Το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (14-15/12) έδωσε το «πράσινο φως» για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και παρέπεμψε για λίγο αργότερα τις αποφάσεις σχετικά με την αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2021-2027.
Αναμενόμενα και τα δύο. Ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Viktor Orban προτίμησε να είναι απών από την αίθουσα για να καταστεί δυνατή η λήψη της πρώτης απόφασης - μιας απόφασης με υψηλό πολιτικό συμβολισμό, που όμως δεν έχει άμεσες θεσμικές και οικονομικές συνέπειες και προεκτάσεις. Και άσκησε βέτο στην έγκριση της απόφασης για το δημοσιονομικό πλαίσιο που περιλάμβανε τη χορήγηση βοήθειας ύψους 50 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία.
Βεβαίως, για να καταστεί δυνατός αυτός ο «μερικός συμβιβασμός», η Ευρώπη είχε προχωρήσει την προηγούμενη μέρα σε μια σημαντική χειρονομία κατευνασμού του: ενέκρινε την εκταμίευση προς την Ουγγαρία κονδυλίων ύψους 10 δισ. ευρώ που παρέμεναν μπλοκαρισμένα για σχεδόν έναν χρόνο, εξαιτίας ενστάσεων της Επιτροπής για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στη χώρα.
«Λάβαμε επαρκείς εγγυήσεις ότι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στην Ουγγαρία θα ενισχυθεί», δήλωσε στις 13/12 ο αρμόδιος επίτροπος, αιτιολογώντας την απόφαση της Κομισιόν. Μακάρι. Αλλά στην κοινή γνώμη η εντύπωση που δημιουργήθηκε από αυτή την… ξαφνική αλλαγή είναι άλλη: ότι οι κανόνες ερμηνεύονται διασταλτικά, ότι η εφαρμογή τους συναρτάται με τις πολιτικές σκοπιμότητες που προκύπτουν κάθε φορά κι ότι ακόμα και οι περίφημες αρχές και αξίες στις οποίες εδράζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εντάσσονται και αυτές στη γενικότερη διαπραγμάτευση - άλλως πως σε ένα ευρύτερο δούναι και λαβείν, για να μην πούμε «νταλαβέρι».
Έτσι, όμως, το πράγμα δεν πάει μακριά. Η Ευρώπη πρέπει να αντιληφθεί ότι, αν δεν κάνει γενναίες κινήσεις για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της, θα βρεθούμε όλοι μπροστά σε δυσάρεστες εξελίξεις στις προσεχείς ευρωεκλογές. Λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό περιβάλλον σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και τις έρευνες κοινής γνώμης για την ψήφο στις ευρωεκλογές, η πιθανότητα να οδηγηθούμε σε ένα Κοινοβούλιο «παράλυσης» με ισχυρή ακροδεξιά και αντιευρωπαϊκή παρουσία δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Λύσεις εύκολες δεν υπάρχουν. Στην 5ετία που έχει μεσολαβήσει από τις προηγούμενες ευρωεκλογές ο κόσμος έχει έρθει πάνω-κάτω: πανδημική κρίση, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, κλιματική κρίση, κρίση στη Μέση Ανατολή. Πολλοί μπορεί να σκεφτούν: Δεν είναι δα και η πρώτη φορά. Πολλές φορές στην ιστορία της η Ευρώπη έχει βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρές κρίσεις.
