Εξίμισι χρόνια μετά και δεν έχει υπάρξει ούτε μία δημοσκόπηση που η ΝΔ να μην είναι πρώτη. Στο ίδιο αυτό διάστημα η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει αλλάξει κάτοχο τρεις φορές. Επιπλέον, όλα τα στοιχεία στις μετρήσεις δείχνουν ότι κανένα αντιπολιτευόμενο κόμμα δεν έχει πείσει πως μπορεί να κυβερνήσει μόνο του ή να συγκυβερνήσει ως αξιόπιστος εταίρος.
Αυτό το πρωτόγνωρο πολιτικό σκηνικό απασχολεί, όπως είναι φυσικό, τις συζητήσεις όλων μας. Κυρίως προκαλεί πονοκέφαλο στα κομματικά επιτελεία και στους πολιτικούς αρχηγούς. Παρά τους οξείς τόνους και τις φασαριόζικες δηλώσεις, η αντιπολίτευση δεν επωφελείται από το κλίμα δυσαρέσκειας που αναπόφευκτα υπάρχει μετά από έξι χρόνια διακυβέρνησης. Αντίθετα, τα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα πέφτουν σε ποσοστά και χάνουν σε αξιοπιστία, ενώ η κυβέρνηση αντέχει και ετοιμάζεται να διεκδικήσει τρίτη θητεία.
Η πραγματικότητα αυτή οδηγεί την αντιπολίτευση να αντιδρά ακόμη πιο σπασμωδικά και να ανεβάζει κι άλλο τα ντεσιμπέλ τοξικότητας. Δείτε, για παράδειγμα, τι έγινε τώρα το Πάσχα: Κάποιοι, στην απελπισία τους, έφτασαν να μετράνε τα αυτοκίνητα που πέρασαν τα διόδια, για να αποδείξουν, υποτίθεται, τα χάλια της οικονομίας. Στην πραγματικότητα ζήσαμε τη μεγαλύτερη έξοδο των τελευταίων ετών, με μποτιλιαρίσματα χιλιομέτρων σε όλη την επικράτεια και γεμάτα πλοία να πηγαινοέρχονται στα νησιά. Με bonus, την Τρίτη του Πάσχα, ένα πλεόνασμα-ρεκόρ ύψους 11,4 δισ. για το 2024, με δομικού χαρακτήρα πρόοδο στα δημοσιονομικά (Eurostat).
Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να περιγράψει μια πειστική κυβερνητική λύση έβαλε πρόσφατα σε λειτουργία, για πρώτη φορά, και το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού. Τέσσερις κοινοβουλευτικές ομάδες (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση) κατέθεσαν κοινή πρόταση μομφής με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών. Το πείραμα όχι μόνο απέτυχε, κυρίως λόγω αριθμητικής αδυναμίας, αλλά είχε και τα αντίθετα του προσδοκώμενου αποτελέσματα: Στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ το κλίμα επιδεινώθηκε («ουρά της Ζωής»), ενώ δυναμιτίστηκε και η μετέπειτα απόπειρα για «λαϊκό μέτωπο» στην Αριστερά.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, ένα-δύο χρόνια πριν τις εκλογές και ακόμη αναζητείται αντίπαλο κόμμα που να «απειλεί» την κυβέρνηση. Προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ούτε στον πιο μακρινό ορίζοντα. Και όσο εμπεδώνεται η αίσθηση ότι «ο Μητσοτάκης δεν πέφτει και δεν φεύγει» τόσο οι πολιτικοί αρχηγοί, μαζί με διάφορα «συστήματα», οδηγούνται σε απόγνωση. Ακόμη και οι απόπειρες που γίνονται για να στηθεί ένα αντίπαλο δέος ή να βρεθεί, τέλος πάντων, ένας «σωτήρας» για το προοδευτικό μέτωπο δεν φαίνεται να αποδίδουν.
Επίσης, ματαιώθηκαν και οι ελπίδες που η «αντιπολίτευση των Τεμπών» είχε εναποθέσει στις ογκώδεις διαδηλώσεις για «να πέσει η κυβέρνηση». Όσοι επί μήνες κυνήγησαν φαντάσματα και έδωσαν τα ρέστα τους σε θεωρίες συνωμοσίας, ψεκασμούς και υστερίες είδαν να πέφτει βαριά η αυλαία της ιστορίας με τα ξυλόλια. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ κατέληξαν θύματα μιας ανεξέλεγκτης τοξικότητας την οποία τροφοδότησαν αλλά εν τέλει έπληξε τα ίδια.
Ένα από τα απότοκα των Τεμπών είναι και το «φαινόμενο Ζωή». Το ερώτημα που απασχολεί είναι αν ήρθε για να μείνει. Οι πιο αισιόδοξοι εκτιμούν ότι το φούσκωμα της Πλεύσης είναι παροδικό και το βασίζουν σε ένα αρκετά πειστικό επιχείρημα: κανείς λογικός άνθρωπος δεν θέλει να ξαναμπούμε στη συζήτηση για δραχμή, λαϊκά δικαστήρια και κρεμάλες, μετά την οδυνηρή περιπέτεια ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ του 2015.
Η πρωτοφανής κατάπτωση της αντιπολίτευσης οφείλεται στην αδυναμία της να αρθρώσει ένα εναλλακτικό κυβερνητικό αφήγημα, όπως τα στοιχεία δείχνουν. Που θα συνοδεύεται από ένα βιώσιμο σενάριο συγκυβέρνησης. Οι καταγγελίες δεν αρκούν, πρέπει να πεις τι θέλεις να κάνεις με τη χώρα. Όσο τα κόμματα δεν αποκτούν μια καθαρή θέση ως προς αυτό, η ΝΔ θα διατηρεί ένα μόνιμο πολιτικό πλεονέκτημα. Και θα εξακολουθεί να διαθέτει τη μοναδική πρόταση διακυβέρνησης για τα μεγάλα ζητήματα (οικονομία, εξωτερική πολιτική, διεθνής σκηνή, ευρωπαϊκή πορεία, εξοπλισμοί και άμυνα). Ευελπιστώντας ότι στο τέλος της ημέρας, την ώρα της κάλπης, όσο ο κόσμος γύρω μας γίνεται όλο και πιο ασταθής και απρόβλεπτος, θα κερδίσει ξανά η λογική. Αυτή την εικόνα θα βλέπουμε ως τις εκλογές του 2027, όσο δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη εναλλακτική λύση.