Οι μέρες που το Γκάζι αποτελούσε κυψέλη διαφορετικότητας στο κέντρο της Αθήνας έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Οι σιλουέτες με τα φανταχτερά ρούχα και την αντισυμβατική εμφάνιση που το κατέστησαν επίκεντρο της gay κοινότητας στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχουν πλέον χαθεί μέσα στο ομοιόμορφο πλήθος που το κατακλύζει κάθε Παρασκευοσάββατο. Οι μουσικές από τα στέκια τους σκεπάστηκαν από τη mainstream φασαρία μαγαζιών που ξεφύτρωσαν το ένα πλάι στο άλλο πέριξ της πλατείας τα τελευταία δέκα χρόνια, εκμεταλλευόμενα ακριβώς αυτή τη δημοφιλία της περιοχής στο εναλλακτικό (gay και straight) κοινό. Ακόμα και το αίσθημα ξεγνοιασιάς, ασφάλειας και ανοχής στη διαφορετικότητα έχει δώσει τη θέση του σε τσαμπουκάδες μεταξύ ξαναμένων πιτσιρικάδων και τραμπουκισμούς -συχνότερα ρατσιστικού και ομοφοβικού χαρακτήρα- απέναντι σε οποιονδήποτε ξεφεύγει από τη νόρμα του νέου Κεραμεικού.
Ωστόσο, οι χώροι που επιμένουν να αγκαλιάζουν τη διαφορετικότητα στο Γκάζι δεν έλειψαν ακόμα. Ευτυχώς. Σόνεμπεργκ του Βερολίνου, όπως το ήθελαν οι βιαστικοί ή οι ρομαντικοί των early ‘00s, μπορεί να μην έγινε ποτέ και να μη θυμίζει Σόχο σε τίποτα, όμως το underground Γκάζι έχει ακόμα σφυγμό.
Στον αριθμό 10 της οδού Κελεού, στην άλλη πλευρά της Ιεράς Οδού, σχεδόν απέναντι από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και πίσω από μια μικρή μαύρη πόρτα που δεν την πιάνει το μάτι, κάθε Παρασκευή συντελείται μια πολύχρωμη γιορτή που χωράει τους πάντες.
Η φωτισμένη επιγραφή δίπλα στην είσοδο σε βάζει στο νόημα: «Bequeer». Πρόκειται για ένα εγχείρημα που μετράει σχεδόν δύο χρόνια ζωής και έχει καταφέρει ήδη να αποτελέσει σημείο αναφοράς στη διασκέδαση και την κοινωνικοποίηση της queer κοινότητας της Αθήνας. Όταν τα φώτα χαμηλώσουν, η μουσική δυναμώσει και οι πρωταγωνίστριες της βραδιάς κάνουν την εμφάνιση τους σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του μαγαζιού (από τη σκηνή και τη μπάρα μέχρι τον στύλο του pole dancing και τον μικρό εξώστη) οι ταυτότητες -κυρίως οι σεξουαλικές- παύουν να έχουν σημασία, τουλάχιστον μέχρι το ξημέρωμα. Στον μικρόκοσμο του «Bequeer» η νύχτα είναι όπως θα έπρεπε να είναι: Απελευθερωμένη, ξέφρενη, διασκεδαστική και ασφαλής.
Το iefimerida βρέθηκε στο «Bequeer» ένα βράδυ Παρασκευής από αυτά που έχουν καταστήσει το μαγαζί επίκεντρο της LGBTQ+ κοινότητας παρά τον σχετικά σύντομο χρόνο λειτουργίας του, ιδίως σε σύγκριση με τα διάσπαρτα gay bars του Κεραμεικού. Τα παρασκευιάτικα drag shows του έχουν ήδη γράψει τη δική τους ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα. Εξάλλου, το «Bequeer» ανοίγει μόνο Παρασκευή και Σάββατο, μιας και οι… queens με το extravagant παρουσιαστικό τις καθημερινές γίνονται κοινοί θνητοί. Μέχρι την επόμενη Παρασκευή.
Φτάσαμε στο «Bequeer» στις 21.00, σχεδόν τέσσερις ώρες πριν ξεκινήσει το show. Αυτός είναι και ο χρόνος, εξάλλου, που χρειάζονται ο Θεόφιλος, ο Βασίλης και ο Ραφαήλ για να μεταμορφωθούν σε Φιλοθέη, Darla Qubit και Hollywood Volta αντίστοιχα.
Θεόφιλος–Φιλοθέη: Από τους drag πειραματισμούς στο σαλόνι του σπιτιού, ως την αποδοχή και την αναγνώριση
Πριν ακόμα τα casual ρούχα των τυπικών 25άρηδων αντικατασταθούν από λαμέ φορέματα, γούνες, δωδεκάποντα, φτερά, περούκες, glitter, μακριά νύχια και -πολύ- make up, ξεκινήσαμε την κουβέντα με τον Θεόφιλο.
