Η συζήτηση που έχει ανοίξει για την αλλαγή του εκλογικού νόμου επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ζήτημα το οποίο βρίσκουμε μπροστά μας κάθε φορά που διαφαίνεται στον ορίζοντα αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων.
Αποτελεί μια κακή παράδοση της Μεταπολίτευσης οι κυβερνήσεις να χρησιμοποιούν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία για να κόβουν και να ράβουν τον εκλογικό νόμο με βάση την εκάστοτε μικροκομματική τους σκοπιμότητα. Άλλες φορές εκπληρώνοντας τον στόχο τους και άλλες όχι.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποτέλεσε μια θετική εξαίρεση σε αυτόν τον άγραφο κανόνα. Το 2019 άλλαξε, όπως είχε ήδη προαναγγείλει προεκλογικά, τον εκλογικό νόμο, προκειμένου να αποφευχθεί η πολιτική αστάθεια που δημιουργούσε ο εκλογικός νόμος της απλής αναλογικής - επιλογή Τσίπρα, με στόχο να δυσκολέψει τον σχηματισμό κυβέρνησης από τη ΝΔ. Έφτιαξε, ωστόσο, έναν εκλογικό νόμο που έθετε ψηλά (περί το 38%) το όριο της αυτοδυναμίας και εν συνεχεία αρνήθηκε πεισματικά όλες τις εισηγήσεις που δέχθηκε να τον αλλάξει, κατεβάζοντας πιο χαμηλά τον πήχη της αυτοδυναμίας. Η απόφασή του, πέρα από θεσμικά υπεύθυνη, αποδείχθηκε και πολιτικά σοφή, γιατί βοήθησε τη ΝΔ να συσπειρώσει πολλούς ψηφοφόρους απέναντι στην προοπτική της αστάθειας που έδινε το συνολικό πολιτικό αφήγημα Τσίπρα. Με τον εκλογικό πήχη της αυτοδυναμίας στο 38%, η ΝΔ ξεπέρασε σε διπλές εκλογές το 40% και κυβερνά αυτοδύναμη.
Οι εισηγήσεις για αλλαγή του εκλογικού νόμου έχουν σοβαρές πολιτικές αδυναμίες, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.
Πρώτον, στο καθαρά θεσμικό επίπεδο συζήτηση για αλλαγή εκλογικού νοείται μόνο στο ξεκίνημα της τετραετίας κι όχι ενάμιση χρόνο μετά. Εκτός, βέβαια και υπάρχει ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση -πάνω από 200 βουλευτές- έτσι ώστε ο νέος εκλογικός νόμος να έχει άμεση εφαρμογή στις επόμενες εκλογές. Σε αυτή την περίπτωση, προφανώς, δεν τίθεται ζήτημα κομματικών σκοπιμοτήτων.
Δεύτερον, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι μια κυβέρνηση μπορεί να φέρει έναν νέο εκλογικό νόμο και να τον ψηφίσει μόνη της, με πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών και επομένως με δυνατότητα εφαρμογής για τις μεθεπόμενες εκλογές, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής: το πολιτικό μήνυμα που εκπέμπει ένα κόμμα που χαμηλώνει με πρωτοβουλία το ποσοστό αυτοδυναμίας είναι μήνυμα ηττοπάθειας, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω αποσυσπείρωση. Επίσης, όσο χαμηλώνει ο πήχης της αυτοδυναμίας, τόσο διευκολύνεται η ψήφος προς μικρότερα κόμματα. Και το κυριότερο: όταν ψηφίζεις ένα νόμο ενισχυμένης αναλογικής με ισχύ στις μεθεπόμενες εκλογές, κινδυνεύεις όταν έρθει η ώρα της εφαρμογής του να βρεθείς αντιμέτωπος με δεδομένα που δεν έχεις -ούτε μπορείς να προβλέψεις- τη στιγμή που τον ψηφίζεις. Δεδομένα τα οποία ενίοτε μπορεί να προκύψουν από το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως π.χ. αυτοδιάλυση ή συγχωνεύσεις κομμάτων.
Τρίτον, πέρα από το όριο της αυτοδυναμίας, μια αλλαγή εκλογικού νόμου μπορεί να περιλαμβάνει και αλλαγή του ορίου για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή. Το όριο βρίσκεται σήμερα στο 3% και γίνεται συζήτηση για το εάν θα ήταν σκόπιμο το ποσοστό να πάει στο 5%. Θεωρητικά, ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα δυσκόλευε τα μικρότερα κόμματα να μπουν στην Βουλή. Σε μια περίοδο, όμως, χαμηλής πτήσης του δικομματισμού -όπως αυτή που διανύουμε σήμερα- η προσπάθεια να δυσκολέψει ο εκλογικός νόμος την είσοδο μικρών κομμάτων στη Βουλή, θα μπορούσε να λειτουργήσει εντελώς ανάποδα. Να οδηγήσει, δηλαδή, περισσότερους ψηφοφόρους σε αυτά τα κόμματα, είτε από αντίδραση είτε από πρόθεση διαμαρτυρίας απέναντι στα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα.
Συμπερασματικά, οποιαδήποτε συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου θα πρέπει να αποσυνδεθεί από επιπόλαιες μικροκομματικές σκοπιμότητες και να διεξαχθεί με θεσμικούς κανόνες κοινής αποδοχής. Μόνο έτσι θα αποτελέσει ο εκλογικός νόμος μοχλό πολιτικής σταθερότητας.