Ο Σεπτέμβριος είναι πάντα σταθμός για το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Με τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης να αποτελεί σημείο αναφοράς για μία άτυπη δημόσια πολιτική διαβούλευση, και τους πολιτικούς αρχηγούς να τοποθετούνται, να κρίνουν, να κρίνονται και να συγκρίνονται.
Το περασμένο Σάββατο, λοιπόν, ήταν η ώρα του Πρωθυπουργού. Σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα, στην καρδιά της υγειονομικής κρίσης, αλλά και με εμφανείς πλέον τις κοινωνικές και οικονομικές της επιπτώσεις. Σε μία συγκυρία στην οποία ο φόβος, η ανασφάλεια, η αγωνία των Ελλήνων, περίμεναν να ανακουφιστούν από τα οραματικά και στρατηγικά προτάγματα μίας ηγεσίας που έπρεπε να πείσει για το σχέδιο της, τον προγραμματισμό της, τις πολιτικές της προτεραιότητες, τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις κρίσιμες σύγχρονες προκλήσεις. Τη δυνατότητα να αλλάξει την Ελλάδα, με το βλέμμα στο μέλλον και όχι στη διαρκή σύγκριση με το παρελθόν.
Όμως, δυστυχώς, είδαμε ακριβώς το αντίθετο. Λόγο και υποσχέσεις προεκλογικές, μέτρα προσωρινού χαρακτήρα με ημερομηνία λήξης, σπασμωδικές διακηρύξεις υπό το βάρος του πολιτικού κόστους, μικροπολιτικά τεχνάσματα προσθαφαιρέσεων για να μεγαλώσει επικοινωνιακά το άθροισμα των παροχών, προσποιητή στόχευση στις κοινωνικές ομάδες που υστερεί η ΝΔ εκλογικά. Αυτές που εγκατέλειψε με τις πολιτικές της και τώρα κόπτεται ρητορικά να ξαναπάρει πίσω. Είδαμε ψίχουλα για τους πολλούς και πολλά για τους λίγους.
Και εδώ μπαίνει ο ρόλος της αντιπολίτευσης. Ο οποίος ξεκινάει από την κριτική. Δομημένη, με επιχειρήματα, βγαλμένη από τα βιώματα της καθημερινότητας των ανθρώπων που αγωνιούν. Αλλά δεν αρκεί. Δεν αρκεί να σταματάει εκεί. Γιατί η πραγματική διέξοδος για τους πολίτες που συναντούν εμπόδια, μοιράζονται ανασφάλειες, αντιμετωπίζουν δυσκολίες, δεν είναι μόνο η εκτόνωση του θυμικού τους. Είναι η τεκμηριωμένη αντιπρόταση, με πρόσημο και σαφή προσανατολισμό, με επεξεργασία και ρεαλισμό, που μπορεί να πείσει ότι είναι στο χέρι μας να φέρουμε στη χώρα καλύτερες μέρες. Είναι η ταυτότητα του καθενός που πρέπει να είναι γνωστή και καθαρή. Είναι η επεξήγηση της «ασαφούς» προοδευτικής διακυβέρνησης. Και κυρίως η διάκριση της μεταξύ μιας προσχηματικής ομπρέλας για μηχανιστικές προεκλογικές διευρύνσεις όπως την εργαλειοποιούν κάποιοι, και της πραγματικής αντιπρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας, με το βλέμμα στραμμένο στο περιβάλλον, στους πολλούς, στους νέους, σε αυτούς που παλεύουν, αγωνίζονται και δημιουργούν.
Είναι η δική μας προοδευτική ταυτότητα. Που ξεκινάει από την ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με έμφαση στην ενίσχυση την εγχώριας παραγωγής. Με επίκεντρο τον αγροδιατροφικό τομέα, τον οικολογικό προσανατολισμό της παραγωγής, τις εναλλακτικές μορφές ενέργειας σε οργανική διασύνδεση με τον τουρισμό, τον πολιτισμό και το περιβάλλον. Με νέα χωροταξικά σχέδια, γενναία κίνητρα, αναπτυξιακούς πόλους σε κάθε περιφέρεια που διασφαλίζουν την ισόρροπη και εξωστρεφή περιφερειακή ανάπτυξη. Που περιγράφει ένα νέο μεγάλο πρόγραμμα «πράσινων» δημοσίων επενδύσεων που θα δημιουργήσει τις αναγκαίες υποδομές, και ένα ευέλικτο πλαίσιο κινήτρων που θα προσελκύσει ξένες και εγχώριες επενδύσεις.