«Όλα ξεκίνησαν πριν από σχεδόν επτά χρόνια στο σαλόνι του σπιτιού μου στον Άγιο Δημήτριο. Εκεί μαζευόμασταν με τα περισσότερα παιδιά που σήμερα πρωταγωνιστούν στα drag shows του ‘Bequeer’ και αφού παρακολουθούσαμε τη σειρά 'Rupaul’s drag race' κάναμε τα δικά μας αυτοσχέδια σκετσάκια», εξηγεί ο 26χρονος Θεόφιλος φοιτητής του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ, προσθέτοντας πως το σαλόνι του ήταν ιδανικό καθώς οι δικοί του έλειπαν συχνά και τα πάντα γινόντουσαν κρυφά: «Κρύβαμε τα πάντα τότε, δεν ήξερε κανείς τίποτα για αυτή την πτυχή μας».
Τρία χρόνια μετά και ενώ ο ερασιτεχνικός αυτοσχεδιασμός στο σαλόνι του σπιτιού του είχε ήδη μετεξελιχθεί σε συνειδητή ενασχόληση με το drag, μέσω μια συνέντευξης κάνει coming out στους γονείς του. «Τα αδέρφια μου γνώριζαν ήδη. Δείχνω τη συνέντευξη στους γονείς μου και τους ζητάω να τη διαβάσουν και με απόλυτη ψυχραιμία να με ρωτήσουν μετά οτιδήποτε θελήσουν. Η μητέρα μου στην αρχή δεν είχε καταλάβει και πολλά, ενώ ο πατέρας μου μέχρι πριν κάποιους μήνες τη Φιλοθέη την αποκαλούσε Νεφέλη. Κατά τα άλλα όλα καλά. Το αντιμετωπίζουν σαν μια οποιαδήποτε δουλειά. Μάλιστα, η μητέρα μου έχει έρθει να δει σε show», περιγράφει.
Για τον ίδιο ωστόσο είναι περισσότερο από μια δουλειά, όπως θα σπεύσει να τονίσει: «Ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια που τα shows γίνονται στο ‘Bequeer’ και έχω τη δυνατότητα να επιλέγω τι θα κάνω και δεν ακολουθώ αυτό που θέλει το εκάστοτε μαγαζί, όπως συνέβαινε τα δύο πρώτα χρόνια, νιώθω σαν να έχω καβαλήσει ένα roller coaster συναισθημάτων και εμπειριών. Με έχει βοηθήσει να κατανοήσω στοιχεία του εαυτού μου και να με αποδεχτώ. Για παράδειγμα είχα θέμα με την εικόνα μου, τα οποία κατά τη διάρκεια του show μεγεθύνονται. Θυμάμαι ότι επέλεγα πάντα ρούχα που κάλυπταν συγκεκριμένα σημεία του σώματος μου. Θες δεν θες, λοιπόν, έρχεσαι αντιμέτωπος με τα θέματα σου. Αναγκάζεσαι να δεις τι δεν σου αρέσει πάνω σου και εν τέλει το αντιμετωπίζεις.»
Η Φιλοθέη (άνευ επωνύμου πια, τύπου Μαντόνα) είναι το αντίβαρο στη συστολή και στις όποιες ανασφάλειες του Θεόφιλου. Πρόκειται για μια γκράντε περσόνα που ακτινοβολεί αυτοπεποίθηση: «Τον τελευταίο καιρό έχει πάθει μια μετάλλαξη. Σε ένα event έκανα την κηδεία της και άδραξα την ευκαιρία να ‘καθαρίσω’ το πολυτάραχο παρελθόν της! Επιγραμματικά, έχει την εμφάνιση και το vibe της προκλητικής και σέξυ γκόμενας που διατείνεται στα clubs ότι τα κάνει όλα και τελικά δεν κάνει τίποτα. Η Φιλοθέη περνάει νευρική κρίση κάθε εβδομάδα. Βέβαια, η Φιλοθέη κάθε εβδομάδα προβάλει στα shows και τη διάθεση του Θεόφιλου. Αυτό είναι που δίνει και νόημα σε αυτό που κάνω.»
Όσον αφορά την ανταπόκριση του κοινού, ο Θεόφιλος τη χαρακτηρίζει «παρανοϊκή, με την καλή έννοια». «Προχθές περίμενα το Α2 στις 12.00 το βράδυ και ένα παιδί με ρώτησε ‘συγγνώμη είσαι η Φιλοθέη’. Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ, του απάντησα ‘ναι, εγώ είμαι’ και πιάσαμε τη συζήτηση. Αντίστοιχα, πριν κάποια χρόνια ψώνιζα στα HnM και μια πωλήτρια επίσης με αναγνώρισε και αφού μου περιέγραψε πως είχε δει performance μου μίλησε για αρκετά λεπτά με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό για αυτό που κάνω. Παρόλα αυτά, μου φαίνεται πάρα πολύ περίεργο το να θεωρούμε ένα είδος celebrity (εντός πολλών εισαγωγικών).»
