Στη Σύνοδο Κορυφής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσήλθε προετοιμασμένος για την πολύωρη, νυχτερινή μάχη ως προς το κείμενο συμπερασμάτων σε σχέση με την Τουρκία.
Ηξερε ότι έχουμε μεν συμμαχίες, αλλά οι συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί. Μέχρι και ο Μακρόν σφύριζε αδιάφορα.
Ο Μητσοτάκης -και αυτό το ξεχνούν όσοι αναλύουν με ποδοσφαιρικούς όρους την πολιτική διαπραγμάτευση- είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός και εκπροσωπεί όλους εμάς. Στόχος του είναι το καλύτερο για τη χώρα. Όπως και κάθε πρωθυπουργού που έχει βιώσει τη σκληρή μοναξιά στο τραπέζι με τους ισχυρούς, σε θέση αδυναμίας. Ο Μητσοτάκης δεν ήταν ο μόνος. Προσωπικά, είμαι βέβαιος ότι και ο Τσίπρας στην περίφημη 17ωρη διαπραγμάτευση του 2015, πλήρως απομονωμένος, υπό την εξουθενωτική πίεση των ισχυρών, επεδίωκε το καλύτερο.
Μια αντίστοιχη κατάσταση είχε βιώσει και ο Ανδρέας Παπανδρέου, στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής που μετείχε στις Κάννες, το 1995. Στην προφητική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά, είπε τα πράγματα με το όνομά τους: «Είδα, πράγματι, να λειτουργεί το Διευθυντήριο των Βρυξελλών», «συγχαρητήρια πήρα πολλά στους διαδρόμους, αλλά κανείς δεν πήρε τον λόγο να με υπερασπιστεί», «τι είναι η Ενωμένη Ευρώπη; Ποιος την κυβερνάει, τι ρόλο παίζουμε πλέον εμείς οι εθνικές κυβερνήσεις;», «αισθάνθηκα πολύ ξένος σε αυτό το κλίμα», ήταν μερικές από τις πύρινες φράσεις που είχε πει ο τότε πρωθυπουργός.
Καλώς ή κακώς, η πολιτική διεθνής σκακιέρα παίζεται με όρους κυνικούς, από τις απαρχές της Ιστορίας. Ο Ερντογάν το ξέρει και το εκμεταλλεύεται δεόντως. Το 1943, ο Ρούσβελτ, ο Τσώρτσιλ και ο Στάλιν βρέθηκαν από κοντά στην περίφημη Διάσκεψη της Τεχεράνης για να μεθοδεύσουν την ενιαία στάση τους απέναντι στη ναζιστική Γερμανία και, κυρίως, για να ρυθμίσουν τις ζώνες επιρροής στο μεταπολεμικό κόσμο. Ο Τσώρτσιλ επεδίωκε διακαώς να είναι ο χρήσιμος ενδιάμεσος ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο και τον Ρώσο ηγέτη, προκειμένου να εξασφαλίσει τα μέγιστα ανταλλάγματα για τη χώρα του. Όμως ο Ρούσβελτ προτίμησε να αγνοήσει έναν φίλο, όπως ήταν ο Βρετανός πρωθυπουργός, και να πάρει με το μέρος του τον Στάλιν, τον οποίο θεωρούσε περισσότερο χρήσιμο, διαβλέποντας τον ρόλο της ΕΣΣΔ στο μεταπολεμικό παγκόσμιο τοπίο, αλλά και γνωρίζοντας την παρακμή της -άλλοτε κραταιάς- βρετανικής αυτοκρατορίας. Η μοναξιά του Τσώρτσιλ σε εκείνη τη διάσκεψη ήταν παροιμιώδης. Αλλά επικράτησε ο υπολογισμός, τα γεωπολιτικά συμφέροντα, ο κυνισμός. Ο Τσώρτσιλ ηττήθηκε τότε από τα ίδια του τα όπλα.
Στη χθεσινή Σύνοδο Κορυφής, το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν αυτό που περιμέναμε. Μέρκελ, Κόντε και Σάντσεθ δεν θέλησαν να πιέσουν την Τουρκία, έχοντας κατά νου ανταλλάγματα -οικονομικά και γεωπολιτικά- από τον Ερντογάν. Ο Μακρόν και ο Κουρτς -παρά τους φραστικούς λεονταρισμούς το προηγούμενο διάστημα- ποίησαν την νήσσαν.
Παρά ταύτα, ο Μητσοτάκης πέτυχε να βάλει το πλαίσιο, αλλά και να στείλει σαφή μηνύματα με δύο ατάκες...
Η πρώτη, προσερχόμενος στη Σύνοδο, το «pacta sunt servanda» (οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται). Πήρε το αίμα μας πίσω, υπό μία έννοια, χρησιμοποιώντας την ίδια ακριβώς φράση με την οποία μας απειλούσαν ο Σόιμπλε, ο Ντάισελμπλουμ, ο Μοσκοβισί, για τα μνημόνια.
Η δεύτερη ήταν η σκληρή υπενθύμιση για τους απελπιστικά αργούς ρυθμούς της ΕΕ: Είναι τουλάχιστον παραδοξότητα, είπε κομψά, το γεγονός ότι ενώ οι ΗΠΑ είναι έτοιμες να επιβάλουν κυρώσεις κατά της Τουρκίας, οι 27 βαλτώνουν με «αν» και «όμως».
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα έχει φωνή, έχει επιχειρήματα, αλλά υστερεί σε δύναμη. Σε μια Ευρώπη των «27» που κινείται με ρυθμούς χελώνας, που περιμένει το υπερατλαντικό νεύμα για να πάρει αποφάσεις και που συγκατανεύει μόνο μετά από ψυχρό υπολογισμό «δούναι και λαβείν», ίσως είναι καιρός να αλλάξουμε εθνική στρατηγική. «Μάχη» εντός της ΕΕ, με «όπλα» που υπολογίζουν οι ισχυροί και καλλιέργεια εθνικής γραμμής ομοψυχίας, χωρίς επικοινωνιακά φτιασιδώματα υπέρμετρων προσδοκιών. Ή, αλλιώς, για να πετύχουμε το «μαστίγιο» πρέπει να βρούμε το «καρότο».