Ας ξεκινήσουμε με μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Τον Σεπτέμβριο του 1989 η Βουλή (πλειοψηφία ΝΔ και Συνασπισμού της Αριστεράς) παραπέμπει τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος έχασε τις εκλογές μετά από οκταετή διακυβέρνηση, στο Ειδικό Δικαστήριο. Ο μεγάλος αντίπαλός του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος είχε εκλεγεί αρχηγός της ΝΔ ως αντι- Ανδρέας, φαίνεται ότι παίρνει την ρεβάνς.
Πρόσκαιρα. Μετά από δύο χρόνια (Γενάρης του 1992), το δικαστήριο αθωώνει τον παραπεμφθέντα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη καταρρέει και τον Οκτώβριο του 1993 ο Ανδρέας επανέρχεται, νικητής και τροπαιούχος, στην εξουσία. Η νέα πλειοψηφία παραπέμπει τον Μητσοτάκη στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά ο Ανδρέας ζητάει-και επιβάλλει- την αναστολή των διώξεων από τη Βουλή. Μια δυσώδης περίοδος της μεταπολιτευτικής ζωής κλείνει.
Εχουν κάποια σημασία αυτά για το σήμερα; Δεν είμαι βέβαιος. Θα φανεί στην πορεία. Η νέα κυβέρνηση, πάντως, φαίνεται ότι βρίσκεται μπροστά σε ένα αντίστοιχο δίλημμα, με αφορμή την υπόθεση n Novartis. Να συγκροτήσει Προανακριτική Επιτροπή, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε παραπομπή του Αλέξη Τσίπρα στο Ειδικό Δικαστήριο; Ή απλώς να περιοριστεί σε μια Εξεταστική Επιτροπή, η οποία θα ερευνήσει και, επειδή δεν θα βρει τίποτα, θα κλείσει την υπόθεση;
Μια φράση του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά την πρόσφατη συνέντευξή του στην ΔΕΘ («δεν έχω πρόθεση να μετατρέψω τη Βουλή σε βιομηχανία Εξεταστικών Επιτροπών») ερμηνεύθηκε ποικιλοτρόπως. Βεβαίως, απαντούσε σε ερώτηση αν θα διερευνηθεί το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ(2015) και όχι για την Novartis, για την οποία οι πιέσεις είναι πολλαπλές.
Επί της ουσίας, η πίεση προέρχεται από τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και όσους (ελάχιστους υπουργούς ή βουλευτές) κινούνται στο «κλίμα» του. Ο κ. Σαμαράς έχει υποσχεθεί ότι «θα πάει μέχρι τέλους» τον κ. Τσίπρα, τον κ. Παπαγγελόπουλο (γνωστό πλέον ως «Ρασπούτιν») και όποιους άλλους (θεωρεί ότι) συνωμότησαν για να τον εμπλέξουν στο σκάνδαλο Novartis. O κ. Μητσοτάκης μπορεί να αφήσει την «πρωτοβουλία» στη Βουλή(χρειάζεται 30 ή 60 βουλευτές να προτείνουν Προανακριτική ή Εξεταστική Επιτροπή). Αλλά, στο τέλος, η πολιτική ευθύνη για την όποια συνέχεια είναι δική του.
Οπότε ανακύπτει το θεμελιώδες ερώτημα. Εχει κάποιο λόγο ο νέος πρωθυπουργός να κινηθεί κατά των πολιτικών αντιπάλων του, επαναφέροντας την πολιτική ζωή σε καταστάσεις που είχαν ξεχαστεί; Για πολλούς λόγους, η απάντηση είναι αρνητική: όχι, δεν έχει.
Πρώτον, διότι το παρελθόν δείχνει ότι όσοι το επιχείρησαν απέτυχαν. Τους γύρισε μπούμερανγκ.
Δεύτερον, διότι ο Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν κατηγορούνται για εμπλοκή σε κάποιο οικονομικό σκάνδαλο, για κλοπή και κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Η κατηγορία ότι (μπορεί να) συνωμότησαν για να πλήξουν πολιτικούς αντιπάλους τους(«κατάχρηση εξουσίας») εμπεριέχει αυτομάτως το υποκειμενικό στοιχείο της πολιτικής δίωξης. Τα περί… «εσχάτης προδοσίας», που είχε ανακαλύψει ο Ευ. Βενιζέλος σε μια έκρηξη αμετροέπειας, δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Είναι αμφίβολο αν θα τα υποστηρίξει ξανά ο ίδιος.
Τρίτον, διότι η Μητσοτάκης δεν έχει κανένα λόγο να επιδιώκει να πάρει κάποια ρεβάνς από τον Τσίπρα. Δεν έχει υποστεί κάποια ήττα από τον πολιτικό αντίπαλό του. Το αντίθετο, τον νίκησε στην πρώτη αναμέτρηση. Ρεβάνς (μπορεί να) θέλει να πάρει ο Σαμαράς, αφού αυτόν κατανίκησε ο Τσίπρας το 2015 και τον οδήγησε (σχεδόν) εκτός της ενεργού πολιτικής ζωής. Αλλά αυτό αφορά εκείνον. Ο νυν πρωθυπουργός(πρέπει να) έχει άλλες προτεραιότητες.
Τέταρτον, διότι αυτές, οι άλλες, προτεραιότητες, με βάση τις δικές του εξαγγελίες, δεν εξυπηρετούνται από την όξυνση και την μετωπική σύγκρουση. Εκτός αν επικρατήσουν ύστερες σκέψεις και, για να αντιμετωπιστούν τα δύσκολα που θα έρθουν, επιλέξει να αποδυναμώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, μέσω της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Εν κατακλείδι, ο νεότερος Μητσοτάκης δεν έχει κανένα λόγο να κάνει ό,τι ο πατέρας του πριν από 30 χρόνια. Διότι τότε ο ρεβανσισμός ήταν κυρίαρχη επιδίωξη στην πολιτική ζωή. Σήμερα(ελπίζουμε ότι) δεν είναι.
Σε αντίθετη περίπτωση, πριν το επιχειρήσει, καλό είναι να έχει κατά νου αυτό που λέει μια παροιμία με διαχρονική ισχύ: «Όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού πέφτει ο ίδιος μέσα».