Δυο χρόνια πριν, στις 5 Ιουλίου 2019, μόλις ένα 48ωρο πριν ανοίξουν οι κάλπες των εκλογών, ο Αλέξης Τσίπρας διάβαζε τα τελευταία reports από τις δημοσκοπήσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχανε, αλλά το ποσοστό του θα ξεπερνούσε το 30%. Ενας στενός συνεργάτης τού υπέδειξε ένα «μυστικό». Η εμφάνισή του στον ΣΚΑΪ δυο μέρες πριν, σε μια δύσκολη αλλά επιτυχημένη συνέντευξη και μάλιστα σε «εχθρικό» έδαφος, είχε λειτουργήσει ως ασανσέρ για τα εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε προσθέσει μόνος του σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες. «Αλέξη, πάρε το παιχνίδι πάνω σου», ήταν η συμβουλή του συνεργάτη του. «Με αυτόν τον ΣΥΡΙΖΑ δεν πάμε πουθενά. Άλλαξέ τα όλα από το βράδυ των εκλογών».
Τη βραδιά των εκλογών, ο μόνος ψύχραιμος σε μια «κλαίουσα» και αποσβολωμένη Κουμουνδούρου ήταν ο Τσίπρας. Στο μήνυμά του, στον απόηχο της συζήτησης της Παρασκευής με τον στενό συνεργάτη του, έριξε το σύνθημα: «Αλλάζουμε τον ΣΥΡΙΖΑ».
Δυο χρόνια μετά, ο απολογισμός μοιάζει φτωχός. Όλα αλλάζουν (στα λόγια) και όλα παραμένουν ίδια (στην πράξη). Τελευταίο παράδειγμα η Προγραμματική Συνδιάσκεψη στο Κατράκειο. Μια κομματική πασαρέλα, με αδιάφορους δικτυακούς μονολόγους, χωρίς φρεσκάδα, χωρίς νέες ιδέες, χωρίς νέα πρόσωπα. Όσο για το περίφημο «πρόγραμμα Σταθάκη»; «Ό,τι πιο βαρετό έχω συναντήσει στη ζωή μου, αν δεν είχα συναντήσει τον ίδιο τον Σταθάκη», περιέγραφε απογοητευμένο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ρόλος του Τσίπρα
Μόνον οι ανόητοι δεν κατανοούν ότι ΣΥΡΙΖΑ χωρίς Τσίπρα δεν υπάρχει. Ενώ, αντίθετα, ο Τσίπρας χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαιο ότι αποτελεί ένα ενδιαφέρον πολιτικό πρότζεκτ.
Οσοι τον υποτιμούν, ισχυρίζονται ότι είναι ένα απλό δημιούργημα μιας έκτακτης κατάστασης, της βαθιάς κρίσης που συντάραξε την ελληνική κοινωνία από τη χρεοκοπία και τα μνημόνια. Τους διαφεύγει όμως μια λεπτομέρεια: Σε αντίστοιχες μεγάλες καμπές της Ιστορίας, όπως η Μεταπολίτευση και το «1989», η Αριστερά έμεινε στη γωνία και έβλεπε τα τρένα να περνούν. Ο Τσίπρας συντονίσθηκε με τη συγκυρία και, όπως εύστοχα έχει γράψει ο Μίμης Ανδρουλάκης, κατάφερε να συγχρονίσει το «εσωτερικό ρολόι» του με τον χρόνο της Ιστορίας. Ο συγχρονισμός έφερε ένα κόμμα του 3% σε θέση εξουσίας. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των πολιτικών ηγετών.
Το ερώτημα λοιπόν είναι γιατί δυσκολεύεται τόσο πολύ τώρα, γιατί το «εσωτερικό ρολόι» του μοιάζει να είναι ξεκούρδιστο και πάντως δείχνει αρκετά μακριά από τον Χρόνο της σημερινής Ιστορίας.
