Τρία πολιτικά «χτυπήματα» μέσα σε τρεις εβδομάδες από τον Ευάγγελο Βενιζέλο δεν είναι κάτι, ασφαλώς, που το χαρακτηρίζεις σύμπτωση. Επιπλέον, όταν και τα τρία στέλνουν μηνύματα προς την κυβέρνηση. Xτυπούν «καμπανάκια».
Προερχόμενα μάλιστα από ένα κορυφαίο πολιτικό στέλεχος, που δεν έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τουναντίον, ουδέποτε έχει κρύψει τη συμπάθεια με την οποία την αντιμετωπίζει. Αλλωστε, τουλάχιστον δύο σημαντικοί υπουργοί, ο Κυρ. Πιερρακάκης και η Λ. Μενδώνη, άνετα μπορεί να θεωρηθούν πολιτικά «παιδιά» του.
Το πρώτο χτύπημα αφορούσε τις δηλώσεις του εκπροσώπου της κυβέρνησης για τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ελπιδοφόρο, στον απόηχο του γνωστού επεισοδίου της Νέας Υόρκης. «Βαθιά ανιστόρητη» και «μυωπική» ήταν ορισμένες από τις πιο light εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Β. Βενιζέλος. Και στο στόχαστρο, βέβαια, δεν βρέθηκε μόνον ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Το δεύτερο χτύπημα ήρθε ένα μόλις 24ωρο μετά τη συμφωνία Μακρόν-Μητσοτάκη. Αφού στην αρχή συνεχάρη την ελληνική κυβέρνηση για την επιτυχία, ο Β. Βενιζέλος ανέδειξε τις «γκρίζες ζώνες» του άρθρου 2 της συμφωνίας (με την αναφορά στον όρο «επικράτεια») για την αμυντική συνδρομή της Γαλλίας. Με την ευγενική παρατήρηση ότι ο όρος «επικράτεια» αφήνει έξω τις θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.
Για να το αξιοποιήσει στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με τη «γραμμή Βενιζέλου» πιέζει την κυβέρνηση για διεύρυνση του άρθρου 2 της συμφωνίας, αλλιώς δηλώνει ότι θα την καταψηφίσει την Πέμπτη στη Βουλή.
Το τρίτο χτύπημα αφορούσε τον «σκληρό πυρήνα» της πολιτικής της κυβέρνησης, τη διαχείριση της πανδημίας. Κατηγορηματικά αντίθετος με το κλίμα αμεριμνησίας, ο Β. Βενιζέλος, αφού κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας ότι «πεθαίνουν σχεδόν 300 άνθρωποι την εβδομάδα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, απόλυτη αδιαφορία όλων», μετά περνά στο παρασύνθημα. Καλεί την επιστημονική κοινότητα να ενσκήψει, επιτέλους, στο πρόβλημα και προσθέτει: «Αφού μας το πουν οι γιατροί επισήμως, η κυβέρνηση και όλο το πολιτικό σύστημα να τοποθετηθεί επί των ιατρικών δεδομένων. Δεν μπορεί να μην παίρνουμε κόστος για τίποτα». Καθαρό μήνυμα, ή κραυγή αγωνίας κατά τον ίδιο, με σαφείς αποδέκτες. Μόνο όνομα και διεύθυνση δεν επισύναψε για την κοινοποίηση στους αρμοδίους.
Ο Β. Βενιζέλος έχει κατακτήσει ένα υψηλό «στάτους» στη δημόσια ζωή της χώρας, ανεξάρτητα από την αποτίμηση, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, της διαδρομής του. Οταν μιλάει, συνήθως ακούγεται... Και από τα κόμματα και από την κοινή γνώμη.
Μετά την «αποστρατεία» του από το ΚΙΝΑΛ προτίμησε την επιστροφή στην ακαδημαϊκή διαδρομή και σε ενδιαφέρουσες ιδεολογικές παρεμβάσεις μέσα από τον «Κύκλο Ιδεών».
Ομως οι τρεις τελευταίες του παρεμβάσεις είναι ευθέως πολιτικές. Και οι τρεις αντιστοιχούν σε κορυφαία ζητήματα της συγκυρίας. Με αποδέκτες, βέβαια, όλο το πολιτικό σύστημα, αλλά κατά κύριο λόγο την κυβέρνηση.
Κρύβουν κάτι, εντάσσονται σε μια τακτική επαναφοράς του στο πολιτικό προσκήνιο, ή απλώς εντάσσονται σε έναν κύκλο αυτοαναφορικότητας, με προφανή τη διάθεση επιβεβαίωσης; Αυτό μόνον ο ίδιος το γνωρίζει. Πάντως, στους συνομιλητές του συνεχίζει να διαψεύδει κατηγορηματικά τα διάφορα συνήθη σενάρια της «πιάτσας» και τη σχετική φημολογία. Δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει στην τρέχουσα πολιτική ζωή και ότι προσωπικά είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τα ακαδημαϊκά του καθήκοντα και τις δράσεις του «Κύκλου Ιδεών».
Ορισμένοι συνδέουν τα πολλαπλά μηνύματα που στέλνει με τις επόμενες εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική. Στα μετεκλογικά σενάρια που θα προκύψουν ισχυρίζονται ότι ο Β. Βενιζέλος θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να διαδραματίσει κάποιον ρόλο. Ολα αυτά όμως παραμένουν στον αέρα και προς το παρόν στερούνται ρεαλισμού. Από την άλλη, ουδείς μπορεί να αποκλείσει εκπλήξεις, οι οποίες φαίνονται σήμερα αδιανόητες.
Πάντως, ό,τι και να γίνει στο μέλλον, όσοι βιάστηκαν να προεξοφλήσουν το «τέλος» του, μάλλον τον υποτίμησαν. Και έχασαν. Οπως έχασαν πολλές φορές στο παρελθόν όσοι είχαν πέσει στο αντίστροφο λάθος και τον είχαν υπερτιμήσει.
Ο Β. Βενιζέλος κουβαλάει μαζί του το «κουσούρι» του διανοούμενου, ίσως γιατί o ίδιος μπορεί να αποτελεί τον τελευταίο διανοούμενο που πέρασε από την κεντρική πολιτική ζωή. Ποιο είναι αυτό; Ενας διανοούμενος, όταν μιλάει, θέλει να ακούγεται. Ακόμη και στον λόγο των αντιπάλων του, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα δούμε στο μέλλον, αν ο Β. Βενιζέλος αρκεσθεί σε αυτό το κεκτημένο ή διαθέτει σχέδιο για κάτι ευρύτερο.