Η αποκάλυψη της παρακολούθησης από την ΕΥΠ των τηλεφώνων του Νίκου Ανδρουλάκη, πριν εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, και του δημοσιογράφου Αθ. Κουκάκη αιφνιδίασε δυσάρεστα κυβέρνηση και κοινή γνώμη.
Η αντίδραση του Πρωθυπουργού υπήρξε ακαριαία. Απομακρύνθηκαν αμέσως από τις θέσεις τους ο Διοικητής της ΕΥΠ και ο υπεύθυνος για την εποπτεία της Γενικός Γραμματέας Πρωθυπουργού, ενώ αποδέχτηκε και τα τρία αιτήματα της Αντιπολίτευσης: Συζήτηση προ Ημερησίας Διάταξης, Συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής, Σύγκληση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
Δύο είναι τα κυρίαρχα ερωτήματα:
1. Ποιοι λόγοι εθνικής ασφάλειας επέβαλαν την παρακολούθηση των συγκεκριμένων προσώπων;
Την απάντηση, θεσμικά, δεν μπορεί να δώσει ο Πρωθυπουργός, όπως απαιτεί η Αντιπολίτευση. Θα τη δώσουν τα αρμόδια κοινοβουλευτικά όργανα και θα την κρίνει η Δικαιοσύνη, στην οποία έχουν προσφύγει οι θιγόμενοι. Υπενθυμίζω ότι ο Ν. Ανδρουλάκης έχει κληθεί από τον νέο Διοικητή ΕΥΠ να ενημερωθεί προσωπικά, χωρίς να ανταποκριθεί.
2. Ήταν σε γνώση του Πρωθυπουργού οι παρακολουθήσεις;
Η απάντηση του Κυρ. Μητσοτάκη είναι κατηγορηματικά αρνητική. Είναι στην κρίση καθενός να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει. Εκείνοι όμως που την αμφισβητούν οφείλουν και να αποδείξουν το αντίθετο. Η ειλικρίνεια και η πολιτική εντιμότητα κάθε πολιτικού αποτυπώνεται στην πολιτική του διαδρομή. Δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από εκείνους που με τις πολιτικές τους πράξεις έχουν αποδείξει ότι δεν τις διαθέτουν.
Η προσέγγιση του προβλήματος που άπτεται της κρίσιμης για την εθνική ασφάλεια υπηρεσίας, απαιτεί νηφαλιότητα και υπευθυνότητα. Δεν προσφέρεται για κομματική κερδοσκοπία. Η Αντιπολίτευση δεν ενδιαφέρεται για την ουσία της υπόθεσης, αλλά για την εκμετάλλευσή της. Το μείζον πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι ότι οι χρόνιες παθογένειες που μαστίζουν την ΕΥΠ, διαχρονικά και κάτω από όλες ανεξαιρέτως τις κυβερνήσεις, εξακολουθεί να υφίσταται. Η ΕΥΠ αποδεικνύεται ευάλωτη σε εξυπηρετήσεις ποικίλων συμφερόντων. Και πολιτικών. Το πρωτοφανές παγκοσμίως, για υπηρεσία εθνικής ασφαλείας, φαινόμενο κομματικού συνδικαλισμού επιβεβαιώνει το πρόβλημα.
Παρά την αποδεδειγμένη ικανότητα του Πρωθυπουργού να επιλέγει αξιόλογους και ικανούς συνεργάτες, π.χ. Πιερρακάκης, στην περίπτωση της ΕΥΠ, υπήρξε «αστοχία υλικού». Οι συγκεκριμένες θέσεις απαιτούν πρόσωπα με πολιτική εμπειρία και κρίση, ώστε να λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας του Πρωθυπουργού και όχι να τον εκθέτουν. Η ανάθεση της ΕΥΠ σε έναν καταξιωμένο διπλωμάτη αποδεικνύει ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης διαθέτει το σπάνιο για πολιτικό προτέρημα να αναγνωρίζει το λάθος του και κυρίως να το διορθώνει. Προτεραιότητά του οφείλει να είναι η θεσμική ανασυγκρότηση της ΕΥΠ, η στεγανοποίηση της λειτουργίας της από εξωθεσμικές επιρροές και η απόλυτη προσήλωση στην αποστολή της.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην παρέμβασή της κατέληξε τονίζοντας «η απαρέγκλιτη τήρηση της νομιμότητας και η διαφάνεια της κρατικής δράσης δεν συνιστούν μόνο εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και τον πιο κρίσιμο δείκτη της ποιότητας της δημοκρατίας». Συμφωνώ με τη διαπίστωση της Προέδρου, προσθέτω όμως ότι εξίσου κρίσιμος δείκτης είναι και η ποιότητα της ασκούμενης αντιπολίτευσης.
