Τι είδους πρόεδρος και τι είδους προεδρία θα είναι αυτή του Τζο Μπάιντεν; Το ερώτημα απασχολεί όχι μόνο τους Αμερικάνους αλλά και τις ξένες πρωτεύουσες που παρακολουθούν τον «sleepy Joe» (κοιμισμένος Τζο), όπως τον έλεγε ο Τραμπ, να είναι, για τα καλά, πολύ πιο ξύπνιος από πολλούς προκατόχους του.
Ο ίδιος προβάλλεται ως αντι-Τραμπ. Ο Τραμπ μείωσε την κρατική παρέμβαση και τους φόρους ο Μπάιντεν τα αυξάνει. Ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν ή την κλιματική αλλαγή, ο Μπάιντεν ξανά-επιστρέφει. Με εξαίρεση την Κίνα, όπου υπάρχει μια σταθερή διακομματική συναίνεση, ο Μπάιντεν βρίσκεται στον αντίποδα του Τραμπ, και ως προς την ουσία και ως προς το στυλ.
Όμως, η αντίστιξή του Μπάιντεν πηγαίνει και πιο πέρα. Ο Μπάιντεν δεν είναι ούτε Ομπάμα. Εκεί όπου ο Ομπάμα προσπαθούσε να εκμαιεύσει τη συναίνεση των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο και, εν τέλει, απέτυχε, ο Μπάιντεν προχωρά, χωρίς δισταγμούς, εκμεταλλευόμενος την προσωρινή αδρανοποίηση της αντιπολίτευσης, μετά την ήττα και τη σύγχυση που της προκάλεσε ο Τραμπ και η επεισοδιακή του αποχώρηση.
Η αντίθεση πηγαίνει πιο βαθιά. Αν ο Ομπάμα ήταν ένας χαρισματικός νέος πολιτικός της ελίτ, σπουδαγμένος στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, που μιλούσε ως καθηγητής, ο Μπάιντεν είναι ένας παραδοσιακός Δημοκρατικός, χωρίς ιδιαίτερο χάρισμα, προερχόμενος από τις εργατικές και καθόλου προνομιούχες τάξεις που κάποτε αποτελούσαν τον βασικό πυλώνα του κόμματος.
Στην έλλειψη χαρίσματος και νιάτων, ο Μπάιντεν έχει ως αντίβαρο την τεράστια εμπειρία του που απέκτησε από τη μακρά θητεία του στη Γερουσία. Μοιάζει σε όλα αυτά με έναν άλλον αντιπρόεδρο που έγινε πρόεδρος, τον Λύντον Τζόνσον, ηγέτη, για χρόνια, της Γερουσίας πριν μετακομίσει στον Λευκό Οίκο. Είναι γνωστό ότι ο Τζόνσον είχε το άγχος να ξεπεράσει τη σκιά του χαρισματικού και λαμπερού προκατόχου του, Τζον Κένεντυ. Στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις αποδείχτηκε πολύ πιο αποτελεσματικός αλλά, εν τέλει, απέτυχε εξαιτίας της εμπλοκής που κληρονόμησε στο Βιετνάμ.
Ο Μπάιντεν φαίνεται να προχωρά με την ίδια ζέση και αποτελεσματικότητα (αν και είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα) στο εσωτερικό μέτωπο. Έχει προτείνει τρία τεράστια πακέτα δαπανών, για την κρίση, τις επενδύσεις και το κοινωνικό κράτος, καθώς και την αύξηση των φόρων στους πλούσιους και στις πολυεθνικές διεθνώς. Κινητήριος μοχλός της πολιτικής του είναι η εντεινόμενη αντιπαράθεση με την Κίνα. Όπως και επί Ψυχρού Πολέμου, η Αμερική της δεκαετίας του 1960 φιλοδόξησε να χτίσει μια «Μεγάλη Κοινωνία» για να μπορεί καλύτερα να αντιμετωπίσει την πολιτική, στρατιωτική και ιδεολογική αντιπαράθεση με τη Σοβιετική Ένωση, έτσι και τώρα, ο Μπάιντεν επιχειρεί να επουλώσει τις εσωτερικές αντιθέσεις της Αμερικής, που όξυνε η προεδρία Τραμπ, για να μπορεί ευκολότερα να υπερασπιστεί την πρωτοκαθεδρία της διεθνώς έναντι της κινεζικής πρόκλησης.
Τίποτα δεν είναι εξασφαλισμένο καθώς ενδέχεται οι Δημοκρατικοί να χάσουν την εύθραυστη πλειοψηφία τους στο Κογκρέσο, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022 ή και νωρίτερα, ενώ η νομοθέτηση στη Γερουσία παραμένει πάντα μια περίπλοκη υπόθεση. Όμως, σε κάθε περίπτωση όσοι ανέμεναν μια άνευρη προεδρία Μπάιντεν έχουν διαψευστεί. Στο μεταξύ, η Apple ανακοίνωσε εκρηκτικά έσοδα ύψους 90 δισ. δολαρίων το τελευταίο τρίμηνο, επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία των αμερικανικών τεχνολογικών γιγάντων στην παγκόσμια οικονομία.