Τους άξονες στους οποίους θα βασιστεί η πολιτική του υπουργείου Εργασίας για την αναδοχή και την υιοθεσία ανέλυσε η Δόμνα Μιχαηλίδου σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο Μέγαρο με τίτλο «Μια οικογένεια για κάθε παιδί: η νέα πολιτική για την Αναδοχή και την Υιοθεσία».
Όπως ανέφερε η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδια για θέματα πρόνοιας, η προσπάθεια αυτή εδράζεται σε δύο συγκεκριμένους άξονες, την αποτελεσματικότερη εποπτεία των δομών παιδικής προστασίας και την υιοθέτηση δράσεων στη λογική της αποιδρυματοποίησης που αξιώνει την επιστροφή του παιδιού στη φυσική του οικογένεια ή την ένταξή του σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια.
Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, δηλαδή την αποτελεσματικότερη εποπτεία των δομών παιδικής προστασίας η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, γνωστοποίησε ότι για να επιτευχθεί αυτό θεσπίζεται «ενιαίο πλαίσιο, ελάχιστων προδιαγραφών λειτουργίας για τις δομές παιδικής προστασίας με εφαρμογή στο σύνολο των δομών τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα». «Είναι μία αλλαγή που χρειάζεται χρόνια, δεκαετίες τώρα και δεν έχει υιοθετηθεί από καμία κυβέρνηση μέχρι τώρα. Καλύπτοντας αυτό το κενό συνδέουμε τη χορήγηση άδειας λειτουργίας με τον έλεγχο της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας επιτυγχάνοντας την ουσιαστική εποπτεία των φορέων παιδικής προστασίας η οποία σήμερα λόγω της έλλειψης σαφούς και κοινού πλαισίου είναι αποσπασματική και επομένως αναποτελεσματική. Διασφαλίζουμε έτσι ότι τα μοναδικά κριτήρια για τις αποφάσεις σε κάθε δομή είναι το συμφέρον των παιδιών και η διασφάλιση της προοπτικής να βρεθεί γι αυτά μία οικογένεια», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Μιχαηλίδου.
Ακόμη επισήμανε ότι ενεργοποιείται πλήρως το ισχύον νομικό πλαίσιο για την αναδοχή και την υιοθεσία δηλαδή ο ν. 4538/18 «ο οποίος ενάμιση χρόνο τώρα δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή τουλάχιστον σε πολλά από τα καίρια και κύρια κομμάτια του».
Παράλληλα η κ. Μιχαηλίδου, έκανε λόγο για μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση των στοιχείων των παιδιών που φιλοξενούνται σε ιδιωτικές ως επί το πλείστον ή δημόσιες δομές πρόνοιας στο πληροφοριακό σύστημα για αναδοχή και υιοθεσία, καθώς όπως είπε, παρότι ο νόμος ψηφίστηκε το Μάιο του 2018, τον Ιούλιο του 2019 που ανέλαβαν την διακυβέρνηση είχαν καταχωρηθεί στο ενιαίο μητρώο 91 παιδιά από δύο μόλις δομές. «Σήμερα από 91 παιδιά, έχουν καταχωρηθεί 1346 παιδιά από 62 δομές. Έχουμε κάνει όλες τις απαραίτητες κινήσεις προς τις δημόσιες και ιδιωτικές δομές για την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών και πιστεύουμε ότι η καταχώρηση των παιδιών μέσα στους πρώτους κιόλας μήνες του 2020 θα έχει ολοκληρωθεί. Αποτελεσματική εποπτεία των δομών παιδικής προστασίας και συνεπώς αποτελεσματική πολιτική για αναδοχή και υιοθεσία χωρίς ακριβή και πλήρη στοιχεία δεν νοείται», σημείωσε.
Επιπλέον όσον αφορά το κομμάτι της ενίσχυσης των δομών η υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων έθιξε το ζήτημα της «μεγάλης καθυστέρησης στην εφαρμογή συστήματος εκπαίδευσης στο κομμάτι υποψήφιων αναδόχων και θετών γονέων». Αποτέλεσμα αυτής της καθυστέρησης, όπως ανέφερε, είναι η αύξηση του χρόνου αξιολόγησης των αιτημάτων εκατοντάδων υποψηφίων. «Σήμερα είμαστε έτοιμοι να λύσουμε το πρόβλημα χάρη στην χρηματοδότηση σχεδόν 300 χιλιάδων, ευρώ από το υπουργείο μας προς τους φορείς διοικητικής εποπτείας δομών παιδικής προστασίας όπως οι Περιφέρειες για την έναρξη των σχετικών προγραμμάτων», υπογράμμισε.
