Δύο εβδομάδες απομένουν για τις εκλογές της 21ης Μαΐου και οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα τρία μεγάλα κόμματα έχουν κορυφωθεί.
Η Νέα Δημοκρατία προβάλλει μια πρόταση σταθερότητας και συνέχειας, ο Σύριζα μιλάει για αλλαγή και δικαιοσύνη, ενώ το ΠΑΣΟΚ ζητά σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση. Η παροχολογία, κοστολογημένη ή μη, βρίσκεται στο φόρτε της, τα κόμματα παρουσίασαν τα εκλογικά τους προγράμματα, ενώ την Τετάρτη οι πολιτικοί αρχηγοί θα συμμετάσχουν σε ένα ντιμπέιτ μεμονωμένων μονολόγων και παρουσίασης των θέσεών τους.
Αυτό όμως που λείπει από τη δημόσια συζήτηση και τον προεκλογικό διάλογο είναι ένα στρατηγικό σχέδιο για τη χώρα πέρα από την επόμενη τετραετία. Είναι αναμενόμενο τα κόμματα να δίνουν αυτή τη στιγμή όλο το βάρος του αφηγήματός τους στους άμεσους στόχους της επόμενης διακυβέρνησης, όμως η χώρα χρειάζεται μια σοβαρή και ψύχραιμη συζήτηση για τη διαμόρφωση ενός εθνικού σχεδίου με συγκεκριμένους στόχους με ορίζοντα το 2050 και όχι μόνο την επόμενη τετραετία. Είναι προφανές βέβαια ότι με το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης που έχει επικρατήσει και την τοξικότητα που επιβάλλει στο δημόσιο διάλογο ο Σύριζα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει ένας νηφάλιος δημόσιος διάλογος για το που και πως θα πρέπει να κινηθεί σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα η χώρα.
Ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους για τον συνολικό εκσυγχρονισμό του κράτους και των δημοσίων υπηρεσιών, την αξιολόγηση και τη λογοδοσία των δημοσίων υπηρεσιών, την ανάπτυξη της οικονομίας, το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, το επίπεδο των σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, τη μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια με όρους μεγιστοποιημένης εθνικής αυτάρκειας και αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας, τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης, το ψηφιακό άλμα με προσβασιμότητα για όλους τους πολίτες, την ενίσχυση και κυρίως τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων και την αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας.
Είναι αυτονόητο ότι το μείζον ζητούμενο στις εκλογές της 21ης Μαΐου και πολύ περισσότερο στις επόμενες που μάλλον αναγκαστικά θα ακολουθήσουν είναι η συγκρότηση μιας σταθερής κυβέρνησης με καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ώστε η χώρα να αποφύγει τον άμεσο κίνδυνο ακυβερνησίας που έχει προκαλέσει ο εκλογικός νόμος της απλής αναλογικής. Αποτελεί ήδη πρόβλημα ότι η χώρα πιθανότητα θα έχει υπηρεσιακή κυβέρνηση όταν στην Τουρκία θα έχει εκλεγεί ο νέος Πρόεδρος, ενώ η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί μάλλον από τον υπηρεσιακό Πρωθυπουργό στο πολύ σημαντικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 29-30 Ιουνίου.
Παράλληλα όμως με μια επιτυχή ολοκλήρωση αυτής της εκλογικής περιπέτειας η χώρα πρέπει όσο το δυνατόν συντομότερο να αποκτήσει ένα εθνικό σχέδιο που θα την ξεκολλήσει από τις τελευταίες θέσεις στην κατάταξη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ και μετά από πολύχρονες πολιτικές και οικονομικές περιπέτειες να επιτύχει μια σημαντική βελτίωση του επιπέδου ζωής και ευημερίας, που θα είναι ορατό και χειροπιαστό για τον κάθε πολίτη. Οι εκλογές μπορεί να μην είναι η πλέον κατάλληλη στιγμή αλλά είναι μια εξαιρετική αφορμή τουλάχιστον για να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο, το οποίο θα συνομολογηθεί τουλάχιστον από τις πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την συμμετοχή της χώρας στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της δυτικής συμμαχίας, αλλά και από τους κοινωνικούς εταίρους και την κοινωνία των πολιτών.
Η παρατεταμένη εκλογική διαδικασία που θα μας οδηγήσει μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του καλοκαιριού μπορεί να αποτελέσει και ευκαιρία για να σκεφτούμε το πως πρέπει να πορευθεί η χώρα και πέρα από το 2027. Είναι η ώρα να σταματήσουμε να μαλώνουμε για το παρελθόν και να συζητήσουμε σοβαρά για το μέλλον της Ελλάδας.