«Θα επιδιώξουμε μέχρι το τέλος ο προϋπολογισμός να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό που έχουμε ανακοινώσει, το 1.1%. Αυτό είναι το διαβατήριο για τις αγορές, τις επενδύσεις», ανέφερε σήμερα το πρωί σε συνέντευξή του υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
«Εκείνο το οποίο μας βοηθάει και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι ότι υπάρχει υπεραπόδοση και της ίδιας της οικονομίας. Παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες, επειδή έχουμε ένα σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής αυτό αντανακλάται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Στο τέλος της χρονιάς θα δούμε τον έκτακτο δημοσιονομικό χώρο», πρόσθεσε μιλώντας στον ΣΚΑΪ.
«Δεν έχουμε τη δυνατότητα για αναδρομικά»
Για την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δήλωσε: «Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να περιφρονεί τη δικαιοσύνη. Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε μία κυβερνώσα δικαιοσύνη. Δεν είναι δυνατόν, απλώς και μόνο ερμηνεύοντας κάποια άρθρα του Συντάγματος να καταλήγουμε ότι πρέπει να έρθει το υπ. Οικονομικών και να δίνει λεφτά, ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εδώ, τα λεφτά αφορούν μία συγκεκριμένη ομάδα, η οποία τυχαίνει να αποφασίζει και για τον εαυτό της», σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση δεν έχει τη δυνατότητα για αναδρομικά.
«Δεν θα αμφισβητήσω τις πρόνοιες του Συντάγματος για τους δικαστικούς. Εμείς λαμβάνουμε υπόψιν μας την απόφαση αυτή, αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας και την ανάγκη να μην εκτροχιαστεί ο προϋπολογισμός, να μην εκτροχιαστεί η οικονομία. Διότι, αν αρχίσουμε πάλι να έχουμε υπερβολικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό και ελλείμματα για τις συντάξεις, ο λογαριασμός αυτός θα πάει στους Έλληνες πολίτες. Σε λίγες ημέρες θα έρθει στη Βουλή μία ρύθμιση, η οποία θα λαμβάνει υπόψιν την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αλλά ακόμα περισσότερο θα λαμβάνει υπόψιν την ανάγκη για δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας», πρόσθεσε.
Ο Χατζηδάκης βάζει «φρένο» με νομοθετική ρύθμιση
Ας σημειωθεί ότι το βράδυ της Παρασκευής ο Κωστής Χατζηδάκης «σήκωσε το γάντι» και προανήγγειλε -εμμέσως πλην σαφώς- ότι άμεσα θα αναλάβει να φέρει νομοθετική ρύθμιση, στο όνομα της «προστασίας του ασφαλιστικού συστήματος από νέα ελλείμματα». Μια τέτοια παρέμβαση αναμένεται να βάζει «φρένο» σε αποφάσεις των δικαστηρίων στο βαθμό που αυτές διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν ή απειλούν τη δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας. Γιατί αλλιώς, για να μπορούν να δοθούν τέτοιες αυξήσεις, σε δικαστικούς, χωρίς να ανατραπεί ο Προϋπολογισμός, που μόλις την περασμένη Δευτέρα κατατέθηκε, η κυβέρνηση θα έπρεπε να εξοικονομήσει από αλλού τα χρήματα. Και μια λύση που κανείς δεν θα ευχόταν, θα ήταν να κοπούν οι αυξήσεις 3,1%» που ανακοινώθηκαν για τις συντάξεις ή από άλλα κοινωνικά επιδόματα.
Δικαστικοί κατά κυβέρνησης ζητούν υπέρογκες αυξήσεις
Το βράδυ της Παρασκευής, σε επίσημη ανακοίνωση της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο (και όχι π.χ. η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ως συνδικαλιστικό τους όργανο), με ανακοίνωσή του, προειδοποιούσε τον ΕΦΚΑ και το υπουργείο Εργασίας (αλλά και το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών που είναι υπεύθυνο για να βρεθούν τα λεφτά) ότι πρέπει να δώσουν χωρίς αντιρρήσεις αυξήσεις σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς (ύψους έως και 90% ή περί τα 20.000 – 35.000 ευρώ το χρόνο), και όχι μόνο στους τρεις που προσέφυγαν, δηλαδή
στον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο, τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ρωμύλο Κεδίκογλου και τον πρώην πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Νικόλαο Αγγελάρα.
Στην επίσημη ανακοίνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ξεκαθαρίζεται πως η απόφαση της Ολομέλειας για την επαναφορά των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, στα επίπεδα πριν από το 2012, είναι πιλοτική -δεν αφορά, δηλαδή, μόνο τους τρεις προσφεύγοντες πρώην ανώτατους δικαστές.
«Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων» τονίζει συγκεκριμένα το Ελεγκτικό Συνέδριο στη σχετική ανακοίνωση, «αδειάζοντας», στην ουσία, την κυβέρνηση, η οποία δια του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, δήλωνε λίγες ώρες νωρίτερα ότι η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά μόνο τρεις δικαστικούς.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Ελεγκτικού Συνεδρίου
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 1330, 1331, 1332/2023
Με τρείς πιλοτικές της αποφάσεις (1330/2023, 1331/2023 και 1332/2023), η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου επέλυσε ζητήματα που εγέρθηκαν σχετικά με την εκτέλεση των
255/2021 και 2/2022 αποφάσεων του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου (Μισθοδικείου).
Το ειδικό αυτό Δικαστήριο1 έκρινε στις εν λόγω αποφάσεις του ότι η υπαγωγή για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών στη νομοθεσία περί ΕΦΚΑ είναι
αντισυνταγματική λόγω του υπερβολικά χαμηλού ποσοστού αναπλήρωσης που προκύπτει και ότι, μετά τη θέση εκποδών ως αντισυνταγματικής της εν λόγω νομοθεσίας, εφαρμόζεται
για τον υπολογισμό των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών η προϊσχύσασα νομοθεσία2.
Υπενθυμίζεται ότι με τις πιλοτικές δίκες ως οι ανωτέρω επιλύονται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχουν συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων και όχι διαφορές που αφορούν ειδικώς τον συγκεκριμένο διάδικο, το δικόγραφο του οποίου, φέροντας τα εν λόγω χαρακτηριστικά, έδωσε απλώς λαβή για την επίλυση των εν λόγω ζητημάτων.
Ασκώντας την παρακολουθηματικού χαρακτήρα έναντι του ειδικού κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστηρίου δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε τα εξής στο
πλαίσιο των ήδη επιλυθέντων από το ειδικό αυτό Δικαστήριο ζητημάτων:
Η εκ του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος υποχρέωση για παροχή πλήρους δικαστικής προστασίας από την προσβολή των συνταξιοδοτικής φύσης δικαιωμάτων των δικαστικών
λειτουργών και η εντεύθεν διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος του οποίου η προσβολή διαγνώστηκε με απόφαση του ειδικού Δικαστηρίου, επιβάλλει όπως η συνταξιοδοτική Διοίκηση, μετά τη δικαστική διάγνωση της αντισυνταγματικότητας μειώσεων σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού, προβεί, εφ' όσον τούτο ζητηθεί και ανεξαρτήτως αν η απόφαση του εν λόγω Δικαστηρίου αφορούσε στον ίδιο τον αιτούντα, σε νέο, σύμφωνο με το Σύνταγμα, υπολογισμό της σύνταξης, εκδίδοντας νέα εκτελεστή διοικητική πράξη· τυχόν δε άρνηση να ενεργήσει σχετικώς αποτελεί απορριπτική εκτελεστή διοικητική πράξη που προσβάλλεται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Σε υποθέσεις συνταξιούχων δικαστικών λειτουργών, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται κατά το Σύνταγμα να σέβεται τις επί νομικών ζητημάτων κρίσεις του ειδικού Δικαστηρίου,
που έχει τη σχετική πρωτογενή εκ του Συντάγματος δικαιοδοσία. Μη νόμιμη και ακυρωτέα η σιωπηρή άρνηση της συνταξιοδοτικής Διοίκησης για επανακανονισμό της σύνταξης
δικαστικού λειτουργού, αφού αυτή όφειλε να υπολογίσει τη σύνταξή του μη εφαρμόζοντας τις κριθείσες αρμοδίως ως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά τις προϊσχύσασες αυτών.
Εφαρμοστέες για τον κανονισμό της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών εκκαλούντος είναι οι προϊσχύσασες του ν. 4387/2016 διατάξεις, ενώ το καταβλητέο ποσό της σύνταξής τους υπόκειται μόνο στις περικοπές και τις κρατήσεις που δεν αντίκεινται σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, σύμφωνα με όσα έχουν κριθεί από το εν λόγω ειδικό Δικαστήριο και το
Ελεγκτικό Συνέδριο.
Το ζήτημα της συμπερίληψης στις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξιμων αποδοχών, του ποσού της
αποζημίωσης λόγω της συμμετοχής δικαστικών λειτουργών στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ανήκει, ως εκ της φύσης του ζητήματος και ενόψει του ότι δεν έχει αυτό επιλυθεί με
προηγούμενη απόφασή του, στην αρμοδιότητα του κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ειδικού Δικαστηρίου.
1 Το ειδικό κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Δικαστήριο, όταν δικάζει μεταξύ άλλων διαφορές από συντάξεις δικαστικών λειτουργών, συγκροτείται κατά πλειοψηφία από μη δικαστικούς λειτουργούς.
2 Σε προηγούμενη απόφασή του (1/2018) το ως άνω Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η αναπλήρωση σε ποσοστό ίσο ή κατώτερο του 60% σε σύνταξη δικαστικού λειτουργού είναι επίσης αντίθετη στο Σύνταγμα.