Με τη χθεσινή ανακοίνωση των κ. Στυλανίδη και Τουρνά στις θέσεις υπουργού και υφυπουργού αντίστοιχα στο νεοσύστατο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας ολοκληρώνεται ο πλέον επεισοδιακός ανασχηματισμός των τελευταίων ετών.
Όσο ψύχραιμα και αν προσπαθήσει κάποιος να ερμηνεύσει τις αποφάσεις του πρωθυπουργού, ασφαλές συμπέρασμα δεν θα βγάλει για τους στόχους που είχε θέσει όταν αποφάσισε να κάνει τον ανασχηματισμό που ανακοίνωσε. Ξεκινώντας από το βασικό ερώτημα, αν δηλαδή ήταν απαραίτητος ο ανασχηματισμός. Αν το ζητούμενο ήταν το ουσιαστικό, και όχι το επικοινωνιακό, ανακάτεμα της τράπουλας μετά από δύο και πλέον χρόνια διακυβέρνησης της χώρας, τότε ο ανασχηματισμός έπρεπε να είναι δομικός και σαρωτικός.
Αντ’ αυτού ο πρωθυπουργός επέλεξε ένα περίεργο, στην καλύτερη περίπτωση, μείγμα μετακινήσεων και καθαιρέσεων, με ένα ακόμη πιο περίεργο «πασπάλισμα» συναίνεσης βάζοντας στην κυβέρνησή του ένα εντυπωσιακότατο αυτογκόλ. Τα όποια επικοινωνιακά οφέλη προσδοκούσε, πνίγηκαν στα μπρος-πίσω του ναυάρχου Αποστολάκη. Ο όλος χειρισμός ήταν τουλάχιστον αφελής. Είναι σαφές ότι μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συναίνεσης, ούτε καν συνεννόησης. Τα δύο κόμματα δεν συναντιούνται πουθενά. Επίσης προφανές είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επρόκειτο να δώσει τις ευλογίες του σε ένα στέλεχός του να αναλάβει ένα τόσο κομβικό υπουργείο. Ένα υπουργείο το οποίο θα βρεθεί στο μάτι του κυκλώνα τον χειμώνα που μας έρχεται, ένα υπουργείο το οποίο θα αποτελεί μόνιμη αφορμή οξείας αντιπολίτευσης για τον ΣΥΡΙΖΑ. Με υπουργό ένα τόσο προβεβλημένο στέλεχός του, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε, υποχρεωτικά, να ρίξει πολύ τους αντιπολιτευτικούς του τόνους.
Όσον αφορά στον ίδιο τον κ. Αποστολάκη, όποιες πολιτικές βλέψεις είχε για το μέλλον θα πρέπει να τις ξεχάσει. Γιατί κανένα από τα δύο κόμματα δεν θα ξεχάσει την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του. Για τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι ο προδότης που είπε «ναι» στον πολιτικό εχθρό, για την ΝΔ αυτός που ακύρωσε, σε μεγάλο βαθμό, τα οφέλη του ανασχηματισμού. Η επιλογή του από τον πρωθυπουργό θα μείνει στην ιστορία για όλους τους λάθος λόγους. Ως πολιτικός τακτικισμός απέτυχε παταγωδώς. Οι ψηφοφόροι του κόμματος αντέδρασαν έντονα, η απορία του γιατί δεν επελέχθη κάποιος «γηγενής» στη θέση του Χαρδαλιά θα μείνει αναπάντητη. Η επιλογή, μετά από μια εβδομάδα διαβουλεύσεων, του κ. Στυλιανίδη μένει να κριθεί ως προς την αποτελεσματικότητά της. Δημιούργησε, όμως, και αυτή ερωτήματα. Ερωτήματα που για να απαντηθούν χρήζουν επιχειρηματολογίας, δεν πρόκειται για μια «προφανή» επιλογή.
Η μετακίνηση του Βασίλη Κικίλια στον Τουρισμό, μετά από την πρώτη ανάγνωση, μάλλον σαν επιβράβευση μοιάζει. Πρόκειται για ένα ήσυχο υπουργείο, ένα υπουργείο στο οποίο είναι πολύ δύσκολο να αποτύχει κάποιος. Η επιλογή όμως του διαδόχου του στο Υγείας, πέραν του εντυπωσιακού επιστημονικού βιογραφικού που τον συνοδεύει, άναψε φωτιές. Ο Θάνος Πλεύρης είναι και αυτός προϊόν πολιτικής μεταγραφής, προερχόμενος από το χώρο δεξιά της ΝΔ που κάλυπτε ο ΛΑΟΣ. Τρία πρωτοκλασάτα στελέχη του είναι αυτήν την στιγμή πρωτοκλασάτοι υπουργοί της κυβέρνησης της ΝΔ. Πιθανώς ο κ. Πλεύρης να πετύχει στο έργο του, το ευχόμαστε άλλωστε όλοι. Στην πολιτική όμως, όπου τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης δεν είναι απολύτως μετρήσιμα, δεν υπάρχει μεζούρα. Αυτό το οποίο κυρίως μετράει είναι το πώς οι πολίτες εισπράττουν τις πράξεις των κυβερνώντων. Το πώς οι ηγέτες τούς κάνουν να νιώθουν. How they make them feel αγγλιστί.
Έως τις αρχές του '21, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά μετέδιδαν στους πολίτες την αίσθηση ότι όχι απλώς υπάρχει καπετάνιος στο τιμόνι αλλά ξέρει και πώς να οδηγήσει τη χώρα. Το στοίχημα με τα πασοκογενή στελέχη της κυβέρνησης κερδιζόταν, οι πολιτικές ισορροπίες έμοιαζαν να λειτουργούν. Τα απανωτά επικοινωνιακά faux pas, όμως, άρχισαν να θολώνουν λίγο τη διαυγή εικόνα, η αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας δεν ήταν το ίδιο αποτελεσματική όπως αυτή της πρώτης. Τα μηνύματα άρχισαν να γίνονται συγκεχυμένα, οι κατευθύνσεις κάθε άλλο παρά σαφείς. Οι καταστροφικές πυρκαγιές, ανεξαρτήτως πολιτικών ή μη ευθυνών, κλόνισαν τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης. Η ανάγκη για την ανάκτηση αυτής της εμπιστοσύνης άρχισε να γίνεται επιτακτική.
Προς το παρόν όμως, ο ανασχηματισμός δεν έχει κάνει τους πολίτες να νιώθουν καλύτερα. Μάλλον το αντίθετο. Το αίσθημα αυτό είναι εντονότερο στους περίφημους ψηφοφόρους του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς. Αυτούς για τους οποίους ερίζουν όλα τα κόμματα εξουσίας. Τους κεντρώους τους οποίους είχε προσελκύσει ο πρωθυπουργός για να κερδίσει στις προηγούμενες εκλογές, στους οποίους στηρίζονται μέχρι σήμερα τα δημοσκοπικά οφέλη, τα δικά του και της κυβέρνησής του. Υπαρκτή η αίσθηση ότι, λόγω και των εξαιρετικών δημοσκοπήσεων, ο πρωθυπουργός υποτίμησε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Κυρίως βέβαια την αξιωματική. Θα πρέπει να ξαναβρεί το mojo του σύντομα, πολύ απλά γιατί ποτέ δεν ξέρεις, πότε δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Όπως μας έχει δείξει η ιστορία, ο κεντροαριστερός χώρος δεν είναι καπαρωμένος από κανένα κόμμα. Για να διατηρήσει τα ερείσματά του σε αυτούς τους ψηφοφόρους, ο πρωθυπουργός πρέπει να ξαναβρεί το χαμένο του μομέντουμ.