Η περιπέτεια της πανδημίας - μια περιπέτεια που δεν έχει τελειώσει ακόμα - έχει κλονίσει τα παλιά δόγματα και τις απόλυτες αλήθειες της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, αναφέρει σε άρθρο του ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ και βουλευτής Μεσσηνίας, Αλέξης Χαρίτσης.
Διεξάγεται αυτή τη στιγμή μια παγκόσμια συζήτηση και μια ανάλογη πολιτική διαμάχη για την «επόμενη μέρα», όπου διαφαίνεται η ορμητική επανεμφάνιση των πολιτικών του δημόσιου σχεδιασμού, της κοινωνικής οργάνωσης, της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Το Ταμείο Ανάκαμψης είναι προϊόν αυτής της ιστορικής μεταβολής, ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ευρώπης να αλλάξει επιτέλους ρότα και να αντιμετωπίσει την κρίση όχι με πολιτικές σκληρής λιτότητας όπως έκανε στο παρελθόν, αλλά με ένα πρόγραμμα αμοιβαιοποίησης των βαρών και δημοσιονομικής επέκτασης.
Δυστυχώς, γιατί πρόκειται για πραγματικό δυστύχημα για τη χώρα, την κυβέρνηση της ΝΔ δεν την απασχολούν αυτές οι τεκτονικές μετατοπίσεις. Αντί να συγχρονιστεί με την παγκόσμια συζήτηση γύρω από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, επιμένει σε απαρχαιωμένες δοξασίες. Ετοίμασε την πρότασή της για το Ταμείο Ανάκαμψης χωρίς να συζητήσει με κανέναν στην χώρα: επιστημονικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, πανεπιστήμια και ερευνητική κοινότητα, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνικοί εταίροι, περιβαλλοντικές οργανώσεις έμεινα εκτός μιας προσπάθειας που θα έπρεπε να λάβει εθνικά χαρακτηριστικά. Αλλά και η Ελληνική Βουλή αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση ως «αναγκαίο κακό». Η κυβέρνηση νομοθέτησε για την τόσο σοβαρή αυτή υπόθεση αποκλειστικά και μόνο με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής και κύρωσε τις σχετικές συμβάσεις με την ΕΕ με κοινοβουλευτικές διαδικασίες fast track.
Χαρίτσης για Ταμείο Ανάκαμψης
Όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία. Η κυβέρνηση σχεδίασε εξαρχής την πρόταση της για το Ταμείο Ανάκαμψης ερήμην της κοινωνίας ακριβώς γιατί σχεδιάζει να το υλοποιήσει ερήμην της. Δεν αντιλαμβάνεται την μεγάλη αυτή πρόκληση ως μοχλό κοινωνικής και οικονομικής ανασύνταξης, αλλά ως εργαλείο ενίσχυσης των ισχυρών. Ακόμα χειρότερα, έχει το θλιβερό προνόμιο να είναι η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που συνέδεσε το Ταμείο Ανάκαμψης με αντικοινωνικά προαπαιτούμενα, όπως στα εργασιακά. Χωρίς μάλιστα να έχει ζητηθεί κάτι τέτοιο από την Ευρώπη.
Το περιεχόμενο του κυβερνητικού σχεδίου αποτυπώνει δυστυχώς τα παραπάνω. Σταχυολογώντας κάποιες βασικές ελλείψεις, παρατηρεί κανείς ότι απουσιάζει πλήρως η περιφερειακή κατανομή των πόρων. Δεν γνωρίζουμε τι ποσό έχει προβλεφθεί για κάθε περιφέρεια και με ποια κριτήρια έγινε (αν έχει γίνει) αυτός ο επιμερισμός. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για την στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Η Αναπτυξιακή Τράπεζα μένει αναξιοποίητη και το σύνολο σχεδόν των δανείων περνά μέσα από τις συστημικές τράπεζες στις οποίες σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας έχουν πρόσβαση μόνο 25.000 από τις περίπου 800.000 ελληνικές επιχειρήσεις. Απουσιάζει ένα γενναίο πρόγραμμα για την έρευνα και την καινοτομία, χωρίς το οποίο δεν μπορούμε να μιλάμε για παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας και βελτίωση της παραγωγικής θέσης της χώρας μας στον διεθνή καταμερισμό.
