Στο τραγικό γεγονός της δολοφονίας της 28χρονης από τον πρώην σύντροφό της, έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων αναφέρθηκε η Άννα Διαμαντοπούλου, Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του Κοινωνικού Κράτους και πρώην Επίτροπος στην Κομισιόν.
Στην αρχή της συνομιλίας της στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Το GPS της Επικαιρότητας» , αναφερόμενη στη δολοφονία της 28χρονης, δήλωσε χαρακτηριστικά το εξής «όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες τραγωδίες, γιατί αυτό είναι μια μεγάλη τραγωδία-βγήκαμε από μια συζήτηση που αφορούσε στα Τέμπη-όταν γίνεται κάτι τέτοιο ανοίγει το κουτί με τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε όλοι μπροστά και δεν δικαιούμαστε πια να είμαστε έκπληκτοι μπροστά σε πράγματα που συμβαίνουν και που έχουν να κάνουν με την οργάνωση του δημοσίου τομέα σε κάθε φάση του. Δηλαδή, για τα Τέμπη συζητάμε για τα μεγάλα προβλήματα της οργάνωσης των σιδηροδρόμων και το θέμα της πρόσληψης της αξιολόγησης των συμβάσεων, το πώς λειτουργεί ένας οργανισμός, οι διαδικασίες ασφάλειας. Στην αστυνομία, για το ίδιο πράγμα πρέπει να μιλήσουμε, δηλαδή οι προσλήψεις, η αξιολόγηση, η παρακολούθηση, η συνεχής επιμόρφωση, η δυνατότητα που δίνεται στον αστυνομικό να παρέμβει ή να μην παρέμβει. Είναι λοιπόν, ένα, αυτό το κουτί που ανοίγει και βλέπεις όλα τα προβλήματα με τις παθογένειες και το δεύτερο είναι αυτό καθαυτό το θέμα της γυναικοκτονίας».
«Είναι λοιπόν ένα φαινόμενο το οποίο έρχεται μέσα από τους αιώνες και συναντάται δυστυχώς σε όλες τις κοινωνίες και έχει να κάνει με το αίσθημα ιδιοκτησίας που υπήρχε απέναντι στη γυναίκα» σημείωσε έπειτα η κα Διαμαντοπούλου, για την γυναικοκτονία. «Από τη μια πλευρά, είναι το ερωτικό έντονο συναίσθημα, το οποίο εκφράζεται με βία από τον άνδρα που έχει βιολογικά μεγαλύτερη ισχύ απέναντι από τη γυναίκα και κοινωνικά είναι το αίσθημα ιδιοκτησίας, το ότι από τη στιγμή που είσαι μαζί μου, είσαι δική μου και δεν έχεις δικαίωμα ούτε επιλογών, ούτε να φεύγεις και έχω επάνω σου δικαίωμα ζωής και θανάτου. Αυτά σε μια κοινωνία του 2024 υπάρχουν και βγαίνουν. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα αλλά όπως βλέπετε δεν είναι όλοι με ψυχολογικά προβλήματα. Είναι και άνθρωποι οι οποίοι λειτουργούν μια χαρά και εν ψυχρώ πολλές φορές. Άρα, είναι ένα από τα πολύπλοκα θέματα που αφενός αφορούν το πώς αντιμετωπίζεται και έρχεται το οργανωμένο κράτος και η οργανωμένη κοινωνία να απαντήσει και βάζω μέσα και την κοινωνία, γιατί πώς μεγαλώνουμε τα αγόρια, πώς μεγαλώνουμε τα κορίτσια, πώς η κοινωνία η ίδια αντιμετωπίζει τον διπλανό, το σπίτι, τη γυναίκα που φωνάζει, την οικογένεια που έχει προβλήματα. Όλα αυτά συνθέτουν ένα μέγιστο πρόβλημα. Δεν έχει μία διάσταση, έχει πολλές διαστάσεις αυτό το πρόβλημα και αυτό το γεγονός που ζήσαμε χθες, που νομίζω είναι το πιο τρομακτικό γιατί δείχνει ότι ακόμη και όταν μια γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει, προσπαθεί να αντιμετωπίσει την απειλή για τη ζωή της δεν υπάρχει η βοήθεια από εκεί που ο καθένας την περιμένει δηλαδή από την αστυνομία».
Διαμαντοπούλου: Χρησιμοποιώ πλέον και εγώ τον όρο γυναικοκτονία
Ερωτηθείσα τέλος, αν θα μπορούσε ο ποινικός μας νόμος να εντάξει, να υιοθετήσει τον όρο γυναικοκτονία, η κα Άννα Διαμαντοπούλου, επισήμανε «είναι πάρα πολύ δύσκολη αυτή η συζήτηση με την εξής έννοια: ότι η γυναικοκτονία είναι ανθρωποκτονία. Πρέπει λοιπόν και υπάρχουν γυναικοκτονίες οι οποίες δεν εντάσσονται στη σχέση βίας άνδρα-γυναίκα ή στις προσωπικές σχέσεις. Ναι, και άλλων ειδών δολοφονίες. Ήμουν αρκετά επιφυλακτική στην έννοια του ότι δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει άλλος τρόπος ποινής. Πιο συγκεκριμένα, η ποινή για την ανθρωποκτονία πρέπει να έχει κοινά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί να διαφοροποιείται. Θα συμφωνήσω όμως και χρησιμοποιώ πλέον και εγώ τον όρο γυναικοκτονία για να επικεντρωθούμε σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό ζήτημα ότι υπάρχει μια κατηγορία βίας, κακοποίησης, δολοφονιών που βασίζεται ακριβώς σε αυτή τη σχέση που έρχεται πραγματικά μέσα από τους αιώνες και η οποία αναπαράγει αυτή την αίσθηση εξουσίας του άνδρα απέναντι στη γυναίκα. Θα έλεγα ναι, λοιπόν, σε μια τέτοια νομοθετική εξέλιξη. Και καταλήγω στο ότι θα πρέπει να το κάνουμε όχι γιατί θα έχει άλλη ποινική έκβαση, αλλά γιατί θα προσδιορίσει και θα κατανοήσουμε όλοι ένα πολύ συγκεκριμένο κοινωνικό γεγονός βίας και κακοποίησης».