O αποκλεισμός από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κάθε πιθανότητας συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου, μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί και ως προάγγελος μιας γενικευμένης στάσης του απέναντι σε κάθε προοπτική προσέγγισης και συνεννόησης που θα μπορούσε να δρομολογήσει σταδιακά μια σύμπλευση και συμπόρευση των δύο κομμάτων.
Προφανώς επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ στην παρούσα φάση (και μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές) με δεδομένο ότι υπολείπεται του ΣΥΡΙΖΑ ως προς τα εκλογικά ποσοστά, είναι η ανάδειξη του σε κύριο αντιπολιτευτικό πόλο εν τοις πράγμασι (κάτι που θα μπορούσε να έχει και μια επίσημη καταγραφή στις ευρωεκλογές του Μαϊου 2024), διεκδικώντας την πρωτοβουλία στις αντιπολιτευτικές κινήσεις και αξιοποιώντας την περίοδο αναταραχής και εσωστρέφειας που αναπόφευκτα θα υπάρξει στον ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη νέα πτώση των ποσοστών του στις εκλογές του Ιουνίου και ενόψει της μακράς, ως φαίνεται, διαδικασίας για την εκλογή νέας ηγεσίας, μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση Τσίπρα.
Μπορεί όμως το ΠΑΣΟΚ να καταφέρει να πάρει τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, παίρνοντας και τη ρεβάνς για την εκπαραθύρωσή του το 2012;
Πριν απ’ όλα, να πούμε ότι οι χρονικές περίοδοι και οι συγκυρίες του 2012 και του 2023 δεν είναι και πολύ συγκρίσιμες.
Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα από τις εκλογές του 2009 στις οποίες το ΠΑΣΟΚ είχε ποσοστό 43,92% και στη συνέχεια στις πρώτες εκλογές του 2012 κατακρημνίσθηκε στο 13,18%, ενώ στις δεύτερες είχε περαιτέρω πτώση στο 12,28%. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα το 2009 κατέγραψε ποσοστό 4,60% και εκτινάχθηκε το 2012 στο 16,78% τον Μάιο και στο 26,89% τον Ιούνιο. Η πορεία του και η δυναμική του δηλαδή ήταν θεαματικά ανοδική όχι μόνο από το 2009 μέχρι το 2012 αλλά και από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση του 2012 μέχρι τη δεύτερη, όπου πέτυχε μέσα σε ένα μήνα μία άνοδο κατά 10,11 ποσοστιαίες μονάδες.
Το ΠΑΣΟΚ ως ΚΙΝΛ στις εκλογές του 2019 είχε ποσοστό 8,10% και στις πρώτες εκλογές του 2023 ανέβηκε στο 11,46% καταγράφοντας μία σημαντική αύξηση 3,36 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ στις δεύτερες του Ιουνίου πήρε 11,84%, δηλαδή είχε μία μικρή άνοδο κατά 0,38 ποσοστιαία μονάδα. Προφανώς αυτή η ισχνή αύξηση της δύναμης του δεν δικαιολογεί υπέρμετρη αισιοδοξία και δεν δημιουργεί από μόνη της καμία δυναμική θεαματικής ανόδου στη συνέχεια. Αυτό όμως που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις φιλοδοξίες του ΠΑΣΟΚ είναι η συνεχής πτωτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ που αν εξακολουθήσει, ίσως και να αρκεί μία μικρή δική του άνοδος για να πάρει τη θέση του ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τι θα έχει όμως καταφέρει το ΠΑΣΟΚ ακόμα και αν ευοδωθεί αυτό το σενάριο και κατορθώσει, αρχής γενομένης από τις ευρωεκλογές, να φτάσει σε ένα ποσοστό για παράδειγμα 15% με έναν ΣΥΡΙΖΑ που θα έχει πέσει ενδεχομένως και πιο κάτω από αυτό; Καμία δυναμική εναλλακτικού πόλου εξουσίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε τέτοια ποσοστά ή ακόμη και με λίγο μεγαλύτερα, κοντά στο 20% ή λίγο πιο πάνω ή πιο κάτω.
Μια ουσιώδης επίσης παράμετρος που καθιστά διαφορετικές και μη συγκρίσιμες τις περιόδους 2012 και 2023 είναι ότι από το ΠΑΣΟΚ αποχώρησαν από το 2010 έως το 2012 αρκετοί βουλευτές και στελέχη πρώτης γραμμής και εντάχθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ ενισχύοντας την κυβερνησιμότητα του, ενώ και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε από τότε κάποια αξιόλογα στελέχη ικανά να αναλάβουν κυβερνητικές θέσεις.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα, μετά τις διαρροές σημαντικών στελεχών που είχε από το 2010 και προς τον Συριζα και προς τη Ν.Δ. είναι αμφίβολο αν μόνο με τα νέα πρόσωπα που έχει προτάξει ο Ν. Ανδρουλάκης μπορεί να χτίσει πειστικό κυβερνητικό προφίλ, παρά το γεγονός ότι αρκετά από αυτά είναι αξιόλογα. Μην ξεχνάμε εξάλλου ότι στις εκλογές δεν εκλέχθηκαν κάποια έμπειρα στελέχη της εναπομείνασας «παλαιάς φρουράς» που θα ενίσχυαν την εικόνα του ως εν δυνάμει κόμμα εξουσίας.
