Οι πέντε τελευταίες δημοσκοπήσεις που έγιναν στο κλίμα των Τεμπών δείχνουν σταθερά το ίδιο δεδομένο: Στα πιο δύσκολα της τελευταίας 6ετίας η ΝΔ παραμένει πρώτη (25% - 28,1%), με ασφαλή διαφορά από τον δεύτερο.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης και μια ανατροπή την οποία δεν περιμέναμε: Δεύτερη έρχεται πλέον η Πλεύση και τρίτο το ΠΑΣΟΚ. Χάνει ο Ανδρουλάκης, κερδίζει η Ζωή. Οι υπόλοιποι αγκομαχούν με ποσοστά από 10% και κάτω. Προφανώς, ακόμη και ένα τραγικό γεγονός, όπως το δυστύχημα των Τεμπών, όταν το ξεχειλώνεις στα άκρα και υπερθεματίζεις με ακατάσχετη συνωμοσιολογία/τσιρίδα, τότε εισπράττει τα οφέλη μόνο ο αυθεντικός εκπρόσωπος.
Οι δημοσκοπήσεις προφανώς δεν είναι εκλογές. Μπορεί εύκολα σήμερα να εκδηλώνει κάποιος την οργή ή τον θυμό ή την απογοήτευσή του και όταν έλθει η ώρα της κάλπης να αποφασίσει κάτι διαφορετικό. Μας δίνουν ωστόσο μια ασφαλή ιδέα για το πού βρισκόμαστε, παρότι το πολιτικό τοπίο είναι κατακερματισμένο και ασταθές.
Η ΝΔ διατηρείται στην πρώτη θέση παρότι δέχεται ολομέτωπη επίθεση από σύσσωμη την αντιπολίτευση. Και παρότι έχει πλέον εναντίον της την πλειοψηφία της κοινής γνώμης στο περίφημο θέμα της «συγκάλυψης» για τα Τέμπη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεχίζει να προηγείται και όσο περνάει ο καιρός το πιθανότερο είναι ότι θα ανεβαίνει. Διότι ακόμη και τα Τέμπη, για να αποτελέσουν θρυαλλίδα πολιτικών αλλαγών, πρέπει να εμφανιστεί μια διαφορετική ισχυρή πολιτική πρόταση και σοβαρά πρόσωπα για να την εκπροσωπήσουν. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Σε σημείο που ο κόσμος να δηλώνει ότι καλύτερη για πρωθυπουργός της χώρας θα είναι η Ζωή. Που μάλλον ως σαρκασμός ακούγεται.
Ανησυχεί, φυσικά, η κυβέρνηση για την αυτοδυναμία. Το κόμμα ωστόσο που θα πρέπει να ανησυχεί περισσότερο από όλα είναι το ΠΑΣΟΚ. Όπως αποδεικνύεται, όχι μόνο δεν έχει κατορθώσει να παραμείνει στο ψυχολογικό όριο του 20%, αλλά υποχωρεί πλέον προς το 10% και μοιάζει να μην έχει δυνατότητα ανάκαμψης, με αποτέλεσμα στις περισσότερες έρευνες να το προσπερνά η Πλεύση Ελευθερίας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Κοινή διαπίστωση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ άνοιξε με την τακτική και τη ρητορική του ένα πεδίο στο οποίο δεν μπορεί να ανταγωνιστεί σε δημαγωγία τα αντισυστημικά κόμματα. Έγινε ασυνείδητα χορηγός της λαϊκιστικής ντουντούκας. Αντί για εμμονή σε πρόγραμμα και θέσεις, υπάρχει μόνο «να φύγει ο Μητσοτάκης». Με αποτέλεσμα να εισβάλλει τελικά στο πεδίο η Ζωή και να αναλαμβάνουν οι έμποροι των Τεμπών.
Επομένως, όσο κι αν η κυβέρνηση χάνει πολιτικό έδαφος, ο δεύτερος στην κούρσα δεν μπορεί να εισπράξει τη δυσαρέσκεια. Το ΠΑΣΟΚ συντονίστηκε στην ιστορία του Βελόπουλου με τα ξυλόλια, με αποτέλεσμα να χάνει και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Όλος ο λαϊκισμός που απελευθερώθηκε με τα Τέμπη, διοχετεύτηκε σε ό,τι πιο τοξικό και αντισυστημικό κυκλοφορεί. Θυμηθείτε τι πέτυχε ο Σαμαράς με τα Ζάππεια. Έκανε τελικά κυβέρνηση τον Καμμένο και τον Τσίπρα.