Αναφερόμενη στον δεύτερο πυλώνα της νέας στρατηγικής για την αναδοχή και την υιοθεσία , η κ. Μιχαηλίδου τόνισε ότι αυτός αποτελείται από την υιοθέτηση δράσεων στη λογική της αποιδρυματοποίησης που αξιώνει την παραμονή στις δομές παιδικής προστασίας να είναι μέτρο προσωρινό είτε μέχρι την επιστροφή του παιδιού στη φυσική του οικογένεια ή την ένταξή του σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια. «Στη λογική επομένως ότι η τοποθέτηση ενός παιδιού σε δομή προστασίας αποτελεί την έσχατη λύση εντείνουμε την προσπάθεια για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σχετικά με το θεσμό της αναδοχής ώστε να υπάρξει υπέρβαση της λανθασμένης θεωρίας ότι η αναδοχή αφορά αποκλειστικά ένα πρώιμο στάδιο της υιοθεσίας», επισήμανε , ενώ πρόσθεσε ότι το υπουργείο αναλαμβάνει ενημερωτική εκστρατεία «ώστε να γίνει αντιληπτό κοινωνικά ότι ο κανόνας είναι η αναδοχή να λειτουργεί κατά βάση υποστηρικτικά προς τη φυσική οικογένεια έως ότου αυτή καταφέρει να στηριχθεί και πάλι στα πόδια της». Επίσης, γνωστοποίησε ότι προχωρούν στην ανάπτυξη ενός δικτύου αναδόχων σε πανελλαδική κλίμακα με όρους γεωγραφικής εγγύτητας μεταξύ παιδιού και αναδόχου που δεν θα οδηγεί δηλαδή στη φυσική απομάκρυνση από τον γενέθλιο τόπο και τη φυσική οικογένεια του παιδιού.
Ακόμη, η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι διασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργία του πληροφοριακού συστήματος, anynet, και το επεκτείνουν στις περιπτώσεις που αυτό κρίνεται αναγκαίο. «Μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της εγγραφής στο σύστημα των κοινωνικών λειτουργών των δημόσιων φορέων προβαίνουμε σε όλες τις απαραίτητες κινήσεις για την εγγραφή των πιστοποιημένων ιδιωτών κοινωνικών λειτουργών και μεριμνούμε συνολικά για την συστηματική τους κατάρτιση στη χρήση του πληροφοριακού συστήματος. Επιπλέον εισάγουμε στο πληροφοριακό σύστημα τη δυνατότητα διαχείρισης διακρατικών υποθέσεων, σημείωσε, ενώ συμπλήρωσε ότι εξασφαλίζουν τη διαλειτουργικότητα του πληροφοριακού συστήματος με άλλα συστήματα του δημόσιου φορέα, όπως το ΟΠΕΚΑ, ο οποίος είναι ο αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε ανάδοχους γονείς, «που θα αρχίσει να καταβάλλεται από το νέο έτος και θα κυμαίνεται από 325 έως 1060 ευρώ το μήνα».
Παράλληλα τόνισε ότι θα δοθεί ειδικό βάρος σε δράσεις που θα ενισχύουν την προοπτική της αποιδρυματοποίησης και για τα πιο ευάλωτα παιδιά., όπως τα παιδιά με αναπηρία και εφήβους. Ειδικότερα για τα παιδιά ΑΜΕΑ, υπογράμμισε ότι γνωρίζουν ότι είναι πολύ περιορισμένες οι αιτήσεις πολιτών που εκδηλώνουν ενδιαφέρον να αναλάβουν τη φροντίδα τους. «Οφείλουμε να εργαστούμε για την ανατροπή αυτής της αντίληψης γι αυτό και με κοινή υπουργική απόφαση για τη χορήγηση ειδικής οικονομικής ενίσχυσης των ανάδοχων γονέων που θα υπογραφεί άμεσα θεσπίζουμε αυξημένη οικονομική ενίσχυση σε περίπτωση αναδοχής παιδιού με αναπηρία, αναγνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν την ευθύνη ανατροφής αυτών των παιδιών επωμίζονται και αυξημένα οικονομικά βάρη», ενώ συμπλήρωσε ότι εξετάζεται η εισαγωγή στο πληροφοριακό σύστημα της δυνατότητας υιοθεσίας παιδιών ΑΜΕΑ από το εξωτερικό, «κάτι που μπορεί να ενεργοποιήσει θετικά αντανακλαστικά και στο εσωτερικό της χώρας». Όσον αφορά τους εφήβους η κ. Μιχαηλίδου ανέφερε ότι εξετάζεται η δυνατότητα εφαρμογής σχημάτων όπως τα αντίστοιχα διαμερίσματα διαβίωσης που ήδη λειτουργούν για τους ασυνόδευτους εφήβους 16-18 ετών καθώς επίσης και η χρηματοδότηση τέτοιων σχημάτων φιλοξενίας υπό το πλαίσιο δύο ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών της Κομισιόν.
«Να γίνουμε συμμέτοχοι στην προσπάθεια να διαμορφώσουμε ένα πιο ελπιδοφόρο μονοπάτι για τη ζωή των παιδιών αυτών», κατέληξε η κ. Μιχαηλίδου.