Η επίσκεψη του εκάστοτε 'Ελληνα πρωθυπουργού στον Λευκό Οίκο είναι από μόνη της σημαντική. Όταν πραγματοποιείται σε μια κρίσιμη συγκυρία, όπως η τωρινή, αναμφίβολα παράγει γεγονότα.
Και όταν αντιδρούν τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης για την «επίδειξη δύναμης» της Ελλάδας στις ΗΠΑ, τότε σίγουρα η συνάντηση Μητσοτάκη-Μπάιντεν δεν πέρασε απαρατήρητη στην ευρύτερη γειτονιά μας.
Αυτό μπορεί να ισχύει για τους πολλούς, αλλά δεν ισχύει κατ' ανάγκη για όλους. Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, και κυρίως η θερμή υποδοχή του από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, με στοιχεία προσωπικής φιλίας που αναμφίβολα πηγάζουν από τη στενή του σχέση με την ελληνική ομογένεια, ενόχλησε τη γειτονική χώρα. Τα μέσα ενημέρωσης της Τουρκίας, όσα δεν την αγνόησαν, την ερμήνευσαν, όπως η «Cumhuriyet», ως δείγμα του ειδικού βάρους που έχει αποκτήσει η Ελλάδα για την Αμερική.
Προτού ολοκληρωθεί το πρωθυπουργικό ταξίδι στην Ουάσιγκτον, ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ έσπευσαν να το απαλλάξουν από κάθε θετικό συμβολισμό και φορτίο. «Κατώτερη των περιστάσεων η επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ», αποφάνθηκε η «Εφημερίδα των Συντακτών». «Πήγε προβλέψιμος, γυρίζει δεδομένος».
Και εξηγεί η εφημερίδα της Αριστεράς: «Ο Κυρ. Μητσοτάκης διατράνωσε σε όλους τους τόνους, χωρίς να απαιτήσει το παραμικρό, πόσο αξιόπιστος ατλαντιστής είναι». «Αδιέξοδη και θλιβερή προσπάθεια σύγκρισης της δικής του με την τουρκική αξιοπιστία» γράφει η εφημερίδα, η οποία δείχνει να θεωρεί «αξιόπιστη» τη γείτονα χώρα και όχι τη δική μας!
Η συγκεκριμένη φράση, μάλιστα, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και αρνητικά σχόλια στα social media.
Ωστόσο, το ρεπορτάζ από τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο μεταδίδει ότι ο κ. Μητσοτάκης έθεσε το ζήτημα της «γαλάζιας πατρίδας» και της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό, το αίτημα για την αγορά F-35, για την ενεργειακή κρίση και για την ανάγκη παρέμβασης στην τιμή του φυσικού αερίου.
Η σχέση Ελλάδας-ΗΠΑ βρίσκεται στο καλύτερο σημείο της, ενώ η σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας κλονίζεται από τη δισυπόστατη πολιτική του Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει τη Δύση χωρίς να χαλάσει τη σχέση του με τη Ρωσία. Η πρόσφατη απειλή για άσκηση βέτο κατά της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, επειδή, κατά την Άγκυρα, παρέχουν καταφύγιο σε τρομοκρατικές οργανώσεις ενόχλησε τις ΗΠΑ, που όμως δεν θέλουν να στρέψουν την πλάτη τους στην Τουρκία.
Στον Λευκό Οίκο του Τζο Μπάιντεν οι συμβολισμοί αναδείχθηκαν σε πρώτο πλάνο. Ο Αμερικανός πρόεδρος φόρεσε γαλανόλευκη γραβάτα, συστήθηκε με το ελληνοποιημένο επώνυμό του και οργάνωσε μια μεγαλειώδη δεξίωση, με ντολμαδάκια, μπακλαβαδάκια, και ελληνικά τραγούδια, προς τιμήν της χώρας μας. Ο Ερντογάν ακόμα περιμένει πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο.
