Αν επιβεβαιωθούν τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων, μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ θα είναι δυο σχετικά μικρο-μεσαία κόμματα και θα κινούνται στον ίδιο πολιτικό χώρο.
Παράλληλα, λοιπόν, με τη δεύτερη θητεία Μητσοτάκη, αναμένεται να ξεκινήσει και η μάχη για την ηγεμονία της Κεντροαριστεράς -αν δεν έχει ήδη ξεκινήσει. Ηγεμονία αριθμητική, αλλά και πολιτική. Τσίπρας και Ανδρουλάκης θα ανταγωνίζονται πλέον από τον στίβο της Βουλής. Καθισμένοι δίπλα-δίπλα, θα υπόκεινται στην αναπόφευκτη σύγκριση, προσπαθώντας να προσελκύσουν ένα κοινό με νέες απαιτήσεις. Και οι εξελίξεις στον χώρο θα είναι ενδιαφέρουσες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα παρακολουθήσουμε μια ανούσια κοκορομαχία ή διαγωνισμό λαϊκισμού. Γιατί τότε αποχαιρέτα το κεντροαριστερό αντίβαρο στην πανίσχυρη Κεντροδεξιά που οικοδόμησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Και από τον μεν ΣΥΡΙΖΑ η Κεντροαριστερά δεν έχει πολλά να περιμένει. Η αλλοπρόσαλλη διακυβέρνηση του 2015, η τοξική αντιπολίτευση, η διαρκής συγκρουσιακή ατμόσφαιρα, η οποία υποτίθεται ότι θα γκρέμιζε τη «χούντα Μητσοτάκη», κρίθηκαν αρνητικά από τους πολίτες. Ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνο έχασε τις εκλογές, αλλά οι ψηφοφόροι έδωσαν τριπλή εκλογική επιβράβευση στη ΝΔ: ηγεμονία στα αστικά στρώματα, κυριαρχία στα μεσαία και διεύρυνση στα λαϊκά στρώματα. Όλα μαζί, ταυτοχρόνως.
Με την ψήφο τους οι Έλληνες δήλωσαν πως είναι καιρός να αναδυθεί ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό, κεντροαριστερό κόμμα της μετριοπάθειας, που προτάσσει το εθνικό συμφέρον, όχι μειοψηφικές ατζέντες. Η μισαλλόδοξη Αριστερά, ο αυριανικός αντιμητσοτακισμός και η ψύχωση κατά της «Δεξιάς» αποδοκιμάστηκαν. Η συγκυρία θέλει κόμματα που ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη, την παραγωγή πλούτου και τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αυτό είναι το νέο πολιτικό τερέν και το έδειξε η ιστορική νίκη Μητσοτάκη, αφού ήταν ο μόνος που ανταποκρινόταν στις συγκεκριμένες προσδοκίες. Μετά τη χρεοκοπία της χώρας, τρία άγρια μνημόνια και επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στη μεσαία τάξη, οι Έλληνες περιμένουν δραστική περικοπή των φόρων, ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, κοινωνική στήριξη των μεσαίων νοικοκυριών. Δεν τους συγκινούν τα εμφυλιοπολεμικά συνθήματα και η τεχνητή πόλωση του πολιτικού σκηνικού.
Ο «άγνωστος Χ» στο τοπίο της Κεντροαριστεράς είναι το ΠΑΣΟΚ. Οι μετρήσεις προβλέπουν ότι στις προσεχείς εκλογές θα καταγράψει ένα ποσοστό της τάξης του 9,9-12,9% (MRB, 8/6). Οπότε μιλάμε για ένα μικρό ΠΑΣΟΚ, που έχει μεγάλη απόσταση ως την κατάκτηση των επιδιώξεών του. Όσο κι αν θέλει να κόψει δρόμο, έχει μπροστά του μια υποχρεωτική ανηφόρα. Πρώτα θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς μια «φωτοβολίδα που θα σβήσει», όπως δήλωσε ο κ. Τσίπρας (6/6). Και, επιπλέον, να διευκρινίσει προσεχώς ότι ο κ. Ανδρουλάκης δεν είναι «ένας Τσίπρας με γραβάτα», όπως τον κατηγόρησε ο Κ. Μητσοτάκης.
Δεν είναι ξεκάθαρο τι είδους Κεντροαριστερά επιθυμεί ο Νίκος Ανδρουλάκης. Στην προεκλογική περίοδο όλοι λένε μια κουβέντα παραπάνω και εύκολα γλιστράνε στον λαϊκισμό. Θα κριθεί μετά τις εκλογές. Έχει όμως εμφανώς εντείνει την πολεμική του στον Μητσοτάκη και τη… δεξιά, υιοθετώντας μια φρασεολογία που θυμίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όσα λέγονται από το ΠΑΣΟΚ κατά της... επάρατης δεξιάς ακούγονται κάπως άστοχα, όταν όλοι γνωρίζουν ότι ένα σημαντικό μέρος της σύγχρονης ΝΔ είναι κεντρώοι πολίτες. Αλλά και οι κατηγορίες περί Όρμπαν, ή για «δημοσιονομικά εγκλήματα», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ακούγονται σαν κούφια λόγια. Και δεν είναι σοβαρό να αποκαλείς, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, «επικίνδυνη την παντοδυναμία Μητσοτάκη», την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έχει δώσει κυβερνήσεις στην Ελλάδα με μεγαλύτερα ποσοστά.
Το πλέον απρόσμενο από το κόμμα του Νίκου Ανδρουλάκη, σε αυτή την προεκλογική περίοδο, ήταν να διαγκωνίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αύξηση φόρων. Τα στελέχη του, με τη φόρα των πρωτάρηδων, άρχισαν να δογματίζουν στα κανάλια για τους φόρους που σκοπεύουν να αυξήσουν (μερίσματα, γονικές παροχές). Το μήνυμα «ΠΑΣΟΚ ο φτωχός λαός, Μητσοτάκης οι ελίτ» είναι δύσκολα πιστευτό. Πώς γίνεται το ΠΑΣΟΚ να θεωρεί ότι μετά από μια 10ετή κρίση και μια πανδημία, οι Έλληνες θα επιλέξουν κόμμα που εστιάζει σε αυξήσεις φόρων και όχι σε επενδύσεις και ανάπτυξη; Ειδικά όταν υπάρχει απέναντι η ΝΔ που μείωσε φόρους, αύξησε τους μισθούς και έχει κοστολογημένο πρόγραμμα με τη βούλα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής;
Είναι λογικό ο κ. Ανδρουλάκης να έχει την έξαψη της επιτυχίας και να βιάζεται να αποδείξει την αξία του. Θα ήταν πιο συνετό, ωστόσο, να συνειδητοποιήσει ότι την άνοδο που βλέπει τώρα μπροστά του την οφείλει στους αντιπάλους του. Την οφείλει κυρίως στην παταγώδη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να εμπεδωθεί ως αξιόπιστη αντιπολίτευση. Ούτε είναι λογικό να υποβαθμίζεται η ιστορική νίκη της ΝΔ ως «χορηγία Τσίπρα». Η άρνηση της πραγματικότητας δεν εξαλείφει την πραγματικότητα: η νίκη της ΝΔ είναι κατόρθωμα του Κ. Μητσοτάκη, με το έργο που επιτέλεσε και τη μετριοπαθή ατζέντα που επέβαλε. Όταν κατανοείς ένα φαινόμενο, τόσο πιο γρήγορα βρίσκεις και το αντίδοτο.
Προεκλογικά το ΠΑΣΟΚ δείχνει σαν να έχει εγκαταλείψει τη διεκδίκηση του λεγόμενου μεσαίου χώρου, στον οποίο κυριαρχεί ο Κ. Μητσοτάκης. Παλεύει, λοιπόν, να αντλήσει ψήφους από τις διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζοντας το ΠΑΣΟΚ ως τον «πραγματικό και γνήσιο αντίπαλο της δεξιάς», ως τον εκφραστή των λαϊκών στρωμάτων και των μη προνομιούχων Ελλήνων. Αν η τακτική αποδώσει εκλογικά, όλα μια χαρά. Και θα δούμε στη συνέχεια ποια υλικά θα πεταχτούν και ποια θα αξιοποιηθούν στη συνταγή της νέας Κεντροαριστεράς. Αλλά αν ο τυφλός αντιμητσοτακισμός και η ψύχωση κατά της Δεξιάς πάρουν οριστικά το πάνω χέρι, ως μνήμες της «χρυσής εποχής», τότε πάλι η Κεντροαριστερά θα την πληρώσει. Οι ιδεολογικές αγκυλώσεις και υπερβολές υποχωρούν σιγά σιγά στη συνείδηση των πολιτών και η χώρα συνειδητοποιεί ότι δεν χρειάζεται άλλον έναν μικρό ΣΥΡΙΖΑ.