Οι περισσότεροι συμφωνούμε στο εξής: Το πολίτευμα της χώρας δεν κινδυνεύει από το πώς θα ταφεί ένας τέως βασιλιάς. Αντίθετα, κινδυνεύει από αυτούς που νυχθημερόν μιλούν για ανατροπή και έλεγχο των αρμών της εξουσίας.
Ας συμφωνήσουμε και σε κάτι επιπλέον: Είναι απαράδεκτα τα «δάκρυα» (όχι των ακραίων, αναμενόμενα) πολλών κεντρώων και φιλελεύθερων συμπολιτών μας που λάτρεψαν όψιμα τη βασιλεία και ανακάλυψαν ότι ο τέως έπρεπε να ταφεί με δόξες και τιμές μονάρχη. Κάποιοι εξ αυτών είπαν, μάλιστα, ότι ο Παύλος Γλύξμπουργκ θα μπορούσε να θεωρείται «διάδοχος του θρόνου της Ελλάδας»!
Όσοι διαμαρτυρήθηκαν για την ταφή του Κωνσταντίνου ως ιδιώτη, έφεραν το επιχείρημα ότι ακόμη και η κηδεία του Φλωράκη -που προσπάθησε να κάνει την Ελλάδα Σοβιετία- έγινε το 2005 δημοσία δαπάνη, με εντολή Καραμανλή. Τόσοι άσχετοι κηδεύτηκαν με τιμές και λαϊκά προσκυνήματα, είπαν.
Μια καλή απάντηση σε όλα αυτά έδωσε η απόφαση Μητσοτάκη να αποδοθούν λίγες και με μέτρο τιμές στον νεκρό πρώην βασιλιά. Η σχετική ανάρτησή του ήταν, κατά τη γνώμη μου, απολύτως σοφή. Ο πρωθυπουργός τοποθέτησε τον τέως στο ιστορικό πλαίσιο που του αρμόζει: ως τελευταίο και έκπτωτο εκπρόσωπο μιας βασιλικής δυναστείας που άφησε πίσω της (και) δεινά (και) αρνητικές αναμνήσεις. Τον νεκρό τον σεβόμαστε και τον τιμούμε στο μέτρο που αντέχει η Ιστορία μας.
Η σολομώντεια λύση Μητσοτάκη για την κηδεία τού τέως έστειλε μήνυμα όχι μόνο στους αφελείς θαυμαστές της βασιλείας, αλλά και στους αφελέστερους της Αριστεράς που αναζητούν συνεχώς θεματολογία για πολιτικό καβγά.
Ο πρωθυπουργός με τη στάση του υπενθύμισε ότι τη μοναρχία δεν την απέπεμψε κανένα αριστερό κίνημα, αλλά η Δεξιά, και κυρίως η πολιτική βούληση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έζησε στο πετσί του την προβληματική συνύπαρξη πολιτικών και Παλατιού, από τη δεκαετία του '50.
Σήμερα, οι Έλληνες δεν νοσταλγούν τους τέως βασιλείς τους και τους ενθυμούνται χωρίς ιδιαίτερη συμπάθεια. Ο ελληνικός λαός δεν δέθηκε ποτέ οργανικά με την οικογένεια Γλύξμπουργκ. Το Παλάτι ταυτίστηκε με Διχασμούς, πραξικοπήματα, ανατροπές κυβερνήσεων, δικτατορίες, συνωμοσίες και διώξεις. Η Ελλάδα έζησε τη συχνή διολίσθηση του πολιτεύματος στη Συνταγματική Μοναρχία, μία δε φορά, το 1936, στη δικτατορία. Αυτόν τον τεράστιο κύκλο συγκρούσεων γύρω από το πολίτευμα άνοιξε ο ιδρυτής της δυναστείας, Γεώργιος Α' (1863-1913), θεσπίζοντας τη δυνατότητα του άνακτα να παύει κυβερνήσεις -απόφαση που ταλαιπώρησε την πολιτική ζωή του τόπου επί έναν αιώνα, έως το 1974.
Οι βασιλείς παρέμειναν «ξένοι», επειδή τα μέλη της δυναστείας δεν εμβαπτίστηκαν ποτέ πλήρως στην ελληνικότητα, παρά την παιδεία τους, όπως εξηγεί παραστατικά ο ιστορικός Κώστας Μ. Σταματόπουλος. Στη συνείδηση των Ελλήνων, η δεσποτική Φρειδερίκη έχει ταυτιστεί με κάθε σκοτεινό παρασκήνιο, και τη θυμόμαστε κυρίως για τα κωμικοτραγικά σκάνδαλα της μετεμφυλιακής Ελλάδας: από τα Βιβλιάρια απόρων κορασίδων ως την προίκα της Σοφίας - «Προίκα στην Παιδεία και όχι στη Σοφία» φώναζαν οι φοιτητές διαδηλώνοντας τότε στους δρόμους της Αθήνας.
Προβληματικό πολιτικό αισθητήριο είχε και ο τελευταίος της δυναστείας, ο εκλιπών Κωνσταντίνος, ο βασιλιάς που όρκισε και νομιμοποίησε την κυβέρνηση των συνταγματαρχών. Λιγότερο από τετραετία κράτησε ουσιαστικά η βασιλεία του και όλα έγιναν μαντάρα. Θύμα μιας πολωμένης εποχής και μιας αυταρχικής μητέρας, αδύναμος να χειριστεί το ασταθές πολιτικό σκηνικό, στάθηκε μοιραίος ως βασιλιάς. Ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη, δεν έκανε ποτέ μια ειλικρινή, δημόσια εξομολόγηση και αυτοκριτική. Αντίθετα, όπως δήλωσε σε παλαιότερη εκπομπή στον ΣΚΑΪ για τη χούντα, «οπωσδήποτε θα την όρκιζα». Όσο κι αν προσπάθησε (επιπόλαια) να ανατρέψει τους συνταγματάρχες, η πράξη αυτή σημάδεψε τη βασιλεία του και τον οδήγησε στην έξοδο με το δημοψήφισμα του '74, επισπεύδοντας τη Μεταπολίτευση. Υπήρξε, βέβαια, νόμιμος και συνταγματικός και ποτέ δεν διεκδίκησε κάποια ενδεχόμενη επιστροφή του. Το μοναδικό «αγκάθι» είναι ότι αντιδίκησε με τη χώρα του για την περιουσία της οικογένειάς του και ο λαός υποχρεώθηκε δικαστικώς να του καταβάλει μεγάλα ποσά για το Τατόι.
Σήμερα, οι ώριμοι Έλληνες της Μεταπολίτευσης στεκόμαστε πλέον υπερβατικά απέναντι στους διχασμούς του παρελθόντος. Προσωπικά, χαζεύω με ευχαρίστηση τα νέα αυτής της παρέας βαθύπλουτων κοσμοπολιτών που είναι οι σημερινοί Γλύξμπουργκ. Μόνο η Αριστερά αδυνατεί να κάνει μια ακομπλεξάριστη ανάγνωση της πολιτειακής ιστορίας της χώρας, συντηρώντας τον διχασμό. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι υπήρξαν και θετικές στιγμές στη μακρά παρουσία της μοναρχίας, παρότι δεν υπάρχει τίποτα να νοσταλγήσουμε από αυτήν. «Ο Βασιλιάς πέθανε. Ζήτω η Δημοκρατία!».