Υπέρ του ν/σ του υπ. Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών» τάχθηκε η πλειοψηφία της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής.
Παράλληλα -στο πλαίσιο της ακρόασης φορέων- οι δικαστικές ενώσεις ζήτησαν την απόσυρση του άρθρου 40 για τα προγράμματα επιμόρφωσης των εν ενεργεία δικαστών.
Υπέρ «επί της αρχής» τάχθηκε η ΝΔ, «επιφυλάχθηκαν» να τοποθετηθούν στην ολομέλεια ο ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής και η Ελληνική Λύση, ενώ ΚΚΕ και ΜέΡΑ25 τάχθηκαν «κατά».
Κοινή συνισταμένη των τοποθετήσεων των ενδιαφερόμενων φορέων ήταν ότι το νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση, ωστόσο, οι εκπρόσωποι των δικαστικών ενώσεων ζήτησαν την απόσυρση της διάταξης (άρθρο 40) για τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση σε εν ενεργεία δικαστικούς λειτουργούς, που περιλαμβάνει υποχρεωτικά σεμινάρια και αξιολόγηση με ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών για τη χορήγηση πιστοποιητικού ευδόκιμης παρακολούθησης.
Η εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων, Σοφία Διπλοΐδου, είπε ότι δέχεται την υποχρεωτικότητα των σεμιναρίων, αλλά χαρακτήρισε παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης το να κρίνονται οι δικαστές από πρόσωπα εκτός αυτής, και πρότεινε, αντί του πιστοποιητικού της ευδόκιμης παρακολούθησης των σεμιναρίων, να χορηγείται βεβαίωση παρακολούθησης.
Εκ μέρους της Εθνικής Σχολής Δικαστών, ο γενικής διευθυντής της, Δημήτριος Εμμανουηλίδης σημείωσε ότι με το νομοσχέδιο, η κατάρτιση των σπουδαστών γίνεται με γνώμονα το επαγγελματικό προσανατολισμό της σχολής και με έμφαση στον πρακτικό χαρακτήρα της, και θα περιλαμβάνει μελέτη δικογραφιών με εντοπισμένα ζητήματα στις κρίσιμες θεματικές των οικείων κατευθύνσεων. Η, δε, επιμόρφωση, είπε ότι επικεντρώνεται ιδίως σε νέα αντικείμενα που απαιτούν καλύτερη και πιο προσανατολισμένη δεξιότητα.
Ο εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας και πρόεδρος του ΔΣ Πειραιά, Γιώργος Σταματογιάννης, είπε ότι είναι θετικός στη διά βίου μάθηση, ωστόσο, όπως σημείωσε, ο δικαστής πρέπει να κρίνεται από το τι γράφει σε μια απόφασή του, σε μια διάταξη, σε ένα βούλευμα, και όχι εάν έχει απαντήσει θετικά στο 70% των ερωτήσεων, επί των γνώσεων που λαμβάνει από τα σεμινάρια.
Ο αναπληρωτής υπεύθυνος Οικονομικής Διαχείρισης της Ένωσης Δικαστών, Μιχαήλ Τσέφας είπε ότι ο δικαστής πρέπει να μπορεί να κρίνει ελεύθερα, ενώ στις εξετάσεις των σεμιναρίων καλείται να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την άποψη του διδάσκοντος.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Παναγιώτης Δανιάς, είπε ότι, όταν το αποτέλεσμα των εξετάσεων στα σεμινάρια μπαίνουν στο υπηρεσιακό φάκελο, σημαίνει ότι στο μέλλον, το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να λάβει στοιχεία από εκεί και να αξιολογήσει υπέρ ή κατά κάποιου υποψηφίου με βάση απαντήσεις σε αντικείμενα, που δεν δέχονται «επιστημονικά μονοσήμαντη απάντηση».
Ο αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου, Δημήτρης Τσακανίκας είπε ότι, δείκτης επίδοσης της αποτελεσματικότητας της επιμόρφωσης, δεν μπορεί να αποτελέσει η γραπτή εξέταση, αλλά αυτό πρέπει να εξακριβώνεται μέσω του θεσμού της επιθεώρησης.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, Παναγιώτης Τσούκας είπε ότι το νομοσχέδιο διαπνέεται από μεταρρυθμιστική πνοή. Η μόνη μας επιφύλαξη, είναι ότι «δεν είναι δυνατόν οτιδήποτε προκύψει ως αποτίμηση γνώσεων, που αποκόμισε ο δικαστής από τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα επιμόρφωσης, να παρεισαχθεί στο φάκελο του, ως ένα δυνάμει στοιχείο κρίσης του στο μέλλον. Αυτό αντιβαίνει στο Σύνταγμα και το νόμο, που απαιτεί, ο δικαστής να κρίνεται για αυτά τα οποία αποδίδει στη άσκηση υπηρεσιακών του καθηκόντων».
Ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Λάμπρος Μαργαρίτης είπε ότι το νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση ενώ για το επίμαχο άρθρο εκτίμησε ότι «υπάρχει η δυνατότητα να αξιολογείται η παρουσία στα επιμορφωτικά σεμινάρια από τους ίδιους ανθρώπους που κάνουν και την αντίστοιχη επιθεώρηση στο χώρο της εργασίας, ώστε να απεμπλακεί οποιαδήποτε σύνδεση του ενός πράγματος με το άλλο».
Η Βασιλική Θάνου, πρόεδρος της Ένωσης Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων, είπε ότι το άρθρο 40 «είναι μια ευκαιριακή και εκ πλαγίου αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών». Υπάρχει το ενδεχόμενο, σημείωσε, να επηρεάζεται η προοπτική και η υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστών, αφού η βαθμολόγηση κατατίθεται στον υπηρεσιακό τους φάκελο. Η διαδικασία αυτή, προσέθεσε, δεν έχει τα εχέγγυα της διαδικασίας επιθεώρησης, που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Εξάλλου, σημείωσε, οι εκθέσεις αυτές επιθεώρησης μπορεί και να προσβληθούν εάν ο επιθεωρούμενος δικαστής θεωρεί ότι κατά κάποιο τρόπο έχει αδικηθεί. Αυτά τα εχέγγυα δεν τα διαθέτει η προβλεπόμενη ρύθμιση, είπε η κ. Θάνου.