Από την εκλογή του νέου αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής και έπειτα, οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν ένα σκηνικό με τρεις και όχι δύο κεντρικούς παίκτες.
Βρισκόμαστε άραγε στην αρχή μιας νέας πολιτικής περιόδου ή στον απόηχο του συναισθηματικού ξεσπάσματος που ακολούθησε τον απρόσμενο θάνατο της Φώφης Γεννηματά;
Στο ερώτημα αυτό, ο Γενικός Διευθυντής της Pulse RC, Γιώργος Αράπογλου, δεν βιάζεται να απαντήσει. Θεωρεί ότι το σκηνικό είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Και παρότι η πρόσφατη δημοσκόπηση που παρουσίασε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ, δεν δείχνει δραματικές αλλαγές στη δυναμική της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, εκτιμά ότι «η αύξηση του ποσοστού του Κινήματος Αλλαγής μάλλον δεν θα είναι στιγμιαία - το ύψος της όμως μπορεί να διαφοροποιηθεί».
Η μέτρηση της εταιρείας έδειξε ότι η ΝΔ προηγείται κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ (32,5% έναντι 22,5%) και βρήκε για πρώτη φορά το ΚΙΝΑΛ στο 14,5%. «Η κυβέρνηση υπέστη φθορά από την κακοκαιρία - αλλά στο παρελθόν με διορθωτικές κινήσεις έχει ανακάμψει από τις δυσκολίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει να καρπωθεί την κυβερνητική φθορά και να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του. Και το Κίνημα Αλλαγής είναι προς το παρόν ένας γρίφος. Τα υπόλοιπα κόμματα διατηρούνται στα ποσοστά τους, άρα οι πιθανότητες να προκύψουν από εκεί εντυπωσιακές εξελίξεις, δεν είναι μεγάλες», παρατηρεί ο κ. Αράπογλου.
Αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη διαφορά Μητσοτάκη - Τσίπρα στο ερώτημα του «Καταλληλότερου για πρωθυπουργός» και το σημαντικά υψηλότερο, σε αυτόν τον δείκτη, ποσοστό του Πρωθυπουργού, από το δημοσκοπικό ποσοστό του κόμματος του - επιβεβαίωση της απήχησής του και πέρα από το κόμμα του!
Στην έρευνα μετρήθηκε «ποιος από τους τρεις αρχηγούς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Νίκος Ανδρουλάκης, μπορεί να εκφράσει καλύτερα τον χώρο του Κέντρου». Ποιοι αποτελούν σήμερα τον κεντρώο χώρο και τι προσδοκίες έχουν;
Σύμφωνα με το αποτέλεσμα του σχετικού ερωτήματος «το 26% των ερωτηθέντων επέλεξε τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 22% τον Νίκο Ανδρουλάκη και το 20% τον Αλέξη Τσίπρα». Να πως αναλύει αυτά τα ευρήματα ο κ. Αράπογλου: «Ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνάς μας. Για πρώτη φορά μετρήσαμε την εικόνα των τριών αρχηγών με αυτόν τον δείκτη. Και είναι αξιόλογο ότι ο Πρωθυπουργός, ο οποίος ηγείται ενός δεξιού/κεντροδεξιού κόμματος, θεωρείται από την κοινωνία ότι έχει την υψηλότερη δυνατότητα έκφρασης του πολιτικού Κέντρου. Ο πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής κατάφερε σε μόλις 1,5 μήνα από την εκλογή του, να βρίσκεται κοντά στην κορυφή - βέβαια συζητάμε για έναν προνομιακό του χώρο. Αλλά και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρότι ανήκει στην Αριστερά, συγκεντρώνει αντίστοιχα υψηλά ποσοστά».
Θα παιχτούν πολλά στον χώρο του Κέντρου, εκτιμά ο κ. Αράπογλου. «Οι τρεις αρχηγοί θα χρειαστεί να παλέψουν σκληρά για την κυριαρχία σε αυτόν», προσθέτει. Όσο για το τι θέλουν όσοι απαρτίζουν το Κέντρο, εμμέσως μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. «Έχουμε δει ότι όταν ο Πρωθυπουργός είχε ζητήσει στο παρελθόν συγγνώμη και την είχε συνοδεύσει με ανάληψη ευθύνης και διορθωτικές κινήσεις, τότε υπήρξε ανταπόκριση. Βεβαίως, η συγγνώμη κρίνεται κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες», λέει ο Γενικός Διευθυντής της Pulse RC.
