Ανάμεσα στις γυναίκες και το παραγωγικό σύστημα στην Ελλάδα σκιαγραφείται διαχρονικά μια παράδοξη σχέση αναντιστοιχίας. Οι αναμφισβήτητες κατακτήσεις των γυναικών στον επαγγελματικό στίβο δεν βρίσκουν τη δίκαιη ανταμοιβή τους, στενά οικονομικά αλλά και ευρύτερα συμβολικά.
Ως ενδεικτικά στοιχεία που συνθέτουν αυτή την παραδοξότητα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το γεγονός ότι οι Ελληνίδες, την τελευταία εικοσαετία, αποτελούν σταθερά την πλειονότητα των συμμετεχόντων σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες και δραστηριότητες επαγγελματικής κατάρτισης. Αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες όχι μόνο «ξέρουν τη δουλειά», αλλά ξέρουν πώς να μαθαίνουν και πώς να αποκτούν τις αναγκαίες δεξιότητες για την εργασία τους, σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους άνδρες.
Στη ίδια κατεύθυνση, την τελευταία δεκαετία, αργά αλλά σταθερά, όλο και περισσότερες γυναίκες βρίσκονται στο πηδάλιο ελληνικών επιχειρήσεων. Περίπου μία στις τέσσερις ελληνικές επιχειρήσεις διοικείται από γυναίκα και μάλιστα, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του ICAP, φτάνουν να επιτύχουν επιχειρηματικές αποδόσεις και κερδοφορίες, οι οποίες υπερβαίνουν σημαντικά τον γενικό μέσο όρο (περιθώριο καθαρού κέρδους 4,9% έναντι 3,4%).
Στον αντίποδα, οι δείκτες ανεργίας των γυναικών στην Ελλάδα είναι σταθερά σχεδόν διπλάσιοι από αυτούς των ανδρών με ανάλογα προσόντα. Ακόμη χειρότερα, οι γυναίκες αποτελούν μια από τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδας που υπο-εκπροσωπούνται διαχρονικά στην αγορά εργασίας στη χώρα μας. Tο 4ο τρίμηνο του 2022, σύμφωνα με την έρευνα εργατικού δυναμικού, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών ήταν μόλις 51,4%, ποσοστό που αποτελεί και τη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ.
Επιπλέον, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένουν ισχυρές. Με βάση τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα καταγραφής από τον ΕΦΚΑ για το έτος αναφοράς 2021, το μέσο ημερομίσθιο στον ιδιωτικό τομέα ήταν 56,41 για τους άντρες και 49,60 για τις γυναίκες.
Είναι σαφές ότι σε αυτή τη σχέση παρατηρείται μια σοβαρή στρέβλωση, με ένα λόγο, μια αδικία, η οποία μειώνει σημαντικά τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, και τελικά περιορίζει τις δυνατότητες και τις αναπτυξιακές προοπτικές του παραγωγικού προτύπου. Μια αδικία που πρέπει να αποκατασταθεί. Η δικαιοσύνη στην εργασία, σε όλες τις διαστάσεις της, στις αμοιβές, την κοινωνική προστασία, την εξέλιξη, την κατάρτιση, την ενθάρρυνση και την αναγνώριση των προσπαθειών, αποτελεί παράμετρο αποτελεσματικότητας και μέτρο αποδοτικότητας της παραγωγικής διαδικασίας.
Τα περιβάλλοντα εργασίας είναι πεδία παραγωγικής μεγέθυνσης όταν συστατικό τους στοιχείο είναι όχι μόνο το δίκαιο, αλλά και το ηθικά αποδεκτό. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρενόχληση στον χώρο εργασίας αποτελεί εκτός από ποινική παρέκκλιση, βαθιά ηθική παραβίαση και παράλληλα πράξη ευθείας υπονόμευσης της παραγωγικής λειτουργίας και είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζεται και ως τέτοια.
Και ενώ οι αυθόρμητες αντιδράσεις αποτροπιασμού που προκαλεί η αποκάλυψη στη δημόσια σφαίρα των πιο δραματικών περιστατικών παρενόχλησης και κακοποίησης είναι απαραίτητες και, σε πολλές περιπτώσεις, ωθούν σε περαιτέρω δράση, ωστόσο, θεωρώ ότι είναι αναγκαίο να απέχουμε από λογικές κοινωνικής δραματοποίησης, χωρίς να συναντούν το πεδίο της πολιτικής παρέμβασης και της θεσμοθέτησης.
Και η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη απέδειξε την προηγούμενη τετραετία με παρεμβάσεις σε ένα ευρύ πλέγμα δημόσιων πολιτικών ότι δεν κλείνει τα μάτια στο πρόβλημα, αλλά το αναδεικνύει, το προσδι-ορίζει και το αντιμετωπίζει ως πολυπαραγοντικό και πολυδιάστατο. Από το Εθνικό Σχέδιο για την Ισότητα των Φύλων 2021 – 2025 μέχρι το Panic Button, την επέκταση ωραρίου λειτουργίας των ολοήμερων Νηπιαγωγείων και Δημοτικών και τις γονικές άδειες, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία στηρίζουν στην πράξη τις γυναίκες, με πολιτικές που αποσκοπούν να καταστήσουν τους χώρους εργασίας πεδία δίκαιης και ισότιμης ένταξης για τις γυναίκες. Δεν αρκεί η επίκληση της ανάγκης αλλαγής των νοοτροπιών. Έχουμε χρέος ως Πολιτεία να ενισχύουμε διαρκώς το θεσμικό μας οπλοστάσιο απέναντι στις μορφές παρενόχλησης στον χώρο εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ξεχωριστή αναφορά οφείλεται στη Σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας «Για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας», η οποία αποτελεί το πρώτο διεθνές μέσο που καθορίζει τα παγκόσμια πρότυπα για την αντιμετώπιση της παρενόχλησης και της βίας που σχετίζονται με την εργασία. Αποτελεί έναν πρώτο οδικό χάρτη των θεσμικών παρεμβάσεων που απαιτούνται σε βασικούς τομείς, όπως η πρόληψη και η καταγραφή των περιστατικών, η διερεύνηση τους χωρίς δευτερογενή θυματοποίηση των καταγγελλουσών, η αυστηρή εφαρμογή των διαδικασιών δίωξης και κολασμού, αλλά και ευαισθητοποίηση και συνεχιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα παρενόχλησης, για το σύνολο του πληθυσμού. Και η κύρωση της Σύμβασης 190 από την ελληνική Βουλή τον Μάιο του 2021 με τον ν. 4808 συνιστά μια ηχηρή απόδειξη των προθέσεων της Κυβέρνησης στο πεδίο αυτό.
Και έτσι θα συνεχίσουμε, βαδίζοντας τη διαδρομή της συνεκτικής πολιτικής δράσης και της αποφασιστικής θεσμικής παρέμβασης που απαιτούνται προκειμένου η έννοια της δικαιοσύνης να μην αποτελεί σύνθημα, αλλά αδιαπραγμάτευτο κοινωνικό κεκτημένο. Μέσα από συνέργειες, θα μπορέσουμε να στηρίξουμε στην πράξη την ενεργό συμμετοχή, να αμβλύνουμε τις ανισότητες και να ενισχύσουμε τις γυναίκες, που εμπλουτίζουν με τη γνώση, τις ικανότητες και τις πρωτοβουλίες τους κάθε πεδίο δημόσιας δράσης.
*Υποψήφια Βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας, δρ. Πολιτικής Επιστήμης