Από την Καρυστιανού ως τον Βαρουφάκη συν τρεις-τέσσερις πρώην πρωθυπουργούς υπάρχει τόση αγωνία να ρίξουν τον Μητσοτάκη, με κάθε τρόπο, που τους έχει γίνει εμμονή και ξεχνούν τα βασικά. Ειδικά το ΠΑΣΟΚ αγνοεί τον ευρύτατο χώρο του Κέντρου που στήριξε και στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις Μητσοτάκη αλλά είναι σήμερα αρκετά δυσαρεστημένος. Κι όμως, το ΠΑΣΟΚ αυτόν τον κόσμο τον αποδιώχνει όταν δηλώνει ότι θα κάνει κυβέρνηση με την έξαλλη Αριστερά. Μέχρι τον Γιάνη, τον Στέφανο και φυσικά τη Ζωή θέλει να αξιοποιήσει. Και, βεβαίως, το Κέντρο τού γυρίζει την πλάτη, μένει στον Μητσοτάκη, όσο κι αν φωνάζει ή διαμαρτύρεται.
Έτσι εμφανίζεται η αντιπολίτευση να χάνει δυνάμεις, περισσότερες από την κυβέρνηση. Και, παρ' όλα αυτά, κανένα κόμμα δεν συνέρχεται και δεν οριοθετείται απέναντι στην Πλεύση Ελευθερίας. Όλοι τραβάνε κουπί στη βάρκα της. Και μιλάμε για ένα κόμμα με δικαστική αντίληψη για την πολιτική, μονοπρόσωπο, με έναν αριστερού τύπου αντιδυτικό ρωσόφιλο λαϊκισμό, ένα κόμμα που έχει ταχθεί ανοιχτά υπέρ της δραχμής!
Αυτά τα προβλήματα εμποδίζουν την αντιπολίτευση να προχωρήσει ακόμα κι όταν η ΝΔ πέφτει. Λογικά, θα έπρεπε να διερευνήσουν τι φταίει. Δεν φαίνεται να μπορούν να το κάνουν. Κυρίως δεν αντιλαμβάνονται ότι η ηγεμονία του ανορθολογισμού, της συνωμοσιολογίας και της αμφισβήτησης των θεσμών τις δικές τους πιθανότητες ηγεμονίας υποθηκεύει. Και ακόμη περισσότερο τις υποθηκεύει όταν αναζητούν έναν «γάμο», μια συνεργασία όσων βρίσκονται σε αδιέξοδα για να βρουν διέξοδο μαζί. Από πότε, όμως, όσοι απέτυχαν μόνοι τους μπορούν να πετύχουν με ενωμένες τις αποτυχίες τους;
Για μένα προσωπικά, υπό μία έννοια, αυτό είναι σήμερα μια πραγματική απειλή: Ποιος θα εκφράσει εναλλακτικά την «κανονικότητα» και την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας αν η εποχή των τεράτων σαρώσει όλες τις υπαρκτές επιλογές; Τι θα συμβεί δηλαδή αν το ΠΑΣΟΚ, το μόνο εναπομείναν κόμμα του ορθολογισμού που αποτελεί δυνητικά την εναλλακτική λύση, οπισθοχωρήσει κι άλλο.
Και τώρα; Όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, τη μεγάλη ευθύνη για την ομαλή πορεία της χώρας και τη σταθερότητα, για την οποία ανησυχεί το 76,9%, οι πολίτες την εμπιστεύονται στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ακόμη και σε αυτή την εποχή των έντονων αναταράξεων.

Προφανώς, η σημερινή εικόνα δεν επιτρέπει καμία ρεαλιστική εκτίμηση για την επίτευξη αυτοδυναμίας. Η κυβέρνηση, παρά τον ανασχηματισμό, δεν δείχνει να έχει βρει ακόμη έναν σταθερό βηματισμό. Άλλοτε επηρεάζεται υπερβολικά από τα εχθρικά μεγάφωνα της πλατείας, άλλοτε ξαναδοκιμάζει τον ρόλο του «επιτελικού» business as usual. To βασικό είναι να ανταποκριθεί γρήγορα στις θεμιτές αγωνίες του κόσμου για αλλαγές και ξεκαθάρισμα της τραγωδίας των Τεμπών. Δεν είναι εύκολο. Τουλάχιστον απομένουν δύο χρόνια ως τις εκλογές, για κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κι αυτό λένε ότι είναι μια αιωνιότητα στην πολιτική.