Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν σωστή και αναγκαία απόφαση. Όχι μόνο για τον ίδιο και το κόμμα του. Αλλά και συνολικά για το πολιτικό σύστημα και τη χώρα.
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Σέβομαι τα δάκρυα και τη λύπη των οπαδών του, είναι ανθρώπινα. Δεν παραγνωρίζω και τα αδιαμφισβήτητα χαρίσματα που διέθετε ως ρήτορας «γητευτής». Αλλά η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, ούτε ισόβιους αρχηγούς και ο ελληνικός λαός αποφάνθηκε στην κάλπη: απέρριψε ένα κόμμα που τον ταλάνισε ως κυβέρνηση, αλλά και ως αντιπολίτευση. Ήταν ένα κατηγορηματικό μήνυμα ότι η Ελλάδα θέλει να προχωρήσει ήρεμα παρακάτω. Και να ησυχάσει από την τοξικότητα και τις ιδεοληψίες, από τους επικίνδυνους πειραματισμούς και τον συνεχή αρνητισμό.
Δεν γνωρίζω ποιο ακριβώς μήνυμα της κάλπης «διάβασε» ο κ. Τσίπρας και παραιτήθηκε. Ούτε είμαι μάντης για να γνωρίζω αν υπάρχουν σχέδια επιστροφής. Αλλά η απόφασή του δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, ούτε «γενναία», ούτε «ηρωική», όσο κι αν βασανίστηκε να την πάρει. Ήταν αναπόφευκτη, μετά την ταπεινωτική ήττα. Αν παρέμενε στη θέση του, θα παρέτεινε απλώς μια παρακμιακή κατάσταση και θα έμπαινε ο ίδιος στο μάτι μιας εσωκομματικής περιδίνησης. Γνώριζε, κατά βάθος, ότι καμιά οργανωτική αλλαγή, όσο ριζική κι αν την παρουσίαζε, δεν ήταν πλέον ικανή να τον προστατεύσει από μια τέτοια περιπέτεια.
Αν κρίνω από τον (αυτοθαυμαζόμενο) απολογισμό του στο Ζάππειο, ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας περίμενε μια τόσο οδυνηρή ήττα. Δεν κατανοεί γιατί έφτασε εδώ. Πολύ λιγότερο κατανοούν τα στελέχη και οι οπαδοί του, που έχουν περιέλθει σε κατάσταση σοκ. Δεν είναι τυχαίο ότι μόνο 2 στους 10 ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν με την παραίτησή του (GPO 30/6).
Αλλά, όπως έλεγε και ο Μαραντζίδης, το 2021: «Εμφανίζεται κάποια στιγμή στον ψηφοφόρο ένα παράξενο αίσθημα απομάγευσης, ένα ανάμεικτο αίσθημα απογοήτευσης...». Αυτός ο κύκλος «απομάγευσης» χτύπησε καμπανάκι στις εκλογές του 2019 και ολοκληρώθηκε φέτος τον Ιούνιο. Ο καθηγητής ήλπιζε το 2021 ότι ο ψηφοφόρος θα φώναζε στον κ. Τσίπρα «Γύρνα πίσω!» και θα έβρισκε ξανά την παλιά του αγάπη. Όπως φαίνεται, ο κ. Μαραντζίδης εντόπισε την «απομάγευση», αλλά δεν κατανόησε ούτε ο ίδιος τα αίτιά της.
Προφανώς και οι επίγονοι του πρώην πρωθυπουργού βρίσκονται σε σοκ. Αν κρίνω από τη συμπεριφορά τους [επεισόδιο Τζανακόπουλου], ούτε εκείνοι κατανοούν τα αίτια της ήττας και δεν γνωρίζουν τι κόμμα παραλαμβάνουν. Πιστεύουν, ίσως, ότι το πρόβλημα είναι οργανωτικό και διαδικαστικό: σκέφτονται ότι αν ξεμπερδέψουν με τους αντιρρησίες ή επιβάλλουν στις συνιστώσες έναν αρχηγό, τα προβλήματα θα λυθούν.
Όλη, όμως, η υπόλοιπη κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι η βίαιη εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν του επέτρεψε να ωριμάσει πολιτικά: τη μια ριζοσπαστικό, την άλλη λαϊκιστικό, άλλοτε ρεαλιστικό, πάντα όμως πολωτικό και ιδεοληπτικό, το κόμμα πορεύτηκε σε επικίνδυνα μονοπάτια τα τελευταία χρόνια. Και αφήνει πίσω του μια αρνητική παρακαταθήκη. Κυρίως περιφρόνησε και συνέτριψε μια πλειοψηφική μεσαία τάξη, με ευρωπαϊκές ευαισθησίες, με κοινωνικές φιλοδοξίες και όνειρα, που επιζητούσε την κανονικότητα και απεχθανόταν την πόλωση. Όσο σωστά «διάβασε» ο κ. Τσίπρας την ελληνική κοινωνία, το 2015, και καβάλησε το κύμα της οργής, τόσο λάθος την αντιμετώπισε στη συνέχεια. Αυτή τη διαπάλη την πλήρωσε ακριβά, με τη σταδιακή «απομάγευση» της κοινωνίας και τις βαριές ήττες.
Στο μεταξύ, οι Έλληνες προσδοκούν πλέον να καλυτερέψουν το μέλλον τους, με μια σταθερή κυβέρνηση, σε συνθήκες κανονικότητας. Και ταυτόχρονα, να αποκτήσουν, σταδιακά, μια αξιόπιστη και σοβαρή αντιπολίτευση, για λόγους ισορροπίας του πολιτικού συστήματος. Μια αντιπολίτευση χωρίς την τοξική μορφή του λαϊκισμού, που ηττήθηκε κατά κράτος. Αυτό θα ωφελήσει και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν είναι λογικό, ούτε στοιχείο ώριμης δημοκρατίας, μια κυβέρνηση να παριστάνει και την αντιπολίτευση. Η χώρα μας έχει την ευκαιρία, επιτέλους, να ησυχάσει και να αναπτυχθεί. Να αφοσιωθεί στα θετικά και να διορθώσει όσα αρνητικά ακόμα τη βαραίνουν.
Η επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά κοινή ομολογία, είναι ότι κατανόησε την εποχή και κατάφερε να μπει και στον χώρο της κεντροαριστεράς. Άλωσε όλη τη βεντάλια, από τη συριζαϊκή Αριστερά ως τις παρυφές της Άκρας Δεξιάς, και δοξάστηκε στο Κέντρο. Είναι αυτή τη στιγμή η μόνη και κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα, με πλήρη έλεγχο του κόμματός του και της Βουλής (Financial Times, 26/6). Και όσο η αντιπολίτευση θρηνεί ότι τάχα η ελληνική κοινωνία έκλινε προς τα δεξιά τόσο η ΝΔ θα διευρύνει το βεληνεκές της προς την Κεντροαριστερά.
Σε σχέση με όλους τους προκατόχους του, Καραμανλή, Μεϊμαράκη, Σαμαρά, ο κ. Μητσοτάκης έκανε το ακατόρθωτο: εκσυγχρόνισε την ίδια την έννοια της Δεξιάς και συναντήθηκε με σύνθετες κοινωνικές δυνάμεις, μεταρρυθμιστικές, δημιουργώντας το δικό του πολιτικό κοινό.
Ας κάνει και η αντιπολίτευση λίγη από αυτή τη δουλειά!