Η συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία στην Ευρώπη, δεν αποτελεί απλά ένα θέμα της τρέχουσας επικαιρότητας. Είναι ένα σημαντικό ζήτημα που δικαιολογημένα προβλημάτισε έντονα την ηγεσία της ΕΕ τα τελευταία χρόνια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που κατέδειξε επιτακτικά το ζήτημα αυτό, ήταν τα γεγονότα που συνέβησαν τις πρώτες εβδομάδες της πανδημικής κρίσης, όταν στο διεθνές προσκήνιο και παρασκήνιο διεξαγόταν ένας σκληρός αγώνας μεταξύ κρατών, για την προμήθεια των απαραίτητων υγειονομικών υλικών. Τότε η Ε.Ε., με την ενίσχυση των αλυσίδων αξίας, την αύξηση της εσωτερικής παραγωγής, τη χρηματοδότηση ερευνών για το εμβόλιο κατά του Covid-19, την καινοτόμα στρατηγική οικονομικής και κοινωνικής ανάκαμψης από την υγειονομική κρίση και κυρίως, με την προμήθεια των εμβολίων, εφάρμοσε στην πράξη ένα τέτοιο μοντέλο. Σήμερα πια, όλοι μπορούμε να αναλογιστούμε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί με την προμήθεια εμβολίων από τις ευρωπαϊκές χώρες, αν η Ε.Ε. δεν προχωρούσε σε κεντρικές διαπραγματεύσεις, που εξασφάλισαν την εμβολιαστική αυτονομία των κρατών μελών της.
Αν λοιπόν η πανδημία κατέδειξε σε ευρύτερη κλίμακα την αναγκαιότητα της στρατηγικής αυτονομίας, οι πρόσφατες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα και κυρίως οι διεθνείς τεκτονικοί μετασχηματισμοί στην άμυνα και την ενέργεια, απαιτούν από την Ε.Ε. να προσδιορίσει στην πράξη τη δυναμική και τη θέση της, στο νέο διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον.
Η υλοποίηση της στρατηγικής αυτονομίας αναδεικνύεται, πλέον, ως μονόδρομος. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, κήρυξε το 2022, ως «Έτος Ευρωπαϊκής Άμυνας».
Η εμπέδωση, επομένως, ενός κοινού και ενιαίου οράματος – εκτός από την οικονομική και αναπτυξιακή αυτονομία της Ένωσης – να προχωρήσουμε με γρήγορο βήμα και προς την στρατηγική αυτονομία, στους τομείς της υγείας και κυρίως της άμυνας και της ασφάλειας, καθίσταται πλέον παράγοντας ζωτικής σημασίας. Αυτό, προκειμένου να εξασφαλιστούν η ευημερία, η αυτάρκεια και το αίσθημα ασφάλειας στους ευρωπαίους πολίτες, πάντοτε με όρους ισονομίας και δικαιοσύνης.
Είναι αλήθεια, πως τα αντανακλαστικά της Ένωσης, πολλές φορές, δεν υπήρξαν γρήγορα. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ένωση των 27 κρατών μελών συμπεριφέρεται όπως ένα υπερωκεάνιο και όχι σαν ένα ευέλικτο ταχύπλοο. Μπορεί να αργήσει να πάρει την στροφή, η νέα ρότα, όμως, θα είναι οριστική και σταθερή. Και αυτή τη στιγμή, ως προς το συγκεκριμένο κρίσιμο ζήτημα, η Ε.Ε. βρίσκεται σε διαδικασία αλλαγής πλεύσης.
Καταλυτικό ρόλο για αυτή τη θετική εξέλιξη, διαδραμάτισε, για μια ακόμα φορά, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Όταν τον Φεβρουάριο του 2020, η τουρκική κυβέρνηση προχωρούσε στις πρωτοφανείς προκλήσεις στον Έβρο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποκάλυψε στους Ευρωπαίους ηγέτες την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Τουρκία και τις απειλές που προκύπτουν για το σύνολο της Ευρώπης. Παράλληλα, τόνισε την ανάγκη προστασίας των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., με σεβασμό στο διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Τόσο στη συνάντηση EUMED9 των ηγετών του Ευρωπαϊκού Νότου όσο και στην ομιλία του, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ο Πρωθυπουργός ανέδειξε την έννοια και τη σημασία της αυτονομίας, στον πυρήνα της. Στην 76η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, μάλιστα, επισήμανε χαρακτηριστικά ότι είναι «σταθερός υποστηρικτής της απόλυτης ανάγκης για στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης», προσθέτοντας πως «τα πρόσφατα γεγονότα, έδειξαν ξεκάθαρα ότι θα πρέπει να είμαστε διατεθειμένοι και ικανοί, ως Ευρωπαίοι, να κάνουμε περισσότερα πράγματα μόνοι μας».
Η Αμυντική Συμφωνία που υπέγραψε πρόσφατα η χώρα μας με τη Γαλλία, ήταν το επισφράγισμα αυτής της πολιτικής και αποτελεί πυξίδα για την πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσει συνολικά η Ένωση, ως ένας ισχυρός γεωπολιτικός παράγοντας, σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, έως ότου ωριμάσουν οι συνθήκες για έναν οργανωμένο ευρωστρατό.
H Ελληνική Κυβέρνηση έθεσε με αποφασιστικότητα την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων στην Ευρώπη του αύριο, δίπλα στη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της ηπείρου, δίνοντας ένα ηχηρό μήνυμα αισιοδοξίας, σιγουριάς και ασφάλειας.
Για να στεφθεί, όμως, ένα τέτοιο εγχείρημα με επιτυχία, απαιτείται η καλλιέργεια μιας κοινής αντίληψης και κουλτούρας ευρύτερης συνεργασίας και διεύρυνσης, μεταξύ των κρατών-μελών. Η Ελλάδα έχει ήδη αποδείξει έμπρακτα ότι διαθέτει τη συγκεκριμένη αντίληψη, διατυπώνοντάς τη ξεκάθαρα, με κάθε ευκαιρία και σε κάθε ζήτημα που προκύπτει. Αυτό κάναμε με το Πράσινο Πιστοποιητικό. Αυτό κάναμε με τις πρωτοβουλίες και τις προσπάθειες για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, το ίδιο και με τις προτάσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και για τη στρατηγική αυτονομία.
Η Ελλάδα, λοιπόν, για μια ακόμη φορά, προηγείται των εξελίξεων και δείχνει τον δρόμο για τη στρατηγική αυτονομία. Άλλωστε, η «αυτονομία» είναι ελληνική λέξη. «Αυτονομούμαι», σημαίνει, καθορίζω τη ζωή μου με τους δικούς μου νόμους και κανόνες.
*Η Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου είναι οικονομολόγος, νομικός και Ελληνίδα βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.