Αν τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι του γούστου της Εφ.Συν, είναι δικαίωμά της να ασκήσει κριτική. Μπορεί να μην της άρεσε ο αυθορμητισμός του Μπάιντεν και ο καθωσπρεπισμός του Μητσοτάκη. Ενδεχομένως να θυμόταν τον επαναστατισμό του Αλέξη Τσίπρα όταν, τον Οκτώβριο του 2017, δήλωνε ενώπιον του Ντόναλντ Τραμπ: «Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ». «Η Αμερική είναι αξιόπιστος και σταθερός εταίρος της Ελλάδας». Τόσο αξιόπιστος που ο Τραμπ, στην κοινή συνέντευξη Τύπου, κοστολόγησε την ελληνοαμερικανική συνεργασία στα 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Και σε αντάλλαγμα δεν πρόσφερε ούτε ένα καναπεδάκι.
Απορία προκαλεί, ωστόσο, η σύμπλευση πνευμάτων της εφημερίδας της Αριστεράς με τη «Δημοκρατία», της πολύ συντηρητικής Δεξιάς. Ακόμα και στις λέξεις συνέπεσαν. «Ούτε λέξη για την Τουρκία». «Ο Κυριάκος στις κοινές δηλώσεις με τον Μπάιντεν κατάπιε τη γλώσσα του. Θλιβερή παρουσία! Πρώτη φορά Έλληνας πρωθυπουργός δεν ανέφερε καν το όνομα της χώρας που μας απειλεί διαρκώς. Φθηνές δικαιολογίες ότι συζητήθηκαν τα ελληνοτουρκικά πίσω από τις κλειστές πόρτες», γράφει στο πρωτοσέλιδό της η «Δημοκρατία».
Ανάλογη είναι και η ανάλυση της Εφ.Συν.: «Η εξωτερική πολιτική της επαιτείας», τιτλοφορείται το κύριο άρθρο της. «Πριν συναντηθεί με τον Αμερικανό πρόεδρο, ο Κυρ. Μητσοτάκης μίλησε σε διάφορα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Κράτησε χαμηλούς τόνους απέναντι στην Τουρκία, αρκούμενος μόνο να πει πως ''οι ΗΠΑ κατανοούν ποιοι είναι οι αξιόπιστοι εταίροι στην περιοχή''. Το κατανοούν αλλά πράττουν πάντα με βάση αυτό που τις συμφέρει. Αυτό ο Κυρ. Μητσοτάκης δεν το καταλαβαίνει. Αρκείται στον ρόλο του επαίτη, με την ελπίδα πως ο μεγάλος σύμμαχος θα τον ελεήσει. Θλίψη».
«Το αποκορύφωμα», συνεχίζει το ίδιο άρθρο, «ήταν όσα δημόσια είπε ο πρωθυπουργός πριν από τις κατ' ιδίαν συνομιλίες με τον Τζο Μπάιντεν. Ούτε λέξη για τα εθνικά θέματα και συμφέροντα. Κουβέντα για τα ελληνοτουρκικά. (Κάτι θυμήθηκε αργότερα στις ομιλίες πριν από το δείπνο.) Αποθέωση του συνθήματος της υποτέλειας: ''Είμαστε αξιόπιστος εταίρος''. Είπε ακόμη ότι Ελλάδα και ΗΠΑ ''αντιμετωπίζουμε, ενωμένοι, την πρόκληση της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία''.
«Προφανώς για τον Κυρ. Μητσοτάκη το μέγιστο πρόβλημα της χώρας που έπρεπε να μοιραστεί με την αμερικανική ηγεσία είναι το ουκρανικό. Δεν χωράει αμφιβολία πως γυρίσαμε πολλά χρόνια πίσω στην εξωτερική πολιτική. Πρόκειται για την εξωτερική πολιτική της επαιτείας και των ''yesmen''. Μια πολιτική που μόνο δεινά έφερε», διαπιστώνει η Εφ.Συν.
Το να θέλει η «Δημοκρατία» τουρκοφάγο τον πρωθυπουργό είναι κατανοητό. Το να ξεσπαθώνει η Εφ.Συν γιατί ο Μητσοτάκης δεν απαίτησε με το «καλησπέρα» και στις τυπικές δημόσιες δηλώσεις από τον Μπάιντεν να πετάξει την Τουρκία έξω από την προμήθεια των F-16 είναι κωμικό. Αν δεν είναι θλιβερό, που θα σχολίαζαν από κοινού η «Εφημερίδα των Συντακτών» και η «Δημοκρατία». Είναι η κούρσα των εξοπλισμών που ενοχλεί ή ο φιλοπουτινισμός, που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο ενός κομματιού της αντιπολίτευσης.