Στο διάγγελμα που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας, το βράδυ της Πέμπτης, δήλωσε ότι «αν ο Μητσοτάκης δεν μπορεί, ή αν δεν θέλει, τότε ας αφήσει τη χώρα σε μας που θέλουμε και μπορούμε».
Ακούστηκε αυτό κάπως περίεργα, ομολογουμένως, σαν τα 15χρονα σε αυλή σχολείου: «άμα σου βαστάει ρε, έλα έξω»! Είναι παράδοξο να ζητάς οικειοθελή αποχώρηση εκλεγμένου πρωθυπουργού από την κυβέρνηση και όχι πρόωρες εκλογές.
Αν είχε προσθέσει «θα ήταν τρελό να ζητήσω εκλογές όσο χάνω με 10-12 μονάδες στις δημοσκοπήσεις και 16-20 στην προσωπική σύγκριση», θα ήταν πιο αληθοφανές... Αλλά τι να πει στον πρωθυπουργό, «κάνε εκλογές αύριο»; Δύσκολο να ομολογήσεις ότι είσαι χαμένος.
Προφανώς, το αίτημα των εκλογών διατυπώνεται όταν υπάρχει πιθανότητα να γίνει πιστευτό στην κοινή γνώμη. Όταν, δηλαδή, ένα κόμμα βλέπει άνοδο στα ποσοστά του, ενίσχυση στην παράσταση νίκης, διαθέτει μια πειστική σκιώδη κυβέρνηση και βγαίνει μπροστά να βροντοφωνάξει πως «οι άλλοι δεν μπορούν».
Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Είναι επομένως δικαιολογημένη η φοβία του ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει πειστικό αίτημα πρόωρων εκλογών, αφού σε όλες τις δημοσκοπήσεις των δυόμισι τελευταίων ετών υπολείπεται με διψήφια ποσοστά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Δύσκολο να πείσεις με τέτοιες διαφορές ότι «οι άλλοι» τελείωσαν.
Συνήθως, στο μέσον μιας κυβερνητικής θητείας και όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών, την αγωνία την έχει αυτός που κυβερνά και (μοιραία) φθείρεται, επειδή με τις αποφάσεις που παίρνει πληρώνει πολιτικό κόστος και δυσαρεστεί. Το παράδοξο στην τωρινή συγκυρία είναι ότι την αγωνία την έχει ο άλλος: ο κ. Τσίπρας, ο οποίος βλέπει να περνούν τα χρόνια, οι κρίσεις να έρχονται και να παρέρχονται και το κόμμα του να παραμένει καθηλωμένο σε ποσοστά κάτω από την εκλογική του επίδοση, του 2019.
Το πολιτικό αυτό κλίμα ήρθαν να επαληθεύσουν τα αποτελέσματα έρευνας του φιλοσυριζαϊκού «Ινστιτούτου Πουλαντζάς», που έγινε για την περίοδο «Αύγουστος-Οκτώβριος 2021»: ακόμη και με την πολύ φιλική ματιά τού Ινστιτούτου, η διαφορά υπέρ του κυβερνώντος κόμματος καταγράφηκε σε διψήφια ποσοστά, ενώ η όποια υπαρκτή δημοσκοπική φθορά της ΝΔ δεν μετατρέπεται σε ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Επομένως, όχι μόνο δεν μπορεί να μιλήσει κάποιος για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού, αλλά ούτε καν για πιθανότητα μιας εκλογικής μάχης κάποιων αξιώσεων.
