Την άποψή του για τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης προσκλήθηκε να καταθέσει ο Αλέξης Τσίπρας στο συνέδριο που διεξήχθη τις προηγούμενες ημέρες στην Εθνική Πινακοθήκη, στην πρώτη δημόσια εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού και τέως προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το ενδιαφέρον στην παρέμβασή του εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στα θυελλώδη χρόνια της πρωθυπουργίας του, από το 2015 έως το 2019. Και ενώ οι εξηγήσεις και οι απαντήσεις που έδωσε για την παταγωδώς αποτυχημένη διαπραγμάτευση με τους δανειστές και το κίβδηλο δημοψήφισμα το 2015 ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενες, ο Αλέξης Τσίπρας άνοιξε ένα τεράστιο ζήτημα με τις αναφορές του στις διώξεις κατά πολιτικών του αντιπάλων, πρώην πρωθυπουργών και υπουργών, με αφορμή την υπόθεση Novartis, όπως και στο ζήτημα του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες.
«Η διαχείριση που κάναμε ήταν ατυχής», δήλωσε ο πρώην πρωθυπουργός για τις δύο αυτές υποθέσεις τεράστιας πολιτικής και δικαστικής σημασίας που συγκλόνισαν το πολιτικό σκηνικό κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, δίχασαν τη χώρα και την κοινωνία και δοκίμασαν τις αντοχές των θεσμών της Δημοκρατίας. Για τις ποινικές διώξεις δέκα πολιτικών της αντιπολίτευσης με πρόφαση το σκάνδαλο Novartis, ο Αλέξης Τσίπρας ανέφερε: «Είχαμε ένα μεγάλο σκάνδαλο. Η πρόθεσή μας να μην παρέμβουμε σε αυτό το σκάνδαλο και να το αποδώσουμε στη Δικαιοσύνη μάς οδήγησε σε χειρισμούς που έδιναν την εντύπωση ότι βάζαμε στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους που πιθανότατα είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που ήταν βέβαιο σχεδόν πως δεν είχαν καμία εμπλοκή».
Ο ηγέτης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιχειρεί, έτσι, να αρθρώσει ένα κάποιο «mea culpa», προσπαθώντας όμως να προσδώσει στο οργανωμένο σχέδιο ποινικής και πολιτικής εξόντωσης των τότε πολιτικών του αντιπάλων μια χροιά απλώς «κακών χειρισμών» και απουσίας δόλου. Επί της ουσίας όμως ο Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε το Σάββατο την πολιτική ευθύνη μιας δυσώδους σκευωρίας που είχε ως πρόφαση το υπαρκτό σκάνδαλο Novartis. Ας μην ξεχνάμε ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση καταδικάστηκε αμετάκλητα από το Ειδικό Δικαστήριο για παράβαση καθήκοντος ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος. Πώς γίνεται όμως να μην υπάρχει δόλος όταν o συγκεκριμένος υπουργός υπαγόταν ως αναπληρωτής απευθείας στον Αλέξη Τσίπρα και διαλαλούσε δημοσίως ότι επρόκειτο για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους»;
Η πλέον ηχηρή αντίδραση ήρθε από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Σταύρο Κοντονή, ο οποίος σόκαρε με δηλώσεις του, σύμφωνα με τις οποίες «εκείνη την περίοδο είχε στηθεί ένα παραϋπουργείο Δικαιοσύνης στο Μέγαρο Μαξίμου» και πως «επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο (τον Αλέξη Τσίπρα) η ύπαρξη παρασυστήµατος που λειτουργούσε υπό την αιγίδα του». Αναφέρει δε ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ πως όταν παρέλαβε τη δικογραφία και είδε τα ονόματα των «εμπλεκομένων», διαπίστωσε ότι «πάρα πολλοί εξ αυτών ήταν αδύνατον να υπέχουν οποιασδήποτε ευθύνης, αφού εκ του νόµου δεν μπορούσαν να έχουν ουδεµία συµµετοχή στη διαµόρφωση της τιµής των φαρµάκων, πολύ περισσότερο στην παράνοµη συνταγογράφηση».
Ακόμη πιο αποκαλυπτικός υπήρξε ο αποχωρήσας από τον ΣΥΡΙΖΑ ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, ο οποίος σε τηλεοπτική συνέντευξη δήλωσε πως «νομίζει» ότι «η απόφαση να μπουν στο κάδρο ο Πικραμμένος, ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς χωρίς να υπάρχουν επαρκή στοιχεία, πρώτον, ήταν μια πολιτική απόφαση και, δεύτερον, ήταν λάθος» και πως «σίγουρα ήξερε ο Τσίπρας». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης αντέδρασε λέγοντας πως πρόκειται για ομολογία «με περίσσιο κυνισμό για διώξεις της δικαστικής εξουσίας κατά παραγγελία της τότε κυβέρνησης» και αναρωτήθηκε «ποιος έλαβε την εν λόγω πολιτική απόφαση;».
Είναι προφανές πλέον ότι η αποκάλυψη του Αλέξη Τσίπρα αποτελεί μια καθαρή ομολογία διάπραξης μιας θεσμικής, δικαστικής και πολιτικής σκευωρίας, η οποία προφανώς είχε σκοπό την πολιτική εξόντωση των κομματικών αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ. Η μέθοδος γνωστή: «Στείλ' τους κι άσ' τους να αθωωθούν παρακάτω». Τα θεσμικά ερωτήματα όμως που προκύπτουν από αυτή τη σοκαριστική ομολογία είναι πολλαπλά και φλέγοντα. Γιατί επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας αυτή τη χρονική στιγμή για να προχωρήσει σε μια τέτοιου μεγέθους ομολογία; Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Το βέβαιο πάντως είναι ότι νομικά και δικαστικά η υπόθεση αυτή έχει κλείσει, καθώς για τους μεν φυσικούς αυτουργούς υπάρχει τελεσίδικη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, για δε τον πιθανό ηθικό αυτουργό έχει επέλθει παραγραφή.
Πέρα όμως από τις νομικές και δικαστικές πτυχές αυτής της ζοφερής υπόθεσης, ζωντανά παραμένουν τα ερωτήματα για το άχθος που σωρεύει στο πολίτευμα η κυνική ομολογία ότι η εκτελεστική εξουσία επέλεξε το 2018 να χρησιμοποιήσει με πολιτικά κριτήρια τη δικαστική εξουσία για να πλήξει και να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους. Ποιο είναι το συμπέρασμα που καλείται να βγάλει ο πολίτης όταν βλέπει μια εξόφθαλμη καταστρατήγηση των όρων του κράτους δικαίου και μια θεσμική εκτροπή στον διαχωρισμό των εξουσιών;
Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται να υπάρξει κανένα σχετικό ψήφισμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από τους ανησυχούντες για το κράτος δικαίου ευρωβουλευτές, στους οποίους περιλαμβάνεται -οποία ειρωνεία- και ο Στέλιος Κούλογλου, ούτε βέβαια από την κοινοβουλευτική συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της οποίας εξέχον μέλος είναι και ο Αλέξης Τσίπρας.