Ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά των επικείμενων ευρωεκλογών - ίσως το μεγαλύτερο και το πιο καθοριστικό για το τελικό αποτέλεσμα - είναι ο αριθμός των ψηφοφόρων που θα προσέλθουν στις κάλπες. Οι ενδείξεις μέχρι στιγμής κάνουν λόγο για πολύ μεγάλη αποχή, ίσως ακόμη και για ποσοστό - ρεκόρ.
Μέχρι σήμερα, το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής σε εθνικές εκλογές είναι αυτό που καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 (56,16%), σε ευρωεκλογές αυτό του Μαίου του 2019 (52,54%) και σε περιφερειακές αυτό του Οκτωβρίου του 2023 (52,51%). Είναι πολύ πιθανό αυτή τη φορά να καταρριφθούν όλα τα προηγούμενα ρεκόρ και να δούμε να προσέρχονται στην κάλπη λιγότεροι από τους μισούς καταγεγραμμένους ψηφοφόρους. Και αυτό, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι παρέχεται για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου, που θεωρητικά θα μπορούσε να διευρύνει το εκλογικό σώμα.
Ποιους και πώς θα επηρεάσει η αποχή;
Η ΝΔ επιδιώκει ένα ποσοστό ανάλογο αυτού που πήρε στις προηγούμενες ευρωεκλογές (33,1%). Αυτό θα την φέρει μεν σχεδόν οκτώ μονάδες κάτω από το ποσοστό που πήρε πριν από ένα χρόνο στις εθνικές εκλογές (40,56%), θα επιβεβαιώσει όμως το σταθερό και ευρύ προβάδισμα της έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Σημασία, ωστόσο, δεν έχει μόνο το ποσοστό αλλά και ο αριθμός των ψηφοφόρων. Το 33,1% των ευρωεκλογών του 2019 αντιστοιχούσε σε 1.873.137 ψήφους. Σε εκείνες τις ευρωεκλογές το ποσοστό συμμετοχής έφτασε το 58,69% προφανώς πολύ υψηλότερο από αυτό που αναμένεται την 9η Ιουνίου. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα, παρά το γεγονός ότι θα είναι άνετα πρώτο και πολιτικά κυρίαρχο, θα μετράει σημαντικές απώλειες σε απόλυτους αριθμούς όλοι μόνο έναντι των εθνικών εκλογών αλλά και έναντι των τελευταίων ευρωεκλογών. Με άλλα λόγια, για τη ΝΔ η αποχή έχει διπλό κόστος: Αφ´ενός συνδέεται με την απροθυμία πρώην δικών της ψηφοφόρων να πάνε στην κάλπη - γεγονός που θα μειώσει το ποσοστό της έναντι των εθνικών εκλογών - και αφ´ ετέρου απεικονίζει τη μείωση των δυνάμεων της σε απόλυτους αριθμούς ψηφοφόρων στο σύνολο του εκλογικού σώματος.
Για τα κόμματα της αντιπολίτευσης τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Πρώτα απ´ όλα η υψηλή αποχή δηλώνει ότι η δυσαρέσκεια από την κυβέρνηση δεν είναι τέτοια ώστε να οδηγεί τους ψηφοφόρους σε άλλες πολιτικές επιλογές, αλλά τους οδηγεί μόνο στην απόφαση να μην πάνε να ψηφίσουν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει ενδεχομένως σε μια οριακή αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, αλλά επ ουδενί μπορεί να σηματοδοτήσει πολιτική ανατροπή. Σε αυτές τις ευρωεκλογές σχεδόν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα εμφανιστούν ενισχυμένα σε ποσοστά έναντι των εθνικών εκλογών. Ωστόσο, η χαμηλή συμμετοχή πιθανότατα θα δείξει ότι δεν αυξάνουν τις δυνάμεις τους σε απόλυτο αριθμό ψήφων. Και αυτό μπορεί να ερμηνευτεί πολιτικά ως ήττα της αντιπολίτευσης στο σύνολο της σε μια εκλογική μάχη που υποτίθεται ότι προσφέρεται ως ευκαιρία των ψηφοφόρων να στείλουν μήνυμα δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση.
Από κει και πέρα και επειδή πέραν της πολιτικής ουσίας υπάρχει και η μάχη των εντυπώσεων, υπάρχουν κόμματα που ευνοούνται σχετικά έναντι άλλων από την πιθανότητα της υψηλότερης αποχής. Το ΠΑΣΟΚ, με μια βάση παραδοσιακών του ψηφοφόρων μεγάλης ηλικίας που σπάνια απέχουν από τις κάλπες, το ΚΚΕ με ισχυρή οργανωμένη βάση και η Νέα Αριστερά, στην οποία έχει μετακομίσει κομμάτι της παραδοσιακής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν ένα σχετικό πλεονέκτημα που τους επιτρέπει να ελπίζουν ότι θα ζημιωθούν από την αποχή λιγότερο από τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αυξάνοντας έτσι τα ποσοστά τους έστω και μικρό απόλυτο αριθμό ψήφων.