Μπορεί η είδηση του γάμου του Νικόλαου Ντε Γκρες να απασχολεί τις τελευταίες ημέρες τις κοσμικές στήλες, πάρα ταύτα κάποτε οι γάμοι της βασιλικής οικογένειας, όταν δεν ήταν τέως, απασχολούσαν περισσότερο την πολιτική επικαιρότητα παρά τα lifestyle περιοδικά.
Η κριτική και η επίδραση στο πολιτικό σύστημα
Αναμφίβολα, από τη στιγμή που μετά την πολιτειακή μεταβολή η βασιλική οικογένεια δεν αποτελεί μέρος του κρατικού συστήματος, έπαψε να απασχολεί την πολιτική αντιπαράθεση, και η ιδιωτική της ζωή δικαίως έγινε μόνιμο θέμα, κυρίως για τις κοσμικές στήλες του ημερήσιου και εβδομαδιαίου Τύπου της χώρας.
Βέβαια, ίσως θα είχε ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ελληνική ιστορία για να διαπιστώσει ότι η είδηση του γάμου ενός μέλους της βασιλικής οικογενείας γινόταν αυτομάτως μέρος της σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Εξάλλου γίνεται εύκολα αντιληπτό πως, ιστορικά, η πολιτική αντιπαράθεση για τους βασιλικούς γάμους στην Ελλάδα επικεντρώνεται κυρίως στο κόστος τους ή ακριβέστερα στη δημόσια δαπάνη, σε αντιπαραβολή με τα κοινωνικά οφέλη.
Για παράδειγμα, ο γάμος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Β' και της Άννας-Μαρίας το 1964, παρότι θεωρήθηκε η μεγαλύτερη κοινωνική εκδήλωση του 20ού αιώνα, με σημαντικές δαπάνες για την οργάνωση και την ασφάλειά του, επικρίθηκε έντονα. Με τους επικριτές εκείνη την εποχή να υποστηρίζουν ότι οι δημόσιοι πόροι θα έπρεπε να επενδύονται σε κοινωνικές ανάγκες αντί για βασιλικές τελετές, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές ανισότητες στην ελληνική κοινωνία.
Η τελετή, που θεωρήθηκε το γεγονός της δεκαετίας, προσέλκυσε πλήθος κόσμου και προκάλεσε έντονες συζητήσεις για τη δαπάνη που απαιτήθηκε, σε μια εποχή που η χώρα αντιμετώπιζε κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις. Οι επικριτές υποστήριξαν ότι οι δημόσιοι πόροι θα έπρεπε να κατευθυνθούν σε πιο επείγουσες ανάγκες για το κοινωνικό κράτος, την άμυνα και την ανακούφιση των ασθενέστερων πολιτών.
Η αντιπαράθεση για το κόστος των βασιλικών γάμων στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα του γάμου του τέως το 1964, είχε σημαντικές επιπτώσεις και στην πολιτική σκηνή. Ενίσχυσε τις διαφωνίες μεταξύ των κομμάτων και οδήγησε στην αυξανόμενη κριτική κατά της μοναρχίας, δυναμώνοντας παράλληλα τα αιτήματα για εκδημοκρατισμό, συμβάλλοντας στην πολιτική αστάθεια που ακολούθησε και οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας το 1974.
Το ιστορικό πλαίσιο
Για την Ιστορία, η θεσμοθέτηση της βασιλικής προίκας ξεκίνησε από την κυβέρνηση Δηλιγιάννη στα τέλη του 19ου αιώνα και αποτέλεσε σημαντικό γεγονός στην ελληνική κοινωνία.
Ο θεσμός της προίκας, που είχε τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα, υποχρέωνε τους γονείς να παραχωρούν περιουσία στις κόρες τους κατά τον γάμο.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη, υπό την πίεση κοινωνικών κινημάτων, προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις για την κατάργηση αυτού του θεσμού, ο οποίος θεωρούνταν αναχρονιστικός και περιοριστικός για τις γυναίκες.
Η οριστική κατάργηση της προίκας επιτεύχθηκε το 1983 με τον νόμο 1329/83, προάγοντας την ισότητα των φύλων.
«Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία»
Ειδικότερα, οι πολιτικοί στην Ελλάδα έχουν αντιδράσει ποικιλοτρόπως στο κόστος των βασιλικών γάμων, κυρίως μέσω δημόσιων δηλώσεων και κοινοβουλευτικών συζητήσεων. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί πως στον γάμο της Σοφίας με τον Χουάν Κάρλος, το 1962, η προίκα που δόθηκε από το Δημόσιο προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με φοιτητές να διαδηλώνουν με συνθήματα υπέρ της χρηματοδότησης της Παιδείας αντί των βασιλικών δαπανών, με χαρακτηριστικότερο το σύνθημα «Προίκα στην Παιδεία, όχι στη Σοφία».
Ο υπουργός Οικονομικών εκείνης της εποχής, Σπυρίδων Θεοτόκης, υπερασπίστηκε τη χρηματοδότηση, επικαλούμενος την παράδοση και την ηθική υποχρέωση, ενώ η αντιπολίτευση αντέτεινε ότι οι πόροι έπρεπε να κατευθύνονται σε κοινωνικές ανάγκες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Τα Νέα», η Φρειδερίκη, αγνοώντας τη λαϊκή οργή, θα γράψει μερικά χρόνια αργότερα για τον γάμο της κόρης της:
«Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και η Σοφία όμορφη. Το νυφικό της ήταν ένα δαντελένιο όνειρο. Τη μακριά ουρά κρατούσαν 6 παράνυμφοι, μεταξύ των οποίων η αδελφή της Ειρήνη, η αδελφή του Χουανίτο, Ινφάντα Πιλάρ, η πριγκίπισσα Ειρήνη της Ολλανδίας, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα του Κεντ και η καλύτερη φίλη των παιδιών μου, η πριγκίπισσα Τατιάνα Ράτζβιλ».
Η προίκα της Σοφίας
Στις αρχές του 1962, η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, που έχει εν πολλοίς δημιουργηθεί εξαιτίας της βασίλισσας Φρειδερίκης, η οποία πιέζει αφόρητα την κυβέρνηση και με κάθε μέσο ώστε να εξασφαλίσει όσο γίνεται μεγαλύτερη κρατική προίκα για την κόρη της, Σοφία, η οποία στα μέσα Μαΐου του ίδιου έτους επρόκειτο να παντρευτεί στην Αθήνα με τον διάδοχο του ισπανικού θρόνου, Χουάν Κάρλος. Κάπως έτσι, το κοσμικό γεγονός γίνεται πολιτικό.
Το ύψος της προίκας της νεαρής πριγκίπισσας έχει υπολογιστεί στο υπέρογκο ποσό των 300.000 χρυσών λιρών, το οποίο μάλιστα απαλλάσσεται από κάθε φορολογία και μπορεί να μετατραπεί σε συνάλλαγμα.
Η εξωφρενική για την εποχή εκείνη απαίτηση προκάλεσε έντονη πολιτική αντιπαράθεση στο κοινοβούλιο.
Ο βασικός αντίπαλος του Καραμανλή και αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, χαρακτηρίζει την προίκα ως βάρβαρο θεσμό και μορφή σωματεμπορίας, ενώ, παράλληλα, ο «Γέρος της Δημοκρατίας» μαζί με την ηγεσία του κόμματός του αποφασίζουν ως ένδειξη διαμαρτυρίας να μην παρευρεθούν στη γαμήλια τελετή.
Από την πλευρά της, η Αριστερά χαρακτηρίζει τον θεσμό απαρχαιωμένο και αναχρονιστικό, υποστηρίζοντας ότι τα τέκνα του βασιλέως είναι απλοί ιδιώτες, οι οποίοι μάλιστα φέρουν τίτλο ευγενείας καταχρηστικά και συνεπώς η προίκισή τους αποτελεί υποχρέωση του πατρός τους και όχι του κράτους με βάση τη νομοθεσία της εποχής.
Τελικά, παρά τις αντιδράσεις της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ, που αποτελούσε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση της Αριστεράς την εποχή εκείνη, η Σοφία παίρνει την πολυπόθητη προίκα, το πραγματικό ποσό της οποίας δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα γνωστό και πιθανότατα δεν θα το μάθουμε ποτέ.