Οι επικείμενες ευρωεκλογές ήταν το πρώτο θέμα συζήτησης στη συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας, Μάκη Βορίδη, στην ΕΡΤ.
Και, πρώτα για την προεκλογική κατανομή πολιτικής δουλειάς (ο κ. Βορίδης έχει χρεωθεί την Πελοπόννησο), θα έχει συνάντηση, την άλλη εβδομάδα, με τους βουλευτές και τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας από τη συγκεκριμένη περιοχή, με στόχο, «να καλύψουμε όλους τους δήμους της Πελοποννήσου».
Ενώ, στο γενικότερο πολιτικό πλαίσιο, «οι ευρωεκλογές έχουν πάντοτε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τούτες οι ευρωεκλογές έχουν πρόσθετα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά». Και αυτό γιατί, όπως εξήγησε ο κ. Βορίδης, δεν ακολουθούν εθνικές εκλογές, επίσης έχει καταγραφεί μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος στις τελευταίες εθνικές εκλογές, διαφορά που επιβεβαιώνεται και από τις μετρήσεις της τρέχουσας περιόδου.
Βορίδης για τα διακυβεύματα των εκλογών
Όμως, η Ευρώπη διανύει μία «κρίσιμη καμπή», όπως ανέφερε με τρία διακυβεύματα-ζητήματα με ιδεολογικό περιεχόμενο πάνω στο τραπέζι.
Το πρώτο είναι η ευρωπαϊκή άμυνα. «Εκτός από το ΝΑΤΟ που είναι ο βασικός στρατιωτικός, αμυντικός βραχίονας του δυτικού κόσμου, από την άλλη η Ευρώπη πρέπει να έχει τη δική της άμυνα», σημείωσε και συνέχισε επικαλούμενος τη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού, σύμφωνα με την οποία η κοινή άμυνα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω ευρωομολόγου.
Ένα πρόσθετο όφελος για τη χώρα μας, εξάλλου, σύμφωνα με τον κ. Βορίδη είναι το εξής: «Η ελληνική αμυντική βιομηχανία θα πάρει δουλειές από την Ευρώπη». Εν κατακλείδι, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ζητά να προχωρήσει η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα, όταν τα κόμματα της Αριστεράς είναι αντίθετα, όπως υποστήριξε.
Δεύτερο θέμα είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική, με βασικό ερώτημα εάν πρέπει «να γίνει επιθετικά η πράσινη μετάβαση στους αγρότες». Σύμφωνα με τον υπουργό, κάτι τέτοιο «έχει συνέπειες, που έχουν να κάνουν με τη μείωση των βασικών ενισχύσεων, και επομένως με το εισόδημα των αγροτών μας. Το ΕΛΚ λέει "ναι" στην πράσινη μετάβαση, αλλά με λελογισμένο ρυθμό, που διαφυλάσσει εισόδημα των αγροτών. Τα κόμματα της Αριστεράς και οι Σοσιαλιστές λένε να γίνει γρήγορα, τώρα, η πράσινη μετάβαση».
Τρίτο θέμα, η μετανάστευση, με κυρίαρχο ζήτημα, εάν πρέπει να έχει η Ευρώπη συντεταγμένη περιοριστική μεταναστευτική πολιτική. Θέμα στο οποίο, και εδώ, διαπιστώνεται διαφορετική προσέγγιση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Άλλωστε, συμπλήρωσε, «αν υποθέσουμε ότι το βράδυ των εκλογών η Νέα Δημοκρατία δεν θα έχει ένα καλό αποτέλεσμα, οι πολιτικοί αντίπαλοί μας θα πουν, "αυτό δεν έχει καμία πολιτική σημασία";». Φυσικά, «η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πέσει μετά τις ευρωεκλογές, να το ξεκαθαρίσουμε. Έχουμε μια καθαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι βουλευτικές εκλογές θα γίνουν την ώρα που πρέπει», τόνισε. Ζήτησε, όμως, «να εγκριθεί το πρόγραμμα της κυβέρνησης, να στηριχθεί ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος δέχεται απίστευτες επιθέσεις, και μάλιστα συντονισμένες, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με όλες αυτές τις κατασκευές που γίνονται από τους σοσιαλιστές, τους κομμουνιστές, τους πράσινους για τα θέματα του κράτους δικαίου».
Όσον αφορά την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, ο κ. Βορίδης παρατήρησε ότι «το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πάντοτε κάνει μια έκθεση και πάντοτε στην έκθεση αυτή υπάρχουν παρατηρήσεις. Αν θέλετε να δείτε την εξέλιξη των θεσμών, θα πρέπει να συγκρίνετε εκθέσεις».
