Η βουλευτής του Κινήματος Αλλαγής Νάντια Γιαννακοπούλου, ως ειδική αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής, τοποθετήθηκε στην επί των άρθρων συζήτηση του Νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις τροποποιήσεις του Οικογενειακού Δικαίου, την Τετάρτη 12 Μαΐου.
Ξεκινώντας την ομιλία της, η βουλευτής σχολίασε ότι το συγκεκριμένο Νομοσχέδιο θα μπορούσε να είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό ορισμένων διατάξεων και για βελτιώσεις σύμφωνα και με τις νέες κοινωνικές συνθήκες, όπως θα μπορούσε να είναι μία μεγάλη ευκαιρία για ενσωμάτωση προβλέψεων της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης με το Ν. 4531/18 στην ελληνική νομοθεσία.
Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι εφικτό με το προτεινόμενο κείμενο. Ως προς τα άρθρα, η κ. Γιαννακοπούλου ανέφερε ότι στο άρθρο 5 του νομοσχεδίου, παρεκκλίνει ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας και αντικαθίσταται με μία γονεοκεντρική λογική, όπου το παιδί προσεγγίζεται ως παθητικός δέκτης άσκησης γονεϊκών δικαιωμάτων και όχι ως φορέας δικαιωμάτων.
Επίσης, η κ. Γιαννακοπούλου υπογράμμισε στο άρθρο 7 το «εξίσου» δεν προβλέπεται κατά τη διάρκεια γάμου, αλλά μόνο το «από κοινού». «Η λέξη παραπέμπει πλαγίως στην ισόχρονη άσκηση της επιμέλειας, που πιθανότατα μπορεί μόνο να πραγματωθεί στα πλαίσια εναλλασσόμενης διαμονής του τέκνου. Το δικαίωμα της επικοινωνίας αποτελεί αυστηρά προσωποπαγές οικογενειακό δικαίωμα και εξ αυτού του λόγου δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με αοριστίες. Σε κανένα σημείο του άρθρου δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος με τον οποίο θα οριοθετείται ο καταρχήν συνολικός χρόνος ο οποίος εν συνεχεία θα πρέπει να διαιρεθεί για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα του ενός τρίτου».
«Το υπουργείο ζητά οριστική απόφαση μόνο στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας»
Παράλληλα, τόνισε πως στο άρθρο 14 επιχειρείται η απαρίθμηση λόγων για τους οποίους θα πρέπει να αφαιρείται η γονική μέριμνα δηλαδή η «μεγαλύτερη δυνατή ποινή». «Παράδοξο σημείο αποτελεί το γεγονός ότι το υπουργείο ζητά οριστική απόφαση μόνο στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας, και όχι στις υπόλοιπες περιπτώσεις διατάραξης της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον έναν γονέα».
Επιπλέον, η βουλευτής τόνισε ότι είναι «ανεπίτρεπτο εν μέσω του κινήματος #metoo, αλλά και της ραγδαίας αύξησης της ενδοοικογενειακής βίας εν μέσω πανδημίας η νομοθέτηση να οδηγεί σε περαιτέρω έκθεση τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας σε κακοποιητικές συμπεριφορές, παρά προστατεύοντάς τας».
Κλείνοντας, επανέλαβε και πάλι ότι το πρόβλημα είναι, κατά κύριο λόγο, θέμα εφαρμογής του νόμου και δικαστηριακής πρακτικής και ότι μόνη, ουσιαστική και δίκαιη λύση μπορεί να δοθεί από την πάγια θέση της δημιουργίας ειδικού οικογενειακού δικαστηρίου και με την στελέχωση του με εξειδικευμένο προσωπικό, όπου ο δικαστής θα συνεπικουρείται από ειδικό σώμα με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς.