Η Φωτεινή Πιπιλή είναι βουλευτής Νέας Δημοκρατίας Α' Αθηνών.
Ανέβασα μια ανάρτηση, από αυτή τη λάμψη του ανακαινισθέντος, πρώην ιστορικού ξενοδοχείου «Esperia» και συγκινήθηκα από τις χαρούμενες αντιδράσεις εκατοντάδων χρηστών του διαδικτύου, λες και το νέο ξενοδοχείο είναι δικό τους.
Ναι, είναι δικό τους και δικό μας! Γιατί ξαφνικά, στην πολύχρονη μιζέρια και εγκατάλειψη του πιο λαμπρού, κάποτε, εμπορικού δρόμου, ξεπετάχθηκε η αχτίδα φωτός που οδηγεί στην αισιοδοξία πως, ναι, η Αθήνα μπορεί να ξαναγίνει πρώτα απ’ όλα η πόλη για τους «Αθηναίους». Γιατί εξακολουθεί, παρά τις προσπάθειες, να είναι μια πόλη κάπως εχθρική προς τους πολίτες και φιλική για την κάθε μικροπαραβατικότητα. Κατακλύζεται από εν γένει «ελευθεριάζουσα» συμπεριφορά, σε κάθε σπιθαμή των δρόμων, των πεζοδρομίων, των πλατειών, με το απαραίτητο συμπλήρωμα της βαρβαρότητας, με τη ρύπανση στους τοίχους, στις στάσεις λεωφορείων, στα αγάλματα, στα μνημεία, στους στύλους της ΔΕΗ, στις προθήκες, στα ρολά, μιας ελευθεριότητας, που, κακά τα ψέματα, όσο και να προσπαθεί ο Δήμος Αθηναίων -και προσπαθεί εντατικά-, εάν δεν επιστρέψει το συναίσθημα σε όλους μας πως η Αθήνα είναι το σπίτι μας, το γραφείο μας, η ήσυχη γωνιά για το φλερτ μας, οι λάμψεις αισιοδοξίας, όπου υπάρχουν, απλώς θα μας χαροποιούν, αλλά στιγμιαία.
Έως ότου επανέλθει η αστική συνείδηση, όπως επικρατεί σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, των πολιτών, θα υπάρχουμε, ευτυχώς τώρα πια αρκετοί, που θα επισημαίνουμε, τα αυτονόητα.
Διαπίστωση πρώτη: Αρκούσε ένας νόμος του 2016, για να μετατραπεί με τη βούλα του, όχι μόνο το κέντρο της Αθήνας και οι ιστορικές και μνημειακές περιοχές, π.χ. Πλάκα, αλλά και ολόκληρες γειτονιές, σε ένα αχανές σύνολο τραπεζοκαθισμάτων, ένας νόμος που προσωπικά, εάν επανεκλεγώ Βουλευτής στην Α' Αθηνών, θα το πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις να τροποποποιηθεί, ώστε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα -αυτή που συμβαίνει σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες- του να συμβιώνουμε όλοι μαζί με τάξη και σειρά. Πολίτες, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες εστίασης, τουρίστες, μοτοσικλετιστές, ποδηλάτες, γονείς με καροτσάκια των παιδιών
τους, αργόσχολοι, όποιος κυκλοφορεί νυχθημερόν στο κέντρο της Αθήνας, πόσω μάλλον τα ΑμεΑ.
Διαπίστωση δεύτερη: Το αναμφισβήτητα πιο χρήσιμο εργαλείο για γρήγορη μετακίνηση, το δίκυκλο, έφτασε να αποτελεί τη σύγχρονη μάστιγα, σε έναν αέναο ανταγωνισμό, του ποιος θα «παρκάρει» πρώτος, τα δίκυκλα ή τα τραπεζοκαθίσματα, οπότε ο πεζός μένει εκτός.
Παλεύει ο Δήμος, φέρνει γερανούς, ρίχνει πρόστιμα, φτιάχνει νέες θέσεις στάθμευσης, αλλά δεν επαρκεί, γιατί μία είναι η βασική αξία του νεοέλληνα: Ό,τι κάτσει!
Όπως σωστά έχει πει ο Δήμαρχος Κώστας Μπακογιάννης, το κέντρο της Αθήνας δεν πρέπει να γίνει μια Disneyland, αλλά το μαγικό ραβδάκι για να μη γίνει το έχουν τα κυβερνητικά «χεράκια», που ήδη έχουν αντιληφθεί πως πολλά πρέπει να αλλάξουν και πολύ περισσότερο τα έχουν αντιληφθεί γνώστες του θέματος, όπως προσωπικά.
Πρωτίστως, το κέντρο της Αθήνας πρέπει να επανακατοικηθεί. Πολύτιμη αρχή, το πρόγραμμα «Σπίτι μου», το οποίο ανακοινώθηκε από το Κυριάκο Μητσοτάκη πως θα συνεχιστεί. Ταυτόχρονα, όπως ζητώ με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, θα πρέπει να νομοθετηθούν οι προτάσεις του Γ.Γ. Χωρικού Σχεδιασμού, του ΥΠΕΝ, Ευθύμιου Μπακογιάννη, περί Χωροταξίας, ώστε να μη μετατρέπονται ξαφνικά καθαρά αστικές ή μουσειακές περιοχές, π.χ. η Πλάκα, σε ένα αχαλίνωτο νυχτερινό ξεφάντωμα (έμεινα ενεά όταν διαπίστωσα ότι το ΕΚΠΑ επέτρεψε να μετατραπεί ο αύλειος χώρος, του πρώτου Πανεπιστημίου, το 1837, στην οδό Θόλου, σε wine bar).
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι το πρόβλημα στέγασης. Σύνθετο, έλλειψη στέγης-ακριβά νοίκια. Σύνθετες και οι απαντήσεις.
Η άκρατη τουριστικοποίηση, η μη ρύθμιση της αγοράς κατοικίας, αλλά κυρίως η ασυδοσία της εύκολης μετατροπής, χωρίς οικιστικούς κανόνες, των Airbnb, η μετατροπή π.χ. μικρών κτηρίων, ειδικά στο Iστορικό Kέντρο, όχι μόνο σε βραχυχρόνια μίσθωση αλλά και μετεξέλιξη των επικίνδυνων, ακατάλληλων για την ασφάλεια ταρατσών, σε χώρους συνάθροισης και χώρους ψυχαγωγίας, είναι ο επεκτεινόμενος νέος κίνδυνος.
Άλλωστε, για να κατοικηθεί το κέντρο, πρέπει να μην ξεπετάγονται οι παραδοσιακοί έμποροι, με τα υφάσματα και τις κορδέλες και όλα τα σχετικά, από τους ιδιοκτήτες, που πολύ εύκολα και με «μαύρο» αέρα τα μετατρέπουν εν μια νυκτί, στον οποιονδήποτε για χώρους εστίασης, μπαρ κ.λπ. Η γειτονιά απαιτεί ισορροπία, μπακάλικο, φούρνο, καθαριστήριο, παιδικό σταθμό και πάνω απ’ όλα ησυχία.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα στο Εθνικό Θέατρο και απέναντι από τον υπέρλαμπρο ναό.
Οι μνήμες μου ξεχύνονται ακόμα, στη γοητεία της παλιάς, αστικής Αθήνας, που έφτανε σε Αχαρνών, Μιχαήλ Βόδα, Αριστοτέλους, 3ης Σεπτεμβρίου, Ιουλιανού, Ηπείρου, με κορυφαία πάντα την Πατησίων. Οι μνήμες αυτές τσαλαπατήθηκαν εδώ και δεκαετίες, πρώτα από την εγκατάλειψη των κατοίκων και από την εν συνεχεία ανομοιογενή γκετοποίηση.
Μόλις πριν από έναν μήνα και εκεί, κάτι έλαμψε στην Αχαρνών, με την απόφαση μιας φίλης μου -πολύ γνωστής Αθηναίας- να τολμήσει να επιστρέψει με επιτυχία στο πατρογονικό της, στην Αχαρνών και Ηπείρου. Σαν να ξαναλαδώνονται, σιγά σιγά, οι υπέροχες σιδερένιες θύρες και τα ασανσέρ -χαρακτηριστικά των αρχιτεκτονικά εμβληματικών κατοικιών της ευρύτερης περιοχής.
Και εδώ είναι η πρότασή μου: Η επιστροφή στα «ρημαδιά», από τους παλαιούς κατοίκους ή τους απογόνους τους -όπως ήδη γίνεται στην Κυψέλη- χρειάζεται το «λάδωμα» από την κυβερνητική μηχανή με κίνητρα και χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το ΕΣΠΑ και από την οικονομική δυνατότητα του Δήμου Αθηναίων -που αναβαθμίστηκε πρόσφατα από τον Οίκο Moody’s-, ώστε να έρθει στην περιοχή αυτή η κανονικότητα με τη συμβίωση όλων και το άνοιγμα των εκατοντάδων κλειστών διαμερισμάτων, λόγω οικονομικής αδυναμίας των ιδιοκτητών, που και αυτά εντείνουν το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης στέγης.