Με αλλαγές στον προσανατολισμό του Προϋπολογισμού και της φορολογικής πολιτικής. Με την κατάρτιση σε ετήσια βάση Περιβαλλοντικού Προϋπολογισμού, με συγκεκριμένες χρηματοδοτήσεις για την αντιστάθμιση των επιπτώσεων των αλλαγών σε περιοχές και κατηγορίες του πληθυσμού. Με ρήτρα βιωσιμότητας των επενδύσεων με δείκτες που αφορούν το περιβάλλον και την ενίσχυση της απασχόλησης. Με φορολογικά κίνητρα σε επιχειρήσεις, υπηρεσίες και δραστηριότητες που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος, και με ετήσιο πρόγραμμα δαπανών επιχειρήσεων και οργανισμών, για την μείωση των επιπτώσεων της δραστηριότητας τους στην κλιματική αλλαγή.
Με την ανασυγκρότηση του παραγωγικού μας δυναμικού, την αξιοποίηση και αναβάθμιση της ποιότητας του, με έμφαση στο «ανθρώπινο κεφάλαιο», την γνώση, την καινοτομία. Με αλλαγές στην παιδεία και την εκπαίδευση, μέσα από μια πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για ένα ανθρωπιστικό, ψηφιακό, πράσινο σχολείο της νέας εποχής που θα εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για όλους.
Με ένα σύγχρονο και ισχυρό κοινωνικό κράτος, που θα καλύπτει και θα στηρίζει καθολικά και με ισότιμη πρόσβαση, όλους τους πολίτες για όλη την διάρκεια του βίου τους. Που θα χρηματοδοτείται από μια προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση που κατανέμει αναλογικά και δίκαια τα βάρη. Με ισχυρό και αναγεννημένο Εθνικό Σύστημα Υγείας, με βιώσιμο Ασφαλιστικό Σύστημα που έχει ως βάση την αναδιανεμητική δικαιοσύνη. Με ισχυρό σύστημα «ένταξης» στην εργασία και την κοινωνική ζωή των ευάλωτων ομάδων, με «οριζόντιες» προβλέψεις σε όλες τις δημόσιες πολιτικές.
Με εργαζόμενους με δικαιώματα, αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Με την αντίληψη πως η πρόοδος και η εξέλιξη συνδέονται άρρηκτα με την στρατηγική της πλήρους απασχόλησης, των αξιοπρεπών αμοιβών, και ενός ισχυρού πλαισίου ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, με κανόνες και ισχυρές συλλογικές συμβάσεις που θα ισχύουν για όλους.
Με ένα σύγχρονο σύστημα διακυβέρνησης, με ένα ψηφιακό και αποκεντρωμένο κράτος που θα μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη. Με γενναία αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων στην ελληνική περιφέρεια, στην αυτοδιοίκηση. Με τον ψηφιακό μετασχηματισμό να θέτει στο επίκεντρο την ανανέωση και τον εκσυγχρονισμό της «Διαύγειας». Με διαδικασίες για την λογοδοσία όλων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, με τρόπο καθολικό, διαφανή και προσβάσιμο στον κάθε πολίτη. Με την ενίσχυση της λειτουργίας των θεσμών και της δημοκρατίας.
Και φυσικά, με ένα ολοκληρωμένο και ουσιαστικό σχέδιο στήριξης των νέων. Που η ελπίδα τους θα περνάει μέσα από την εργασία, το σεβασμό και τις καλές αμοιβές. Με την έμπρακτη στήριξη τους όταν σπουδάζουν, όταν εντάσσονται στην αγορά εργασίας, όταν υποαμείβονται, όταν ξεκινούν μια επιχείρηση ή μία επαγγελματική δραστηριότητα, όταν αποφασίζουν να κάνουν τη δική τους οικογένεια. Με μέτρα φοροαπαλλαγής των επιχειρήσεων για την πρόσληψη νέων εργαζομένων, με απαλλαγή τους από φόρους και εισφορές για κάθε νέα επαγγελματική δραστηριότητα, με επιδότηση ενοικίου των νέων ζευγαριών.
Αυτή είναι η δική μας πρόταση, η δική μας ταυτότητα. Το δικό μας αφήγημα με το οποίο απευθυνόμαστε ξανά σε μία κοινωνία που επανατοποθετείται. Που αναζήτησε την ελπίδα, απογοητεύτηκε, ψάχνει διέξοδο. Γιατί το ζητούμενο, τελικά, στην πολιτική, είναι να λες τη θέση και τη γνώμη σου καθαρά. Και να κρίνεσαι για αυτήν. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να επιστρέψει η πολιτική στο δημόσιο διάλογο. Και να κριθούμε για αυτήν. Όχι για την επικοινωνία, την προπαγάνδα, τα πλασματικά διλήμματα ή τα ψεύτικα συνθήματα. Αλλά για αυτά που μπορούν στην πράξη να αλλάξουν τη ζωή των Ελλήνων. Να αλλάξουν την Ελλάδα. Με αυτά τα εφόδια, το Κίνημα Αλλαγής μπορεί.
- Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής