Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου αναμενόταν με ενδιαφέρον όχι γιατί υπήρχαν βάσιμες ελπίδες να επιτευχθεί μια ρηξικέλευθη συμφωνία χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας αλλά περισσότερο διότι θα ξεκαθάριζε το τοπίο σχετικά με τις διαθέσιμες επιλογές και θα οριοθετούσε το πλαίσιο περαιτέρω διαπραγμάτευσης.
Εν τέλει, οι αρχηγοί των κρατών-μελών συμφώνησαν στη διερεύνηση όλων των υφιστάμενων δυνατοτήτων ανεύρεσης πόρων, κάτι λογικό εν μέρει καθώς δεν υπάρχει κάποια σύγκλιση απόψεων επί του θέματος και φυσικά εγείρονται μείζονα πολιτικά, νομικά και δημοσιονομικά ζητήματα.
Απλοποιώντας τη συζήτηση, οι υπάρχουσες επιλογές είναι τέσσερις: πρώτον, η περαιτέρω αύξηση των εθνικών πόρων που διατίθενται για την άμυνα και ασφάλεια κάθε χώρας. Όσα κράτη-μέλη της ΕΕ είναι ταυτόχρονα και μέλη του ΝΑΤΟ έχουν ήδη δεσμευτεί να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες τους στο 2% του ΑΕΠ τους, κάτι που, σε συνδυασμό με τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχει οδηγήσει σε -γενναία- αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών τους. Η Ελλάδα την τελευταία δεκαετία -και λόγω των εντάσεων με την Τουρκία- έχει αυξήσει τις δαπάνες αυτές κατά περίπου 1.5% του ΑΕΠ της, ούσα πλέον στην πρώτη τριάδα των μελών του ΝΑΤΟ, μαζί με τις ΗΠΑ και την Πολωνία. Στην περίπτωση αυτή, η λογική είναι αυτή της καλύτερης αξιοποίησης των αμιγώς εθνικών πόρων, πιθανώς με καλύτερο συντονισμό ή ακόμα και κοινά εξοπλιστικά προγράμματα ούτως ώστε να εξασφαλιστούν τα οφέλη των οικονομιών κλίμακας που θα προκύψουν.
Η δεύτερη διαθέσιμη επιλογή είναι η εύρεση ‘Ευρωπαϊκών πόρων’ μέσω κοινού δανεισμού με την έκδοση αμυντικών ομολόγων, στη λογική των πόρων που συγκεντρώθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχετική συζήτηση την περίοδο της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης δεν κατέληξε πουθενά, αλλά ο COVID-19 έσπασε το ταμπού της αμοιβαιοποίησης του δημόσιου χρέους με την έκδοση Ευρωπαϊκών ομολόγων προς χρηματοδότηση της ανθεκτικότητας της κοινωνίας και της ανάκαμψης της οικονομίας. Το πρόβλημα με την επιλογή αυτή είναι η κανονικοποίηση της διαδικασίας αμοιβαιοποίησης χρέους, γεγονός που δημιουργεί πολιτικό προηγούμενο για σειρά μελλοντικών επιλογών. Με άλλα λόγια, αν προκριθεί ο δρόμος αυτός, τον οποίο ασπάζεται η Ελλάδα και οι χώρες του Νότου συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, η πρώτη αντίδραση σε κάθε πρόβλημα και κρίση θα είναι η έκδοση Ευρωπαϊκών ομολόγων, κάτι που προφανώς βρίσκει αντίθετους τη Γερμανία και τις φειδωλές χώρες της ΕΕ. Έτσι, ακόμα και αν η λογική της επιλογής αυτής γίνει αποδεκτή, οι μακροχρόνιες συνέπειές της τρομάζουν αρκετά κράτη-μέλη.
Η τρίτη επιλογή είναι η αξιοποίηση εργαλείων και ήδη υπαρχόντων πόρων και η ανακατεύθυνσή τους στον τομέα της Άμυνας και Ασφάλειας. Στο σημείο αυτό εισέρχεται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία καλείται να αναθεωρήσει τα επενδυτικά της κριτήρια ώστε να μπορεί να χρηματοδοτήσει βιομηχανικά και επενδυτικά σχέδια στον αμυντικό τομέα, κάτι που μέχρι τώρα δεν ήταν εφικτό. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία θεσμικά «ανήκει» σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, δανείζεται χρήματα από τις κεφαλαιαγορές και στη συνέχεια τα διαθέτει με τη μορφή δανείων υπό ευνοϊκούς όρους σε σχέδια που συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ στους τομείς της καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής, της βιώσιμης ανάπτυξης, της καινοτομίας και άλλα. Τα χρήματα αυτά δεν προέρχονται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά από τις διεθνείς χρηματαγορές. Η αξιοποίησή τους για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας αναμένεται να δώσει σημαντική ώθηση στην υλοποίηση της πρόσφατα ανακοινωθείσας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Βιομηχανικής Στρατηγικής. Ωστόσο, ανεξαρτήτως των πόρων που θα διατεθούν, πρόκειται για μια μακροχρόνια διαδικασία που δεν μπορεί να έχει άμεσα και απτά αποτελέσματα.
Τέλος, η τέταρτη επιλογή είναι η διάθεση ενός μέρους των κερδών από τα «παγωμένα» περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας στον Ευρωπαϊκό χώρο για την ενίσχυση της παραγωγής και την αγορά όπλων προς υποστήριξη του Ουκρανικού αγώνα. Αν και μια τέτοια κίνηση μπορεί να φαντάζει δίκαιη στο μυαλό πολλών, δημιουργεί σημαντικές νομικές επιπλοκές και μακροπρόθεσμα οδηγεί στην αμφισβήτηση και πιθανή κατάρρευση του ισχύοντος παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού πλαισίου διακυβέρνησης. Η εργαλειοποίηση του συστήματος αυτού προς άσκηση πολιτικών και οικονομικών πιέσεων ενδέχεται να εντείνει τις προσπάθειες τρίτων χωρών, με κύρια αναφορά την Κίνα, να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό σύστημα που δεν θα υπόκειται στον δυνητικό έλεγχο της Δύσης.
Οι επιλογές αυτές δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες αλλά εν δυνάμει συμπληρωματικές. Ωστόσο, καμία εξ αυτών δεν είναι άνευ κινδύνων και κόστους. Το κόστος αυτό μπορεί να δημοσιονομικού χαρακτήρα για τις κοινωνίες που βλέπουν υφιστάμενους ή νέους πόρους να ανακατευθύνονται στον τομέα της άμυνας όταν υπάρχουν ποικίλες άλλες κοινωνικές ανάγκες. Μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή διαχεόμενων (γεω)πολιτικο-οικονομικών επιπτώσεων. Η περαιτέρω δημοσιονομική εμβάθυνση, στην περίπτωση των αμυντικών Ευρω-ομολόγων, οδηγεί ολοένα και πιο κοντά στον Ρουβίκωνα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης, κάτι που πολλά κράτη-μέλη δυσκολεύονται να αποδεχτούν, ενώ η αξιοποίηση των κερδών των Ρωσικών περιουσιακών στοιχείων δύναται να υπονομεύσει τη λειτουργία του ισχύοντος παγκόσμιου συστήματος χρηματοοικονομικής διακυβέρνησης.
Επομένως, αν και είναι πρόδηλη η ανάγκη άμεσης ανάληψης δράσης για την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Άμυνας και Ασφάλειας, δεν εκπλήσσει η σχετική καθυστέρηση και ο προβληματισμός δεδομένων των τεράστιων επιπτώσεων των αποφάσεων αυτών.
*Ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος Αριάν Κοντέλλη, ΕΛΙΑΜΕΠ