Γιατί, δυο χρόνια, καθυστερεί να αλλάξει τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι κοινό μυστικό ότι η σχέση του Τσίπρα με τους περισσότερους «βαρώνους» και «φεουδάρχες» του ΣΥΡΙΖΑ είναι από ανύπαρκτη έως καθαρά τυπική. Άλλωστε και η «παλιά φρουρά» με επικεφαλής την τρόικα Βούτση-Φίλη-Σκουρλέτη δεν κρύβουν τη δυσφορία τους για κάθε πρωτοβουλία διεύρυνσης της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και σε παρελθόντα χρόνο, σε όλες τις μεγάλες προωθητικές πρωτοβουλίες του Τσίπρα, βρέθηκαν στην απέναντι όχθη.
Στην τελευταία εκρηκτική συνεδρίαση του Πολιτικού Συμβουλίου, ο ίδιος ο Τσίπρας υπενθύμισε στον Νίκο Φίλη ότι από το 2016-17 εισηγείτο να φύγουν από την κυβέρνηση. Γιατί, όπως υποστήριζε, δεν θα τα κατάφερναν να βγάλουν τη χώρα από τα μνημόνια και επιπλέον θα μόλυναν την «αριστερή ψυχή» τους.
Τα ίδια στελέχη, ακόμη πιο παλιά, από την περίοδο των εκλογών του 2015, είχαν διαφωνήσει με τον στόχο «κυβέρνηση της Αριστεράς-Για πρώτη φορά» με την ακαταμάχητη υποψία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διολίσθαινε στον… «κυβερνητισμό».
Μάλιστα, ο Πάνος Σκουρλέτης κατάφερε ως γραμματέας το αδιανόητο: ένα κόμμα του 32% να μην κερδίσει στις αυτοδιοικητικές εκλογές ούτε μία περιφέρεια, ούτε έναν μεγάλο δήμο σε όλη τη χώρα. Ίσως για να μην γλιστρήσει κι αυτός στον… «κυβερνητισμό».
Ολοι αυτοί, λοιπόν, που εκπροσωπούν τον «βαθύ ΣΥΡΙΖΑ» δίνουν τα τελευταία χρόνια μια λυσσασμένη μάχη εξουσίας και μηχανισμών για να μην αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Με σημαία τη «ριζοσπαστική Αριστερά» και το «να μη γίνουμε νέο ΠΑΣΟΚ».
Οι «παλαιοημερολογίτες» του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν την πολιτική κουλτούρα και την παράδοση μιας «Αριστεράς της ήττας». Παιδιά και εγγόνια του Λεωνίδα Κύρκου και του Γιάννη Μπανιά, κληρονόμησαν στο DNA μια παράδοση της Αριστεράς εγκλωβισμένης και ευνουχισμένης στο πολιτικό περιθώριο και την κοινωνική διαμαρτυρία.
Αντιμετώπιζαν τον Τσίπρα, από την αρχή της σταδιοδρομίας του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στην καλύτερη περίπτωση ως έναν «κομπέρ», έναν ταλαντούχο πλασιέ που διέθετε την επικοινωνιακή ικανότητα να «πλασάρει» στο εκλογικό ακροατήριο τις ιδέες τους. Ουδέποτε τον αποδέχτηκαν ως τον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ και, όποτε έβρισκαν την ευκαιρία, υπόγεια και στα μουλωχτά τον αμφισβητούσαν.
«Προσέλαβαν» σε μια αναγκαστική πολιτική συμμαχία και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και κάθισαν κάτω από μια «Ομπρέλα». Ο Ευκλείδης, βέβαια, είναι μια άλλη περίπτωση. Πιο κοσμοπολίτης από την «τρόικα», με αδιαμφισβήτητες γνώσεις και καλό βιογραφικό, αλλά με ένα στρατηγικό μειονέκτημα: μια συμπαθητική άγνοια της πολιτικής. «Ούλτρα αριστερός», αλλά απόλυτα συνεπής στις νουθεσίες της ευρωπαϊκής τρόικας, όταν βρέθηκε στη θέση του υπουργού Οικονομικών, με αποτέλεσμα ένας σύντροφός του να τον χαρακτηρίσει, χαιρέκακα αλλά μάλλον εύστοχα, «διπολικό»: «Ο Ευκλείδης, έλεγε, γίνεται Στουρνάρας όταν είναι στις Βρυξέλλες και Λαφαζάνης όταν επιστρέφει στην Αθήνα».
