Θέση για τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας επί του νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια, πήρε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό action24.
«Τα νομοσχέδια έχουν εξ ορισμού διαβαθμισμένη πολιτική οντότητα», εξήγησε, φέρνοντας το παράδειγμα του προϋπολογισμού, που συνέχεται ουσιωδώς με την πορεία της κυβέρνησης, άρα «δεν νοείται καμία διαφοροποίηση. Αλλα νομοσχέδια έχουν επίσης υψηλό συμβολισμό, όπως τα φορολογικά ή τα αναπτυξιακά νομοσχέδια. Σε άλλες περιπτώσεις, επειδή η φύση του νομοσχεδίου αναφέρεται σε κοινωνικά ζητήματα υψηλής ευαισθησίας, είναι πιο επιδεκτικά στο να υπάρχουν διαφοροποιήσεις μεταξύ των βουλευτών. Στο κάτω-κάτω, ας είμαστε κάποια στιγμή κοινοβουλευτικά ώριμοι, να μπορούμε να αποδείξουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις να υπάρχουν κάποιες αποκλίσεις», συμπέρανε για το θέμα.
Ενώ στο ζήτημα που έθεσε στην Ολομέλεια ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι δηλαδή το Κοινοβούλιο υπολειτουργεί, όπως υποστήριξε, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε ως εξής: «Η Βουλή λειτούργησε καθ' όλη τη διάρκεια της πανδημίας και λειτούργησε υποδειγματικά. Το ελληνικό Κοινοβούλιο λειτούργησε σε πολύ καλύτερους ρυθμούς παραγωγής από οποιοδήποτε άλλο Κοινοβούλιο», ανέφερε με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως περιορισμός σε όποιο βουλευτή θέλει να μιλήσει, αυτό που περιορίζεται στη Βουλή είναι ο συγχρωτισμός. Θύμισε δε, ότι η συζήτηση για το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση διήρκεσε τρεις ημέρες επειδή είχαν εγγραφεί 170 βουλευτές.
Γεραπετρίτης: «Υποκριτικό επιχείρημα»
Εστιάζοντας, στη συνέχεια δε, στη στάση της μείζονος αντιπολίτευσης, επισήμανε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρεται για το γεγονός ότι υπάρχουν περιορισμοί - είναι αυτονόητο ότι σε ένα κλειστό χώρο όπως η Βουλή δεν μπορεί να συγχρωτίζονται 300 άτομα -, όμως πρόκειται για «ένα υποκριτικό επιχείρημα: βλέπετε σήμερα κατετέθη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ αίτημα για ονομαστική ψηφοφορία, έγινε το αίτημα και ενόσω θα περίμενε ο καθένας ότι θα βρίσκονταν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να το υποστηρίξουν, εν τούτοις αποφάσισε η Κοινοβουλευτική Ομάδα να αποχωρήσει. Το αποτέλεσμα είναι ονομαστική ψηφοφορία που προκαλεί ένα κόμμα, το ίδιο κόμμα να αποχωρεί ενόσω έχει καταθέσει ονομαστική ψηφοφορία και την επόμενη να διατείνεται ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα αλλά παρίστανται όλοι οι βουλευτές του. Ας κρίνει ο λαός...». Και στο «διά ταύτα», «θα υπάρχει σταδιακή επάνοδος στην πλήρη λειτουργία της Ολομέλειας είναι προφανές ότι θα γίνει βήμα βήμα, δεν μπορεί ξαφνικά από τους 50 βουλευτές, να πάμε στους 300».
Αλλάζοντας θέμα, σε αυτό του υποχρεωτικού εμβολιασμού, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει ζήτημα αντισυνταγματικότητας «εφόσον κριθεί, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, ότι ορισμένες κρίσιμες υπηρεσίες ή υποδομές που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία, επιβάλλουν τον εμβολιασμό όσων βρίσκονται εκεί. Έγινε ένα πρώτο βήμα που αφορούσε την ΕΜΑΚ», δήλωσε ακόμη και επιχειρηματολόγησε ότι δεν είναι δυνατόν να διακινδυνεύσει την πληρότητα της συμμετοχής στην εν λόγω μονάδα. Σε κάθε περίπτωση θα αξιολογηθούν τα γενικά δεδομένα εν ευθέτω χρόνω.
Στο ερώτημα αν θα μπορούσε να αποτελεί ο εμβολιασμός όρο για την πρόσληψη των 4.000 νοσηλευτών, ο υπουργός διατύπωσε την προσωπική του κρίση, ότι το θεωρεί εύλογο από τη στιγμή που προσλαμβάνεται κάποιος με μια μόνιμη σχέση στο ελληνικό Δημόσιο σε μια δομή απολύτως κρίσιμη». Σε κάθε περίπτωση όμως, διευκρίνισε αμέσως μετά, θα σταθμιστούν όλα τα δεδομένα από τον Σεπτέμβριο τόσο για το υφιστάμενο όσο και για το νέο προσωπικό.
Στην ερώτηση, τέλος, αν μια επιχείρηση θα μπορούσε να θέσει ως προαπαιτούμενο για τους πελάτες της να είναι εμβολιασμένοι, ο Γ. Γεραπετρίτης εξήγησε πως δεν υφίσταται κανένα θέμα συνταγματικότητας εάν μια ιδιωτική επιχείρηση επιλέξει να διασφαλίσει την υγιεινή, είναι όμως άλλο να το επιλέξει η ίδια κι άλλο να της επιβληθεί έξωθεν.
Κλείνοντας με το ερώτημα αν είναι προ των πυλών μια συνάντηση του πρωθυπουργού της Ελλάδας με τον Τούρκο Πρόεδρο, ο υπουργός Επικρατείας απάντησε: «για την ώρα δεν έχει υπάρξει κανένας τέτοιος σχεδιασμός». Και ναι μεν είναι αυτονόητο να μιλούν δύο ηγέτες γειτονικών χωρών, ωστόσο, «για να είναι εποικοδομητικός ένας διάλογος θα πρέπει να στηρίζεται σε ένα μίνιμουμ εμπιστοσύνης, το οποίο στηρίζεται στην αποχή από οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια ή επιθετική ρητορική. Άρα, έχουμε δρόμο ακόμη να διανύσουμε», κατέληξε.