Πώς αναλύει ο ΣΥΡΙΖΑ την καθήλωσή του; Πώς την ερμηνεύει; Ποιες κινήσεις μεθοδεύει ώσπου να φτάσει κάποια στιγμή, πειστικά, στο αίτημα για πρόωρες εκλογές; Γιατί δεν μπορεί να φταίνε μόνον οι τηλεοράσεις, τα σάιτ, οι εφημερίδες, οι ολιγάρχες και η λίστα Πέτσα. Η απόρριψη δείχνει να παρατείνεται όσο ο κ. Τσίπρας δεν κάνει αξιοσημείωτες διορθώσεις στη ρητορική του και δεν έχει ακόμη ανακαλύψει ένα νέο πολιτικό αφήγημα. Δείχνει καθηλωμένος με τον Πολάκη, τους Ρουβίκωνες, την Ολλανδή με το κόκκινο καπέλο, τον Κουφοντίνα, τα επιδόματα. Όχι σε επενδύσεις, όχι στο Ταμείο Ανάπτυξης, όχι στο άνοιγμα της Ελλάδας σε τολμηρή διπλωματία, όχι σε μεταρρυθμίσεις, όχι σε όλα. Στην πολιτική ατζέντα και στον δημόσιο διάλογο επιμένει να βάζει μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Τελευταίο παράδειγμα, το «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», που ακούστηκε στην πορεία του Πολυτεχνείου. Επιμένει να θυμίζει όσα θέλουμε να προσπεράσουμε σαν χώρα και κυρίως να ξεχάσουμε από την τετραετία 2015-2019.
Φτωχή είναι και η αντιπαράθεση σε επίπεδο ιδεολογικής μάχης με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας: οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι ακροδεξιοί, η αποτυχία του επιτελικού κράτους, οι «εγκληματικές ευθύνες»... Το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων παρουσιάζει κενά, είναι εμφανής η αδυναμία πειστικής αντιπρότασης στην κυριαρχία Μητσοτάκη.
Aυτό που η αντιπολίτευση αδυνατεί να καταλάβει είναι ότι ύστερα από μια δεκαετία κρίσης στην Ελλάδα, το μείζον σήμερα είναι το πολιτικό αφήγημα απέναντι στις καινούριες προκλήσεις -το περιβάλλον, η οικονομική ανάκαμψη, η εργασία στον 21ο αιώνα, η έξυπνη κοινωνική προστασία, η πράσινη ανάπτυξη, η ψηφιακή επανάσταση, μεταξύ άλλων. Όσο καθυστερεί η νέα κεντροαριστερή συνταγή, τόσο θα διαιωνίζεται η κυριαρχία των «άλλων».
Δεν είναι, βέβαια, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ αδύναμος να εφεύρει νέα ιδεολογικά εργαλεία και πολιτική πρόταση.
Σε μια αξιοσημείωτη ανάλυση που δημοσίευσε, πρόσφατα, στη «Le Monde», ο Τιερί Πες, διευθυντής της ανεξάρτητης φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης Terra Nova, η Αριστερά στη Γαλλία (σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές, οικολόγοι) έχει εγκαταλείψει ακόμα και τις λαϊκές τάξεις, διότι δεν μπορεί να τις κατανοήσει στα σημερινά δεδομένα.
Η Αριστερά, έγραφε ο Πες, αδυνατεί να ανανεώσει τη βάση της, γιατί έχει μια διαρκή ανικανότητα να κατανοήσει τις μεταμορφώσεις και τις διαιρέσεις ενός λαϊκού κόσμου, που είναι πολύ πιο ετερόκλητος σε σχέση με το παρελθόν. Εγκατέλειψε τις λαϊκές τάξεις, επειδή δεν είναι πλέον σε θέση ούτε καν να τις αναγνωρίζει.
«Η νοσταλγία δεν αποτελεί πολιτική: δεν αρκεί να δηλώνει κανείς την προσήλωσή του στις λαϊκές τάξεις για να τις κερδίσει. Οποιος φιλοδοξεί να τις εκπροσωπεί, πρέπει τώρα να μπορεί και να τις κατανοήσει», κατέληγε ο Τιερί Πες.
Γι' αυτό, θα πρόσθετα εγώ, κι ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάζεται να κλείνει το μάτι στους Κουφοντίνες, στους αντιεμβολιαστές, στα Εξάρχεια, στους ψεκασμένους της νέας εποχής και σε κάθε αντιδραστικό στοιχείο που βρίσκεται στα άκρα του πολιτικού τόξου.
Και όσο η Αριστερά υστερεί σοβαρά σε ιδέες ή καθυστερεί να αποτινάξει τις φθαρμένες, τόσο η φράση του κ. Μητσοτάκη περί «γαλοπούλας που δεν βιάζεται να έρθουν τα Χριστούγεννα» θα απεικονίζει την πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αντίπαλός του.