Βέβαια, όλοι αυτοί οι «ριζοσπάστες Αριστεροί» δεν αποποιήθηκαν κανένα από τα προνόμια της εξουσίας κατά τα 4,5 χρόνια της διακυβέρνησης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία για τη σχέση της «Αριστεράς της ήττας» με την υποκρισία…
Κεντροαριστερά ή αριστερά
Ο Τσίπρας, ενώ γνωρίζει άριστα ότι οι «παλαιοημερολογίτες» ναρκοθετούν το εγχείρημα της αλλαγής του ΣΥΡΙΖΑ και πιθανότατα προσβλέπουν σε μια νέα εκλογική ήττα για να τον αμφισβητήσουν, έχει επιλέξει την τακτική του «όλοι μαζί». «Όλοι μαζί» ακόμη και με ακραία πολιτικά φαινόμενα του τύπου Παύλου Πολάκη. Δυστυχώς για τον ίδιο, η τακτική του «Όλοι μαζί» έχει ένα σημαντικό τίμημα. Ο ίδιος ακυρώνεται, και ο ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει στη μνήμη την ατάκα της Μελίνας Μερκούρη στον Ανδρέα Παπανδρέου για το ΠΑΣΟΚ του 1990: «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε».
Τον τελευταίο χρόνο, ο Τσίπρας προσπαθεί να διευρύνει τον κύκλο των συνομιλητών του και ταυτόχρονα να ανοίξει το μυαλό τους σε νέες ιδέες που προέρχονται τόσο από τα σύγχρονα ρεύματα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς και της πολιτικής οικολογίας όσο και από τις ΗΠΑ του Τζο Μπάιντεν. Τα πρόσφατα ταξίδια του στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και στις Πρέσπες τα ένιωσε ως «όαση» μετά τις πνιγηρές και γκρίζες διαδικασίες στα κλειστά δωμάτια της Κουμουνδούρου. Ακόμη και ως ένα back to the politics μετά τους μίζερους καβγάδες στο Πολιτικό Συμβούλιο με τους «Μητροπολίτες» του παλαιοημερολογητισμού.
Ολοι οι σοβαροί συνομιλητές τού δείχνουν προς μια κατεύθυνση... Να επιχειρήσει τη μετακίνηση του ΣΥΡΙΖΑ από ένα συνονθύλευμα της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» σε ένα σύγχρονο κόμμα της κεντροαριστεράς. Άλλωστε η απόσταση δεν είναι και χαώδης. Ο Αμερικανός θεωρητικός του συντηρητισμού Ίρβινγκ Κρίστολ έχει διατυπώσει έναν από τους εξυπνότερους ορισμούς αυτού του πολιτικού ρεύματος: «Συντηρητικός είναι ένας προοδευτικός που προσέκρουσε στην πραγματικότητα». Με άλλα λόγια δηλαδή, «Κεντροαριστερός είναι ένας αριστερός που σκόνταψε πάνω στην πραγματικότητα».
Θα χρειαστεί λοιπόν ακόμη μια «πρόσκρουση» με την πραγματικότητα ο Τσίπρας για να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό; Αν τα πράγματα εξελιχθούν με αυτόν τον τρόπο, το πιθανότερο σημείο «πρόσκρουσης» δεν θα είναι άλλο από τις επόμενες εκλογές. Και μια νέα εκλογική ήττα. Ίσως τότε θα έρθει η στιγμή για το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους «Αριστερούς της ήττας».
Τότε όμως θα μιλάμε για την Επαγγελία μιας αδύνατης επανίδρυσης του ΣΥΡΙΖΑ. Και περίπου τέσσερα χαμένα χρόνια για τον Αλέξη Τσίπρα.