«Πιστεύω και ελπίζω ότι έπειτα από την οικονομική κρίση γίναμε σοφότεροι, ότι επιζητούμε ουσία, μετριοπάθεια, ισορροπία, συγκερασμό απόψεων και όχι συγκρούσεις εκτός ορίων. Αν κάποιες φορές τα κόμματα δεν κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση, ασφαλώς υπάρχει εξήγηση και εκλογική λογική. Επιδιώκουν ίσως να αυξήσουν την συσπείρωσή τους. Η επιδίωξη όμως ενός κόμματος απλώς να συσπειρώσει τους προηγούμενους ψηφοφόρους του, δεν αρκεί για να καταγράψει αύξηση των ποσοστών του στις επόμενες εκλογές. Και ο Κεντρώος χώρος - μια και αναφερθήκαμε σε αυτόν - οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι, δεν γοητεύονται από ακραίες συμπεριφορές και ρητορικές, αλλά θέλουν ιδέες, προτάσεις και αποτελέσματα», σημειώνει ο κ. Αράπογλου και προσθέτει: «Από την άποψη αυτή, νομίζω ότι έπραξε ορθά ο Πρωθυπουργός που απάντησε με αναφορές στο έργο της κυβέρνησής του, κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή».
Ο κ. Ανδρουλάκης αυτή τη στιγμή, δέχεται εισροές από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως η ασάφεια του στίγματος που περιβάλλει τον νέο πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ, μετατρέπει το κόμμα του σε έναν εύκολο χώρο υποδοχής για τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους των άλλων δύο κομμάτων;
«Κοιτάξτε,» απαντά ο κ. Αράπογλου, «ο κ. Ανδρουλάκης είναι ένα πρόσωπο σχετικά νέο που δεν έχει ασκήσει κυβερνητική εξουσία. Αυτό είναι και καλό και κακό, όταν έχει απέναντι του έναν εν ενεργεία Πρωθυπουργό και έναν πρώην Πρωθυπουργό, με τα θετικά και αρνητικά που συνοδεύουν την κυβερνητική εμπειρία. Φυσικά θα κληθεί να κάνει δύσκολες επιλογές, να πάρει δύσκολες αποφάσεις και θα κριθεί για αυτές. Βλέπουμε ότι ακόμα διαμορφώνεται η τακτική των άλλων κομμάτων απέναντι του. Για να βγάλουμε πιο καθαρά συμπεράσματα και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, ας περιμένουμε καλύτερα την επόμενη ή και την μεθεπόμενη έρευνά μας».
Με την αυτοδυναμία στις μεθεπόμενες εκλογές και το μπόνους εδρών, τι γίνεται;
«…με την εικόνα αυτής της τελευταίας μέτρησης μας και λαμβάνοντας υπόψη τα ποσοστά της κυβέρνησης σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία, έπειτα από την κακοκαιρία. Προς τις εκλογές, συνήθως, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα συσπειρώνει λίγο παραπάνω τους ψηφοφόρους του - προχωρά και σε προεκλογικές κινήσεις. Στον εκλογικό νόμο που θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές το ακριβές μέγεθος του μπόνους εδρών καθορίζεται από το ποσοστό του πρώτου κόμματος. Η αυτοδυναμία όμως εξαρτάται και από το άθροισμα των ποσοστών των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής», εξηγεί.
Παρ΄ όλα αυτά, στο εσωτερικό της ΝΔ υπάρχει μεγάλη ανησυχία εξαιτίας της ανόδου του ΚΙΝΑΛ και έχει ανοίξει μια συζήτηση για αλλαγή του εκλογικού νόμου
«Τυπικά η κυβέρνηση έχει αυτή τη δυνατότητα, αλλά θα έπρεπε να εξετάσει καλά το ισοζύγιο των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων (βραχυπρόθεσμα και κυρίως μεσο-μακροπρόθεσμα…) που θα είχε μια τέτοια κίνηση» απαντά ο κ. Αράπογλου.
Άρα, το δίλλημα που θέτει από τώρα ο κ. Μητσοτάκης στους πολίτες, ότι αν δεν έχει αυτοδύναμη κυβέρνηση θα προσφύγει ξανά στη λαϊκή ετυμηγορία, έχει βάση;
«Δικαιολογημένα το ποσοστό του πρώτου κόμματος -περισσότερο από ότι η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα- θα είναι καθοριστικό όχι μόνο για το εκλογικό αποτέλεσμα αλλά και για τις μετέπειτα εξελίξεις», απαντά.
Τον περασμένο Ιούλιο, η Pulse RC, συνέκρινε τις δημοσκοπικές επιδόσεις της σημερινής και των τριών προηγούμενων κυβερνήσεων στη διετία κάθε μίας. Η σημερινή κυβέρνηση διατηρεί το δημοσκοπικό της προβάδισμα. Αντίθετα -στη διετία τους- και οι τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν ήδη περάσει δημοσκοπικά στη δεύτερη θέση και μετά έχασαν τις εκλογές που ακολούθησαν.
Αναλυτικότερα η πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse RC ΕΔΩ