Στην δημόσια συζήτηση μετά την ανακοίνωση του πρωθυπουργού για ενίσχυση 10% στις αγορές τροφίμων ακούστηκαν διάφορα: ότι η κυβέρνηση αυτή είχε πει ότι είναι εναντίον των επιδομάτων αλλά τα αυξάνει, ότι υπάρχει κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ή ότι καλύτερα να είχε μειωθεί ο ΦΠΑ.
Σήμερα θα επιχειρηματολογήσω ότι μέρος της πνευματικής ελίτ της χώρας μας έχει χάσει την επαφή με τα προβλήματα της κοινωνίας. Και ότι ο λαϊκισμός έχει διάφορες μορφές, ένας από τις οποίες είναι και ο «προτεσταντικός λαϊκισμός».
Να βάλουμε τα πράγματα λοιπόν σε μία σειρά: καταρχάς πρόκειται για ένα προσωρινό και όχι για έναν μόνιμο συνδυασμό μέτρων που απαντά σε ένα έκτακτο πρόβλημα. Προσωρινή είναι η φορολόγηση των υπερκερδών των διυλιστηρίων, διότι προσωρινά είναι και τα πλεονάζοντα κέρδη τους. Αντίστοιχα, προσωρινή είναι και η ανάγκη ενίσχυσης των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων καθώς προσωρινές είναι και οι αυξημένες τιμές τροφίμων. Με το ένα αμβλύνεις το άλλο.
Όσοι λοιπόν υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να έχει αντ’ αυτού μειωθεί ο ΦΠΑ, θα πρέπει να απαντήσουν στα εξής: από πού θα χρηματοδοτούνταν σε μόνιμη βάση η μείωση αυτή; Θα έπρεπε να αυξηθεί κάποιος άλλος φόρος και ποιος θα ήταν αυτός; Επιπλέον, μία οριζόντια μείωση ΦΠΑ είναι αμφίβολο αν θα έφτανε στο σύνολό της στο καλάθι του νοικοκυριού, και θα ωφελούσε περισσότερο τους εύπορους. Κάθε επιδότηση χρειάζεται και τον κόφτη της.
Όσοι επισημαίνουν ότι από το συγκεκριμένο μέτρο ωφελούνται και όσοι φοροδιαφεύγουν, η απάντηση προφανώς και δεν είναι να περιορίσουμε μέτρα κοινωνικής ανακούφισης όσων έχουν ανάγκη. H φοροδιαφυγή πατάσσεται μέσα από ένα συγκροτημένο σχέδιο που υλοποιούμε και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Εξάλλου και η επιδότηση γίνεται ηλεκτρονικά, και είναι μέρος ενός νέου τρόπου στήριξης των ευάλωτων, που κάνει χρήση της ψηφιακής επανάστασης για να υλοποιούνται πιο στοχευμένες και αποδοτικές παρεμβάσεις.
Η κατηγορία που όμως είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας είναι αυτή περί δημοσιονομικού εκτροχιασμού ή οποιοσδήποτε παραλληλισμός με τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '80, που εκτόξευσαν το χρέος. Χάρη στη συνετή δημοσιονομική πολιτική αλλά και τη σημαντική ενίσχυση της ανάπτυξης, η χώρα μας θα δει -σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- τη μεγαλύτερη μείωση χρέους/ΑΕΠ από κάθε άλλο κράτος της Ε.Ε. στο διάστημα 2019-2023 και την μεγαλύτερη μείωση από κάθε χώρα το 2022. Το 2023 η Ελλάδα επανέρχεται στα πρωτογενή πλεονάσματα, παρά το διεθνώς δυσμενές οικονομικό περιβάλλον που αναγκάζει χώρες όπως η Γερμανία να εκδώσουν ρεκόρ χρεογράφων.
Τέλος, μία αναφορά στα περί «εθισμού στα επιδόματα» που ακούστηκαν (αντί δήθεν για μειώσεις φόρων ή άλλα διαρθρωτικά μέτρα). Η κυβέρνηση αυτή εξελέγη ακριβώς για να θέσει σε νέες βάσεις την οικονομία. Κεντρική πολιτική που έκανε πράξη ήταν η μείωση των φόρων και η προσέλκυση των επενδύσεων. Μείωσε τους φόρους για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους, το κεφάλαιο και την ακίνητη περιουσία. Κατάργησε την εισφορά αλληλεγγύης και μείωσε τις ασφαλιστικές εισφορές. Έδωσε σειρά φορολογικών κινήτρων για επενδύσεις και εργάζεται σκληρά για την προώθησή τους.
Και φυσικά εφάρμοσε σειρά μεταρρυθμίσεων. Μεταξύ αυτών είναι και η αναμόρφωση της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ). Από 1.1.2023 μπαίνουν εισοδηματικά κριτήρια για τη χορήγηση επιδομάτων και αυτά θα διακόπτονται αν ο άνεργος απορρίπτει τρεις προσφορές για εργασία στο αντικείμενό του. Πού είναι οι «μεταρρυθμιστές» προς στήριξη αυτών των πολιτικών;
Οι πολιτικές της κυβέρνησης οδήγησαν σε ανάπτυξη 8.3% για το 2021 και σημαντική μείωση της ανεργίας, από το 17.1% τον Ιούλιο του '19 στο 11.6% τον Οκτώβριο του '22. Έχουμε ρεκόρ τόσο στις επενδύσεις όσο και στις εξαγωγές. Μόλις χθες ο Economist κατέταξε την Ελλάδα πρώτη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στην οικονομική της επίδοση για το 2022, όπως αυτή μετρήθηκε με βάση την ετήσια μεταβολή πέντε δεικτών ανάμεσα σε 34 χώρες.
Αλίμονο αν μία κυβέρνηση δεν προσπαθούσε να βοηθήσει τους πιο ευάλωτους όταν οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν τέτοια βελτίωση. Αυτός εξάλλου είναι και ο ρόλος του κοινωνικού κράτους. Να θέτει τις βάσεις για ισχυρή, βιώσιμη ανάπτυξη, και με τον πλούτο που δημιουργείται να φροντίζεις η ανάπτυξη να ακουμπά και να αφορά όλους.
Ανάλογη επιχειρηματολογία είχα διατυπώσει σε άρθρο μου στην Καθημερινή τον Σεπτέμβριο, με τίτλο «Ενεργειακός λαϊκισμός», όταν υπήρχαν αντιρρήσεις στις επιδοτήσεις ενέργειας. Το 2022 τελικά θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα σημαντικά μικρότερο από προηγούμενες προβλέψεις, διαψεύδοντας τις Κασσάνδρες. Φανταστείτε να μην είχαν στηριχτεί ενεργειακά επιχειρήσεις και νοικοκυριά, πού θα ήταν η οικονομία μας σήμερα.
Αντίστοιχα, η άποψη ότι όλα αυτά γίνονται ενόψει εκλογών παραγνωρίζει το γεγονός ότι αυτή η κυβέρνηση είχε αντίστοιχες πολιτικές και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και της ενεργειακής κρίσης, που δεν ήταν προεκλογικές χρονιές. Στο προσωρινό σοκ βοηθάς όσους έχουν ανάγκη να προσαρμοστούν, αλλιώς έχει μόνιμη βλάβη η οικονομία. Όχι μόνο δεν πρόκειται για λαϊκισμό, αλλά είναι η βέλτιστη οικονομική πολιτική.
Η ακρίβεια είναι πραγματική και έχει επίπτωση στη ζωή πολλών συμπολιτών μας που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Η απαξιωτική στάση απέναντι σε προσωρινές και μετρημένες πολιτικές στήριξης είναι ενδεικτική της απόστασης που χωρίζει ένα τμήμα της εγχώριας ελίτ από την πραγματικότητα.