Όπως επεσήμανε, άλλο είναι να παίρνει κανείς υπ' όψιν του την έκθεση προκειμένου να γίνουν βελτιώσεις και άλλο «να περιγράφουμε την Ελλάδα -όπως κάνει η Αριστερά, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ- περίπου ως δικτατορία. Είναι άλλο να πούμε να βελτιώσουμε τη λειτουργία ενός θεσμού, η κριτική είναι καλοδεχούμενη». Διευκρίνισε, δε, ότι στην αμερικανική έκθεση υπάρχει σειρά θετικών αναφορών στα ζητήματα λειτουργίας των κομμάτων και των εκλογών, στη δυνατότητα των δημοσιογράφων να εκφράζονται ελεύθερα. Σε αυτό το σημείο επικαλέστηκε και την πρόσφατη επίσκεψη, στη χώρα μας, της αρμοδίου Επιτρόπου Βέρας Γιούροβα, η οποία «τα βρήκε μια χαρά».
Εξάλλου, «αν ακούσει κανείς τον ΣΥΡΙΖΑ στα θέματα ελευθερίας του Τύπου, θα νομίσει ότι έχουμε λογοκρισία, ότι πηγαίνουν φυλακή και διώκονται οι δημοσιογράφοι». Για τις καταχρηστικές αγωγές κατά δημοσιογράφων παρατήρησε ότι εάν ο δημοσιογράφος επανορθώσει στο εξώδικο του θιγόμενου, δεν υπάρχει δίωξη.
Σε σχέση με τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε ότι «το Predator δεν έχει σχέση με την κυβέρνηση βάσει της επίσημης ενημέρωσης που έχουμε από τις αρμόδιες υπηρεσίες, που κάνουν τις νόμιμες επισυνδέσεις».
Στο θέμα των σχέσεων της κυβέρνησης με την Εκκλησία, εν πρώτοις διευκρίνισε ότι «υπάρχει η Εκκλησία, η οποία εκφράζεται θεσμικά από την Ιερά Σύνοδο και αυτή εκπροσωπείται από τον αρχιεπίσκοπο. Από εκεί και πέρα υπάρχουν πάμπολλοι ιερείς, οι οποίοι ασκούν τα ποιμαντικά καθήκοντά τους αλλά αυτοί είναι χιλιάδες άνθρωποι. Στους χιλιάδες αυτούς ανθρώπους μπορεί να υπάρχουν εξαιρέσεις, οι οποίες να φέρονται με ακραίο τρόπο στο συγκεκριμένο θέμα. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία των ιερέων και η θεσμική έκφραση της Εκκλησίας όχι μόνο δεν υιοθετεί αλλά και καταδικάζει, ο αρχιεπίσκοπος, τέτοιου είδους συμπεριφορές».
Σε σχέση με την ισότητα στον πολιτικό γάμο, ανέφερε πως «εννοείται ότι η Εκκλησία είχε τη θέση της και τη διατύπωσε στο συγκεκριμένο θέμα. Από την άλλη μεριά κανένα μέτωπο, καμία ρηγμάτωση δεν υπάρχει. Αντιθέτως, η σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας παραμένουν αυτές που πρέπει να είναι. Καθένας κάνει τη δουλειά του από τον θεσμικό ρόλο του, η Εκκλησία είναι θείον καθίδρυμα, ασχολείται με τα πνευματικά ζητήματα, με τα ζητήματα της πίστεώς μας. Διατυπώνει και τις απόψεις της για ζητήματα που θεωρεί ότι άπτονται αυτών».
Σε ό,τι αφορά τις επικείμενες δικαστικές εξελίξεις για το κόμμα των Σπαρτιατών, ο κ. Βορίδης υπεραμύνθηκε της διάταξης που είχε ψηφιστεί επί της δικής του θητείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Χάρη σε αυτήν τη ρύθμιση δεν μπόρεσε να γίνει βουλευτής ο Ηλίας Κασιδιάρης, χάρη σε αυτήν τη ρύθμιση ασκήθηκε η δίωξη για εξαπάτηση των εκλογέων, όπως επιχειρηματολόγησε. Τίποτε από αυτά δεν θα είχε συμβεί, «αν τότε είχα ακολουθήσει αυτό που μου έλεγαν τα κόμματα της Αριστεράς», ήταν το καταληκτικό σχόλιό του στο θέμα.
Τέλος, για τις συλλήψεις σχετικά με τη δολοφονία του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη, ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε ότι «η αστυνομία γενικώς κάνει τη δουλειά της», επιπροσθέτως δεν προχωρεί (η αστυνομία) σε δράσεις βάσει δημοσκοπήσεων για την ασφάλεια των πολιτών.