Ποια είναι τα όρια της πολιτικής φαιδρότητας; Από ποιο σημείο και μετά καταργείται κάθε πολιτισμική συνθήκη;
Ήδη από την αρχαιότητα, οι Έλληνες έθεσαν το όριο της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα αξιακό πλαίσιο. Όποιος τα παραβίαζε ερχόταν αντιμέτωπος με την κοινωνική κατακραυγή καθώς διέπραττε ύβριν. Οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα ατιμωτικά γεγονότα, τις αθλιότητες, όπως και από το πώς ορίζουν τους κανόνες ανθρώπινης συμπεριφοράς και συνεννόησης.
Για την ακρίβεια ύβρη διέπραττε όποιος υπερεκτιμούσε κατά πρώτο λόγο την πολιτική και οικονομική εξουσία και ισχύ που του ανέθετε η κοινωνία. Όποιος ασκούσε πολιτική με κυνικό, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους. Την αυθάδη συμπεριφορά την ερμήνευαν ως μια υπερφίαλη ενέργεια που επιχειρεί να υπερβεί την ανθρώπινη φύση και να εξομοιωθεί με την θεϊκή. Πράξη που επέσειε την οργή των θεών.
Έκτοτε, πέρασαν 2500 χρόνια, τα οποία δυστυχώς δεν επέδρασαν στην διαμόρφωση του Γιάννη Βαρουφάκη. Το ζήτημα ωστόσο είναι ευρύτερο γιατί ο Βαρουφάκης , που με την ψήφο του εξυπνότερου λαού του κόσμου και την ακλόνητη στήριξη της Σοφίας Σακοράφα επανήλθε στο κοινοβούλιο ως Αρχηγός κόμματος, ενθαρρύνει μια συμπεριφορά εκτός κάθε πολιτισμικού πλαισίου. Έτσι, ο Πρόεδρος του ΜΕΡΑ 25 για να ψαρέψει κάποιες ψήφους, καπηλεύεται πολιτικά το όνομα της Μάγδας Φύσσα, της μητέρας του αδικοχαμένου Παύλου Φύσσα, η οποία κοντά έξι χρόνια πια, καλείται να υπερβεί την κάθε στιγμή της ζωής της μέσα από μια σειρά άθλων…
Πρότεινε εν αγνοία της την χαροκαμένη μάνα για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γνωρίζοντας το ανέφικτο, και όταν αυτή αντέδρασε δημόσια κι ευγενικά, αντί να σιωπήσει ντροπιασμένος, απάντησε θρασύτατα: «Από πότε μια πρόταση σε ένα πρόσωπο σύμβολο για οποιοδήποτε αξίωμα πρέπει να είναι προσυμφωνημένη;».
Για τον Βαρουφάκη (όπως πια τον γνωρίζουμε καλά μέσα από τα κατορθώματα του) δεν αξίζει να συνεχίσει κανείς να σχολιάζει για το προφανές και αυτονόητο, για πράγματα που ο πολιτικός πολιτισμός εδώ και χρόνια έχει αφήσει πίσω του. Ωστόσο, αυτός ο κυνισμός ενός δημόσιου προσώπου, ο οποίος προβάλλεται και διαλαλείται ανερυθρίαστα μέσα από μια ιδεολογική υποκρισία , δεν είναι πλέον ζήτημα πολιτικό, είναι ζήτημα μιας βαθιάς πολιτισμικής κρίσης, καθώς ασκεί πολιτική με όρους απρέπειας.
Ο Βαρουφάκης δεν αποτελεί - όπως πολλοί αριστεροί πολίτες υποστηρίζουν – μόνο «ντροπή» της ιδεολογίας που τον εξέθρεψε, τον συντηρεί και τον παρακολουθεί θαυμαστικά, αλλά βαθύτατο σύμπτωμα παρακμής της κοινωνίας μας και της ανεκτικότητας που επιδεικνύει απέναντι στα φαινόμενα που αρνούνται τον ανθρωπισμό ως βασικότερο πρόταγμα της πολιτικής και επικεντρώνουν με κυνισμό στην κομματική εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου.