούς χώρους. Παράλληλα, ο συνωστισμός σε μπαρ, καφέ και εστιατόρια ακύρωνε στην πράξη την όποια συνολικότερη προσπάθεια γινόταν.
Ως αποτέλεσμα της παραδοξότητας αυτής ήταν η έκρηξη της μετάδοσης, η οποία και υπαγόρευσε τελικά τη λήψη σκληρών περιοριστικών μέτρων για την περαιτέρω συγκράτηση της εξάπλωσης του ιού. Ήδη, η ζωή στην πόλη έχει τραβήξει χειρόφρενο, με τα καταστήματα εστίασης να είναι κλειστά, όπως και πολλά takeaway, εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης λόγω τηλεργασίας.
Την ίδια στιγμή, η παρακολούθηση της πανδημίας στο Βέλγιο απαιτεί τη διενέργεια τόσων πολλών τεστ PCR ημερησίως που φέρνουν το σύστημα στα όριά του. Ακόμη και τα 50.000-60.000 καθημερινά τεστ δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση ούτε των μονάδων υγείας αλλά ούτε και όσων θέλουν να ταξιδέψουν. Και αυτό συνέβη γιατί δινόταν η δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε μοριακά τεστ ασυμπτωματικοί πολίτες που είτε είχαν κάποια ύποπτη επαφή ή απλώς ανησυχούσαν. Έτσι, εκτοξεύθηκε ο χρόνος έκδοσης των αποτελεσμάτων στις 4-5 ημέρες, ακυρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη χρησιμότητά τους, αλλά και δυσχεραίνοντας τον προγραμματισμό ταξιδιών προς χώρες που ζητούν υποχρεωτικό μοριακό τεστ 72 ωρών, όπως η Ελλάδα.
Δυστυχώς, σήμερα, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Σε μια χώρα που πλήρωσε τόσο βαρύ φόρο αίματος με 10.000 νεκρούς στο πρώτο κύμα της πανδημίας, οι θάνατοι αυξάνονται ξανά με τραγικό τρόπο και η οικονομία οδηγείται σε lockdown πολύ βίαια και πολύ νωρίτερα από ό,τι περίμεναν οι αρχές.
Αν δεν θέλουμε, λοιπόν, οι εικόνες του Βελγίου να γίνουν προβολές από το δικό μας μέλλον, πρέπει να σοβαρευτούμε. Να σταματήσει το λιβάνισμα για το πόσο καλά τα πήγαμε στο πρώτο κύμα και να σταματήσουν οι άστοχες κυβερνητικές δηλώσεις που δημιούργησαν την αίσθηση μιας επίπλαστης ασφάλειας και ήθελαν αρχές του χειμώνα να έχουμε διαθέσιμο το εμβόλιο, που βέβαια, ακόμη και αν αυτό συνέβαινε, τα ευεργετήματά του δεν θα ήταν άμεσα. Επιπλέον, οι δημόσιες συμπεριφορές πολιτικών προσώπων, που χαϊδεύουν είτε αυτούς που νιώθουν άτρωτοι, είτε αυτούς που δεν πιστεύουν στον ιό, δημιουργούν περαιτέρω σύγχυση. Οι μάσκες-αλεξίπτωτα που μοιράστηκαν στα σχολεία δείχνουν την έλλειψη προετοιμασίας ακόμα και για απλά πράγματα.
Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο από όλους μας. Ο χειμώνας που έρχεται θα είναι ο δυσκολότερος της γενιάς μας, και ίσως ο δυσκολότερος της γενιάς των γονιών μας.
Η κυβέρνηση πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν απλώς να ανακοινώνει μέτρα, αλλά πρέπει αυτά να είναι υλοποιήσιμα και αποτελεσματικά. Τα λογικά και ξεκάθαρα μέτρα ενισχύουν την εμπιστοσύνη και η αξιοκρατική εφαρμογή τους ενισχύει τη συλλογική προσπάθεια. Με αυτό τον τρόπο έχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα, ενώ επιπλέον απομονώνονται όλοι όσοι προσεγγίζουν συνωμοσιολογικά αυτή την παγκόσμια περιπέτεια.
Δίνουμε μια μάχη με τον χρόνο, το αποτέλεσμα της οποίας σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από την υπευθυνότητα όλων μας. Απαιτείται, όμως, συντονισμένη και συνεχής προσπάθεια για να καταφέρουμε να προστατεύσουμε το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Να πετύχουμε τον κυρίαρχο στόχο μας, που δεν είναι άλλος από την προστασία της υγείας των συνανθρώπων μας, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις αναγκαίες συνθήκες συνέχισης της οικονομικής δραστηριότητας για να μην ακολουθήσει της πανδημίας ένα κύμα οικονομικής ύφεσης που θα φέρει τους πιο αδύναμους συμπολίτες μας σε ακόμα δυσμενέστερη κατάσταση.
*Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ευρωβουλευτής, μέλος της Ομάδας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο