Μπορεί να μοιάζει κυνική η προσπάθεια εξαγωγής πολιτικών συμπερασμάτων εν μέσω μιας τόσο μεγάλης φυσικής και ανθρώπινης καταστροφής, αλλά πολλές φορές είναι αναγκαία.
Ας το επιχειρήσουμε κυριολεκτικά εν θερμώ, αφού η τραγωδία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Πρώτα, τα καλά νέα για το Μέγαρο Μαξίμου. Ποτέ μια κυβέρνηση δεν έπεσε, δεν «κάηκε» δηλαδή, για να είμαστε στο κλίμα από τις φωτιές. Αμέσως μετά τα κακά νέα. Όλες οι αντίστοιχες καταστροφές αναδεικνύουν προβλήματα, αποκαλύπτουν ελαττώματα, επιφέρουν πλήγματα και προκαλούν επικίνδυνα εγκαύματα. Και ως γνωστόν, στην ιατρική λίγα προβλήματα είναι χειρότερα από τα πολλαπλά εγκαύματα.
Ας ρίξουμε μια τηλεγραφική ματιά σε πρόσφατα παραδείγματα, για τον τρόπο που οι φυσικές καταστροφές επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις.
Η κυβέρνηση του Γ. Ράλλη λίγο μετά τις πανελλαδικές φωτιές του 1980 (με την ανέκδοτη θεωρία των «κουκουναριών») συναντήθηκε με την εκλογική συντριβή στις κάλπες του 1981. Τριάντα επτά χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2018, το Μάτι άνοιξε τον δρόμο για το «Βατερλώ» του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του Ιουλίου 2019.
Τι συνέβη και στις δύο περιπτώσεις; Δύο κυβερνήσεις ήδη αδύναμες και πολυτραυματισμένες, δέχτηκαν απλώς τη χαριστική βολή από τις φυσικές καταστροφές. Και μοιραία κατέρρευσαν στις εκλογές. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κύριος αντίπαλος, το ΠΑΣΟΚ του 1981 και η ΝΔ του 2019, είχαν κυριαρχήσει στο πολιτικό πεδίο και ανέμεναν να τελειώσει η αντίστροφη μέτρηση στις κάλπες. Οι κυβερνήσεις δηλαδή ήταν ήδη «καμένες» πολιτικά και εκλογικά πριν τις τσουρουφλίσει η φωτιά.
Για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας ότι οι κυβερνήσεις δεν πέφτουν από τις φωτιές, ή από αντίστοιχες φυσικές καταστροφές, είναι χρήσιμα δύο ακόμη παραδείγματα.
Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή αντιμετώπισε την «τέλεια καταιγίδα», το 2007, με δεκάδες νεκρούς από τις φωτιές της Πελοποννήσου. Όχι λίγο πριν από τις εκλογές, αλλά στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου. Λίγες μέρες μετά, κέρδισε με άνεση τις εκλογές. Η εξήγηση είναι απλή: Ο Κώστας Καραμανλής δεν είχε ρευστοποιήσει το πολιτικό του κεφάλαιο και το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου δεν είχε καταφέρει να πείσει ότι αποτελεί αξιόπιστο διαχειριστή της εξουσίας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα. Ο καταστροφικός σεισμός της Αθήνας το 1999 και οι δεκάδες νεκροί δεν εμπόδισαν τον Κώστα Σημίτη να κερδίσει τις εκλογές του 2000.
Για να πάμε στην αντίθετη πλευρά του Αιγαίου, οι σεισμοί στην Τουρκία, την ίδια χρονική περίοδο, αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την ανατροπή του μετακεμαλικού κατεστημένου και έσπρωξαν με φόρα τον Ερντογάν στην εξουσία. Απλώς, το μετακεμαλικό κατεστημένο είχε ήδη ηθικά και πολιτικά απολέσει την εξουσία και η άθλια διαχείριση των σεισμών το έριξε στον γκρεμό.
Δυστυχώς για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, τα καλά νέα κάπου εδώ τελειώνουν. Και αρχίζουν τα κακά και τα ακόμη χειρότερα.
Στα πρώτα, ξεχωρίζουν προβλήματα και παθογένειες της κυβέρνησης, που αναδείχθηκαν πλέον στο προσκήνιο. Αστοχίες υπουργών. Αξιωματούχοι σε κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες, βγαλμένοι από το παρελθόν. Δηλαδή, ευθυνόφοβοι και ανεπαρκείς. Κυβερνητικά στελέχη υπερτιμημένα. «Επιτελικοί» και συντονιστές που φάνηκε να μην αντέχουν σε συνθήκες πραγματικής κρίσης.
Υπάρχουν όμως και τα χειρότερα. Ενα κυβερνητικό αφήγημα που στηρίζεται στο δόγμα τού ότι «όλα πάνε καλά», ότι η κυβέρνηση βαδίζει σε μια λεωφόρο από συνεχή success stories, φαίνεται ότι εξάντλησε τα όρια και τη δυναμική της. Ήδη σε μεγάλες κατηγορίες πολιτών, ακόμη και σε πολλούς που ακόμη πιστεύουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ακούγονται φωνές και ψίθυροι για «φαινόμενα αλαζονείας». Για κυβερνητικά στελέχη που παίρνουν πλέον μεγάλες αποστάσεις από την πραγματικότητα. Για υπερβολική χρήση της επικοινωνίας, σε βάρος της άσκησης πολιτικής και της υλοποίησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Το μέλλον θα δείξει αν τα κακά νέα αποτελέσουν σημείο καμπής για βελτίωση και αναδιάταξη της κυβέρνησης. Ή θα κρυφτούν κάτω από το χαλί, μέχρι την επόμενη κρίση…