Η αντίδραση της Αντιπολίτευσης και πρωτίστως της Αξιωματικής, αποκαλύπτει την αδυναμία της να συνεισφέρει θετικά στην αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων της χώρας και της κοινωνίας.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του το πρόβλημα είναι ο Κυρ. Μητσοτάκης. «Να φύγει ο Μητσοτάκης. Αυτό είναι το πρόβλημα». Ξεπερνώντας τον εαυτό του και κάθε όριο τοξικότητας, ο Αλ. Τσίπρας αποκάλεσε τον Πρωθυπουργό «αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης». Το στερητικό σύνδρομο από την απώλεια της εξουσίας δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Αμφισβητεί τις δημοσκοπήσεις που σταθερά τον εμφανίζουν καθηλωμένο στην Αντιπολίτευση.
Η νεόκοπη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με την απόφασή της να συμπορευθεί με τον Αλ. Τσίπρα επιδεικνύει «άγνοια κινδύνου». Όταν η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ επικροτεί τις πολιτικές Μητσοτάκη και μόνο ένα 15% συντάσσεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι φανερό ότι διακινδυνεύει την ενότητα του κόμματος, είτε προεκλογικά είτε μετεκλογικά.
Οι βουλιμικοί, τέλος, της εξουσίας, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό τους, φαντασιώνονται ότι επέρχεται η μετα-μητσοτακική εποχή και σπεύδουν να δηλώσουν παρών.
Στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία που η παγκόσμια ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια, ως συνέπειες της εισβολής Πούτιν στην Ουκρανία, κλονίζουν χώρες όπως Γερμανία, Μεγ. Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία, η κυβερνησιμότητα και η πολιτική σταθερότητα αποτελούν όρο επιβίωσης. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα που βρίσκεται αντιμέτωπη με την απειλή του ερντογανικού αναθεωρητισμού. Ο Πρωθυπουργός, ως υπεύθυνος ηγέτης απορρίπτει τον πειρασμό των πρόωρων εκλογών. Γιατί μια περίοδος ακυβερνησίας 2-3 μηνών και πολιτικής αστάθειας θα είναι καταστροφικές για τη χώρα. Η διασφάλιση της κυβερνησιμότητας και της σταθερότητας της χώρας επιβάλλει την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Η αλλαγή του δεν αποτελεί έκφραση ηττοπάθειας αλλά απόδειξη υπευθυνότητας. Η επαναφορά του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, και η αύξηση του ορίου για την είσοδο κόμματος στη Βουλή από 3% σε 5%, αποτελούν απαραίτητες τομές για την αποφυγή του κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων και του ευτελισμού του Κοινοβουλίου.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις κάνουν δύο αποκαλύψεις:
1. Οι δημοκρατικοί πολίτες, με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, που εμπιστεύθηκαν τον Κυρ. Μητσοτάκη, παραμένουν αμετακίνητοι στη επιλογή τους. Ένα ελάχιστο ποσοστό έχει ενοχληθεί από το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Κι αυτό είναι αναστρέψιμο.
2. Στην ιεράρχηση των προβλημάτων, μόλις το 9,7% του συνόλου των ψηφοφόρων και μόλις το 15% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ αξιολογούν ως σημαντικότερο πρόβλημα τις παρακολουθήσεις.
Κι αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα της Δημοκρατίας.-