Αντί να προχωρήσει στην πράσινη μετάβαση εφαρμόζοντας ένα αποκεντρωμένο μοντέλο ενεργειακής παραγωγής, όπως με τις ενεργειακές κοινότητες που θεσπίστηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί αποκλειστικά και μόνο συγκεκριμένα έργα μεγάλων ομίλων. Το εξίσου σημαντικό πεδίο της ψηφιοποίησης θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία για τεχνολογική αναβάθμιση του συνόλου του παραγωγικού δυναμικού της χώρας και όχι να οδηγήσει σε άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ μεγάλων ομίλων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως είδαμε ήδη να συμβαίνει μέσα στην πανδημία. Ενώ κρίσιμες υποδομές, στον πρωτογενή τομέα για παράδειγμα, θα έπρεπε να σχεδιαστούν και να υλοποιηθούν με όρους δημόσιου συμφέροντος και πολλαπλασιαστικής παραγωγικής αποτελεσματικότητας. Αντί αυτών, η κυβέρνηση προκρίνει αποσπασματικά ιδιωτικά έργα που εξυπηρετούν άλλες σκοπιμότητες και δεν διασφαλίζουν την ισόρροπη ανάπτυξη της πρωτογενούς παραγωγής στη χώρα μας.
Όλα αυτά, σε πλήρη αντιδιαστολή με ό,τι κάνουν άλλες χώρες. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις περιέλαβαν στα δικά τους σχέδια σημαντικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της συμπεριληπτικής ανάπτυξης. Η Πορτογαλία χρηματοδοτεί ολοκληρωμένα κοινωνικά προγράμματα ενώ προχώρησε και στην ίδρυση νέου αναπτυξιακού φορέα (με τη συνένωση τριών δημόσιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) που θα αναλάβει τη συνολική διαχείριση των κονδυλίων που αναλογούν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η Σλοβενία εφαρμόζει το Ταμείο Στέγασης και ένα εκτεταμένο πρόγραμμα περιβαλλοντικής προστασίας. Η Ισπανία υλοποιεί χρηματοδοτικά εργαλεία για την ανακεφαλαιοποίηση επιχειρήσεων, ταμείο για τις νεοφυείς επιχειρήσεις και έναν νέο μόνιμο μηχανισμός για την σταθερότητα στην απασχόληση. Ενώ το Γαλλικό σχέδιο περιλαμβάνει ένα ισχυρό πρόγραμμα περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης μέσω των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη οραματίζεται ως αναπτυξιακό μοντέλο τη συμπίεση του κόστους εργασίας, τις χαριστικές διατάξεις σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, την προώθηση αποσπασματικών μεγάλων έργων, την δανειοδότηση των ισχυρών της φίλων και τον αποκλεισμό από την χρηματοδότηση όλων των υπόλοιπων. Πρόκειται για την αποτυχημένη συνταγή της εσωτερικής υποτίμησης και της συρρίκνωσης της παραγωγικής βάσης, που οδήγησε την χώρα μας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στον αντίποδα αυτής της λογικής. Για μας ανάπτυξη σημαίνει καταπολέμηση των ανισοτήτων, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, περιβαλλοντικά βιώσιμες και εργασιακά δίκαιες επενδύσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση, η επόμενη προοδευτική κυβέρνηση της χώρας, θα ανακατευθύνει και θα αξιοποιήσει πλήρως αυτά τα κονδύλια όχι για να εξυπηρετήσει τις ορέξεις συγκεκριμένων συμφερόντων, αλλά για να υπηρετήσει την ζωτική απαίτηση της ελληνικής κοινωνίας για δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη, καταλήγει ο Αλέξης Χαρίτσης.