«Είμαστε εδώ για να διακηρύξουμε και να υποσχεθούμε ότι δεν θα επιτρέψουμε ποτέ, ποτέ, ποτέ στην ιστορία να επαναληφθεί» είπε χθες, την ημέρα της επετείου του Ολοκαυτώματος, η Τόβα Φρίντμαν, που βρέθηκε με τη μητέρα της στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς, εκεί που οι ναζί επιφύλασσαν σε Εβραίους, Ρομά, γκέι και πολιτικούς αντιπάλους τα χειρότερα μαζικά βασανιστήρια που έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα.
Η Φρίντμαν, που απελευθερώθηκε από το Άουσβιτς σε ηλικία μόλις έξι ετών, συγκλόνισε με την παρέμβαση της στις εκδηλώσεις μνήμης για το ολοκαύτωμα, παρουσία πολλών ηγετών από όλο τον κόσμο.
Η ογδοηκοστή επέτειος του Ολοκαυτώματος είχε μια ξεχωριστή σημασία για δυο λόγους: πρώτον, γιατί συμπίπτει με μια περίοδο που ξανακάνει την εμφάνισή του ο αντισημιτισμός. Και δεύτερον, γιατί συμπίπτει με μια περίοδο που επανέρχεται διεθνώς η απειλή της Ακροδεξιάς.
Τα δυο στοιχεία που προκαλούν συνειρμούς με ένα παρελθόν που πιστεύαμε ότι έχουμε αφήσει με σιγουριά για πάντα πίσω μας δεν συνδέονται στις μέρες μας αναγκαστικά μεταξύ τους. Ούτε, βέβαια, έχουν την ένταση του πρόσφατου παρελθόντος. Και μόνο το γεγονός όμως ότι φτάσαμε στο σημείο στις μέρες μας να ανησυχούμε για πράγματα που θεωρούσαμε οριστικά ξεπερασμένα, είναι άκρως επικίνδυνο.
Ο αντισημιτισμός έχει σήμερα ως κυρία αφορμή τα όσα δραματικά συμβαίνουν στην Μέση Ανατολή. Συχνά καλλιεργείται από ομάδες που ουδεμία σχέση έχουν με την Ακροδεξιά. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα ανησυχητικό σύμπτωμα από την ώρα που η δικαιολογημένη αντίθεση στην πολιτική του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων οδηγεί σε συστηματική αντίθεση και εχθρότητα προς τον εβραϊκό λαό.
Από την άλλη τα χαρακτηριστικά της Ακροδεξιάς απειλής δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από αυτά που οδήγησαν στο πρόσφατο παρελθόν σε δραματικές ιστορικές εξελίξεις. Η αντισυστημική εθνικιστική ατζέντα, η ρητορική των διακρίσεων και του φυλετικού μίσους, η αμφισβήτηση της δημοκρατίας μέσω της ταύτισης της με τις ελίτ είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν σήμερα όλα τα Ακροδεξιά κινήματα και παραπέμπουν ευθέως στα αντίστοιχα προπολεμικά κινήματα.
Η πιο ανησυχητική ομοιότητα, όμως, με την εποχή που προετοίμασε το έδαφος για αυτά που δεν θέλουμε - όπως είπε η Φρίντμαν - «ποτέ, ποτέ, ποτέ να επαναληφθούν» είναι η ολοένα και μεγαλύτερη ανοχή απέναντι στον ακροδεξιό λαϊκισμό. Ανοχή που ενίοτε φθάνει στο σημείο του ανοιχτού πολιτικού φλερτ με τον ακροδεξιό λαϊκισμό. Ιδιαίτερα από την ώρα που κέρδισε τος αμερικανικές εκλογές ο Τραμπ όλο και λιγότερες κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν το σθένος να αντιστέκονται ανοιχτά και καθαρά σε λαϊκίστικες ρητορίες ή ενέργειες που δεν συνάδουν με τη διεθνή δημοκρατική νομιμότητα αλλά αντίθετα παραπέμπουν ευθέως στην κατάλυσή της.
Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν κατατάσσεται μεν ευθέως στην Ακροδεξιά, χρησιμοποιεί όμως αρκετά από τα όπλα της είτε για ψηφοθηρικούς σκοπούς είτε για να θέσει νέους όρους στο παγκόσμιο σκηνικό: προκαλεί τη μια θεωρώντας αμερικανικό έδαφος την Γροιλανδία και την άλλη εντάσσοντας τον Καναδά στον χάρτη των ΗΠΑ. Δίνει στον Ερντογάν το πράσινο φως να κάνει ότι θέλει στην Συρία. Καλεί στον Λευκό Οίκο για την ορκωμοσία του δυο μόνο ξένους ηγέτες, την Ιταλίδα Μελόνι και τον Μιτσόσκι της Βόρειας Μακεδονίας. Αφήνει τον Μασκ να οργιάζει υπέρ της Ακροδεξιάς σε Γερμανία και Μεγάλη Βρετανία.
Όλα αυτά από κάποιους αντιμετωπίζονται ως γραφικά και από πολλούς άλλους ως… κανονικά. Η ιστορία, ωστόσο, μας έχει αποδείξει ότι μπορούν να αποβούν επικίνδυνα. Γι αυτό καλά θα κάνουμε να μην αδιαφορούμε και να μην εφησυχάζουμε. Για να μην επιτρέψουμε στην ιστορία να επαναληφθεί.