Σωστά. Με την ειδοποιό διαφορά ότι οι κρίσεις τα τελευταία χρόνια τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα. Και σηματοδοτούν, η κάθε μια ξεχωριστά αλλά και όλες μαζί, την ανάδυση ενός νέου γεωπολιτικού περιβάλλοντος ριζικά διαφορετικού από το οικείο και συμβατό προς το ευρωπαϊκό σύστημα περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά τη διάλυση του ανατολικού μπλοκ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Σήμερα, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μεγάλα γεωπολιτικά μπλοκ εντείνεται και η παγκοσμιοποίηση, αν δεν υποχωρεί, μετασχηματίζεται, καθώς η οικονομία και το παγκόσμιο εμπόριο καθίστανται εργαλεία γεωπολιτικής επιρροής και αναγορεύονται σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Το ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα, ακόμα και οι στρατηγικοί στόχοι και οι θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης όπως αποτυπώνονται στις Συνθήκες, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες αποτελεσματικότητας και προσαρμογής στις προκλήσεις που δημιουργούν οι αλλαγές στο γεωπολιτικό περιβάλλον: ενεργειακή κρίση, κλυδωνισμοί στην εφοδιαστική αλυσίδα, πληθωρισμός, εντεινόμενες μεταναστευτικές ροές, αλλά και παρεμβατισμός των κυβερνήσεων στην οικονομία και στο διεθνές εμπόριο. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες υφίστανται στην καθημερινότητά τους τον αντίκτυπο αυτών των αλλαγών κι όταν αισθάνονται ότι οι πολιτικές απαντήσεις είναι ανεπαρκείς στρέφονται προς αντισυστημικές, εθνικιστικές κι ακροδεξιές λύσεις. Δημιουργείται, έτσι, ένας φαύλος κύκλος και τα αδιέξοδα διευρύνονται. Γιατί σε εποχές αβεβαιότητας και εντεινόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, η ευημερία -υλική και αξιακή- των ευρωπαϊκών κοινωνιών διασφαλίζεται καλύτερα μέσα από την ισχυροποίηση της Ευρώπης.
Σχολιάζοντας τις αποφάσεις του πρόσφατου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ένας έγκριτος Αμερικανός αναλυτής, μέλος του Ατλαντικού Συμβουλίου, εξέφραζε σε άρθρο του στους New York Times την απογοήτευσή του επειδή η Ευρώπη δεν κατάφερε να πάρει απόφαση για την οικονομική στήριξη της Ουκρανίας με τα 50 δισ. ευρώ. Η Ευρώπη έχασε, έτσι, την ευκαιρία, έγραφε, να δώσει ένα ισχυρό μήνυμα στήριξης στην Ουκρανία και να αναβαθμιστεί σε ισχυρό γεωπολιτικό παράγοντα, τη στιγμή που στις ΗΠΑ υπάρχει αδιέξοδο γύρω από το θέμα της περαιτέρω οικονομικής στήριξης, εξαιτίας των αντιρρήσεων στο Κογκρέσο!
Επί της αρχής, ποιος μπορεί να διαφωνήσει ότι ο ουκρανικός λαός πρέπει να υποστηριχθεί και από την Ευρώπη και από τις ΗΠΑ στη μάχη που δίνει εναντίον του εισβολέα; Μόνο που ανάμεσα στο «επί της αρχής» και στο «διά ταύτα», δηλαδή στο «επί του πρακτέου», μεσολαβούν πολλές και διαφορετικές παράμετροι, εθνικές και ευρωπαϊκές, που επιδρούν στη λήψη της απόφασης.
Το να γίνει η Ευρώπη «ισχυρός γεωπολιτικός παράγοντας» δεν είναι απλώς 50 δισ. ευρώ δρόμος, όπως υπονοεί ο αρθρογράφος, ο οποίος δεν φαίνεται και πολύ εξοικειωμένος με το ευρωπαϊκό σύστημα. Έχει άλλα πολλά βήματα να κάνει η Ευρώπη πριν καταστεί ισχυρός γεωπολιτικός παράγοντας. Έχει να αντιμετωπίσει σοβαρές παθογένειες στη λειτουργία της ώστε να ενισχυθούν η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητά της. Και, πρώτα απ' όλα, έχει να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα της εμπιστοσύνης των πολιτών της, γιατί, χωρίς την εμπιστοσύνη αυτήν, ας μη γελιόμαστε, το τρένο δεν πάει μακριά. Κι αυτή είναι μια απόφαση που δεν αναβάλλεται, είναι για τώρα.