Στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής, που «δείχνει ότι η ακροδεξιά» όπως κι η «πολιτική του μίσους μπορούν να νικηθούν», αναφέρεται ο Guardian.
Στο άρθρο γνώμης της βρετανικής εφημερίδας επισημαίνει ότι η ετυμηγορία στην Αθήνα «έβαλε δικαστική σφραγίδα στην πολιτική ετυμηγορία του ελληνικού λαού», μια «καλοδεχούμενη απόδειξη ότι τέτοιες οργανώσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν και να ηττηθούν».
Μετά από ένα σύντομο ιστορικό της ανόδου της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όταν εκμεταλλεύτηκε την οργή και την απόγνωση που έθρεψαν η επιβληθείσα από την ΕΕ λιτότητα και η αποτυχίες του ελληνικού κράτους, το άρθρο σημειώνει ότι οι πανηγυρισμοί για την καταδίκη της νεοναζιστικής οργάνωσης «επισκιάζονται από το γεγονός ότι ένα τέτοιο κόμμα μπόρεσε να προχωρήσει και να εδραιωθεί, ειδικά σε μια χώρα που υπέφερε τόσο υπό τη ναζιστική κατοχή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από το ότι χρειάστηκαν τόσο πολύ διάστημα οι Αρχές για να δράσουν. Εκατοντάδες μοχθηρές επιθέσεις σε μετανάστες, συνδικαλιστές, ζευγάρια ομοφυλοφίλων -καθώς και φόνοι – έγιναν προτού επιτέλους να προκαλέσει την αντίδραση των Αρχών το μαχαίρωμα του αντιφασίστα ράπερ Παύλου Φύσσα», υπογραμμίζει.
Κι αφού αναφέρεται στην απειλή άλλων ακροδεξιών οργανώσεων στην Ευρώπη, αλλά και στα εγκώμια του Ντόναλντ Τραμπ για θιασώτες της «ανωτερότητας της λευκής φυλής», τους οποίους κάλεσε να είναι “stand by” ενόψει των εκλογών, καταλήγει: «Η ήττα του εξτρεμισμού απαιτεί την αντιμετώπιση τόσο των παραπόνων για την οικονομία που τον τρέφουν, όσο και της ίδιας της ιδεολογίας και της οργάνωσής του. Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής χρειάστηκαν χρόνια ακτιβισμού και στη συνέχεια μαζικές αντιφασιστικές διαδηλώσεις προτού αναλάβει δράση η κυβέρνηση. Η ελπίδα είναι ότι η απόφαση αυτής της εβδομάδας μπορεί να είναι η προαναγγελία θανάτου για το κίνημα στην Ελλάδα και ίσως ο καταλύτης για βελτιώσεις στο εξωτερικό. Αλλά, όπως έχει γράψει κι ο ακτιβιστής DeRay Mckesson: “Η ελπίδα δεν είναι μαγική. Η ελπίδα είναι δουλειά”».