Βέβαια, αν ο ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέχεια, κατά τις εσωκομματικές διαδικασίες του για την εκλογή νέου αρχηγού, ή μετά από αυτές, έχει διαλυτικά φαινόμενα με διαρροή στελεχών και καταφέρει το ΠΑΣΟΚ να τα εντάξει στις τάξεις του, ίσως να αλλάξει σύντομα η εικόνα ως προς την πολιτική κυριαρχία στον χώρο της κεντροαριστεράς. Αλλά κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ότι μπορεί να συμβεί τουλάχιστον ως γενικευμένο φαινόμενο, όχι μόνο γιατί δύσκολα θα υπάρξουν προσχωρήσεις από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ, αλλά και γιατί ο Ν. Ανδρουλάκης φαίνεται να επιθυμεί, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, ένα ανανεωμένο αλλά ταυτόχρονα και περιχαρακωμένο κόμμα χωρίς παλαιότερα και φθαρμένα στελέχη.
Πρέπει να συνεκτιμηθεί επίσης, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012 είχε έναν αρχηγό με πολύ χαρισματικά επικοινωνιακά γνωρίσματα, τα οποία δεν μπορούμε να πούμε ότι διαθέτει στον ίδιο βαθμό ο Ν. Ανδρουλάκης, αν αυτό βέβαια μπορεί σήμερα να είναι κρίσιμο ή καθοριστικό.
Κυρίως όμως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλ. Τσίπρας του 2012 εκπροσωπούσε εκείνη την εποχή κάτι νέο σε μια συγκυρία δεινής οικονομικής κρίσης και μνημονίων που είχε φθείρει τα δύο «παλαιά» κόμματα Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, ενώ το ΠΑΣΟΚ σήμερα, παρά την μεγάλη ανανέωση του, κανείς δεν μπορεί να πει ότι είναι κάτι εντελώς νέο και άφθαρτο στην πολιτική σκηνή, μετά από τόσα χρόνια διακυβέρνησης.
Συνεπώς, η αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ «αυτοδύναμου» όχι απλά ως αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά ως πειστικός εναλλακτικός πόλος εξουσίας απέναντι στην απόλυτη κυριαρχία της Ν.Δ. δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι με τα τωρινά δεδομένα μοιάζει με ουτοπία, όσο και αν στην πολιτική τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί.
Μονόδρομος είναι λοιπόν και για τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης η προσέγγιση τους σε βάθος χρόνου και η προσπάθεια όχι μόνο συνεργασίας αλλά και κοινής πορείας. Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να το έχει κατανοήσει αυτό και να το επιθυμεί, το ΠΑΣΟΚ όμως δεν δείχνει προς το παρόν κάτι τέτοιο.
Εξάλλου, το πρόγραμμά τους, ο πολιτικός προσανατολισμός τους και οι βασικές θέσεις τους, όπως φάνηκε και στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις δεν έχουν και πολλές διαφορές, ίσως και καμία διαφορά, τουλάχιστον ως προς τα κύρια ζητήματα.
Εμπόδιο σε μια τέτοια προοπτική μπορεί να είναι μόνο μία μάχη εξουσίας και πρωτείων μεταξύ τους και συνακόλουθα η διαφαινόμενη επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ να διεξάγει την πολιτική «διαπραγμάτευση» από μία καλύτερη θέση, κάτι που θα μπορούσε να προσδοκά ότι θα το καταφέρει στις ευρωεκλογές του Μαΐου.
Μέχρι τότε, φαίνεται δύσκολο να ξεκινήσει κάποια διαδικασία προσέγγισης ανάμεσα στα δύο βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης και δεν προβλέπεται να αλλάξει αυτή την εκτίμηση η εκλογή νέου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ, όποιος και αν είναι αυτός. Ας ελπίσουμε όμως, χάριν της εύρυθμης λειτουργίας της δημοκρατίας και της αντιπολιτευτικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας, τα δύο κόμματα να υλοποιήσουν την αυτονόητη έστω ανάγκη συνεννόησης και συνεργασίας που επιβάλλει ο ρόλος τους ως μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης και να περιοριστεί η μεταξύ τους αντιπαράθεση, που στην προεκλογική περίοδο ήταν επόμενο να υπάρχει.
Πάντως, καλό θα είναι και τα δύο να έχουν στο μυαλό τους ότι όποιο χρεωθεί μια άκαμπτη αλαζονική ή και οπορτουνιστική στάση πιθανότητα θα υποστεί και το ανάλογο εκλογικό κόστος, αρχής γενομένης από τις ευρωεκλογές.