Η αποδοχή, όμως, είναι αμφίδρομη εξηγεί ο Θεόφιλος. Στο «Bequeer» κανείς δεν κρίνει τον διπλανό του. Είναι ο χώρος στον οποίο θα πάνε οι 18άρηδες που μόλις έχουν περάσει στις σχολές τους και ακόμα «ψάχνονται» με τον εαυτό τους. Θα νιώσουν αποδεκτοί. «Μας λένε συχνά ότι είναι το μοναδικό μέρος που μπορείς να έρθεις βαμμένος και ντυμένος όπως θέλεις και να νιώθεις ασφαλής. Μακριά από επικριτικά βλέμματα και γιούχες. Αντί να λαμβάνουν περίεργες ματιές, όπως θα συνέβαινε στον δρόμο ή σε οποιοδήποτε άλλο μαγαζί, οι θαμώνες γίνονται ένα με τις drag queens καθώς -αν το αισθάνονται- μπορούν να ανέβουν στη σκηνή και να διασκεδάσουν όπως θέλουν. Όλο αυτό είναι κάτι σπάνιο».
Όπως λέει, στο παρελθόν έχει και ο ίδιος μαγνητίσει περίεργα βλέμματα, ωστόσο δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα: «Μια φορά, πριν από τέσσερα χρόνια, είχε χρειαστεί να κατέβω την Ιερά Οδό, από την Πειραιώς μέχρι την Κωνσταντινουπόλεως, in drag. Ήταν ότι πιο άβολο έχω κάνει. Σταματούσαν αυτοκίνητα και περαστικοί και στην καλύτερη με κοίταζαν σαν UFO. Άκουγα ‘τι είναι αυτό’. Για επτά λεπτά -τα οποία μου φάνηκαν ατελείωτα- γινόταν ο χαμός. Όχι καλός. Κακός. Κυριολεκτικά ο κακός χαμός. Όταν έφτασα τελικά στο μαγαζί που δούλευα τότε με συμβούλευσαν να μην το επιχειρήσω ξανά για τη δική μου ασφάλεια. Ήταν επικίνδυνο. Το νιώθουμε και σήμερα. Όταν φεύγεις από το στενό της Κελεού και μπαίνεις στο υπόλοιπο Γκάζι, σκάει αυτή η φούσκα της ισότητας και της απελευθέρωσης».
«Οργή και θλίψη η Zackie θα μας λείψει»
Δυστυχώς η ομοφοβία καλά κρατεί στην Ελλάδα, παραδέχεται ο Θεόφιλος, με τη συζήτηση να πηγαίνει στην υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου. Ο Ζακ -ή η Zackie- ήταν ένας -ή μια- από αυτούς. Ακτιβιστής, ομοφυλόφιλος, drag queen, οροθετικός, νέος, άνθρωπος.
«Χιλιάδες εμπειρίες. Πάρα πολλές στιγμές που ουρλιάζαμε από τα γέλια. Τη θαύμαζα και για το έργο της ακτιβιστικά -ήταν από τους πρώτους οροθετικούς στη χώρα που μίλησαν ανοιχτά για αυτό- ακόμα και πριν ξεκινήσει το drag. Εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ περίεργο τόσο για τον τρόπο που έγινε όσο και επειδή συνέβη σε ένα άτομο το οποίο ξέραμε, συνεργαζόμασταν και είχαμε άριστες σχέσεις. Τώρα αρχίζει και κάθεται μέσα μας όλο αυτό. Και ήταν εξοργιστικό το πώς την παρουσίαζαν τα μίντια. Βιάστηκαν να μιλήσουν για ναρκομανή και κλέφτη. Δεν ήταν αυτό η Zackie πραγματικά. Ήταν ένας χαρούμενος και καλοπροαίρετος άνθρωπος που δεν πίστευε ποτέ ότι οι άλλοι θέλουν να την πληγώσουν. Σταδιακά άλλαξε και η γνώμη του κόσμου εν τέλει», λέει ο Θεόφιλος και περιγράφει την ημέρα μετά το περιστατικό που μαθεύτηκε η ταυτότητα του θύματος του λιντσαρίσματος.
«Σάββατο μεσημέρι, μόλις είχα ξυπνήσει μετά από μια νύχτα εδώ, με πήρε τηλέφωνο ένας κοντινός της άνθρωπος και μου λέει σκότωσαν τη Zackie. Ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσα μόλις ξύπνησα. Τις πρώτες ημέρες δεν ξέραμε λεπτομέρειες και μέσω τηλεφώνων ψάχναμε να βρούμε τι είχε συμβεί. Οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Ένα μπάχαλο. Άλλοι έλεγαν ότι όχι δεν πέθανε… Μέχρι που ξαφνικά βρεθήκαμε στην Ιτέα να την κηδεύουμε. Φτάσαμε εκεί 30 άτομα με ένα πούλμαν της ‘Θετικής Φωνής’ και η ενέργεια στη διαδρομή ήταν ήδη περίεργη. Ο κόσμος ήταν πολύς. Άλλοι πήγαν μεμονωμένα με αυτοκίνητα και πολλοί από εμάς ήταν στην εκκλησία και στο νεκροταφείο in drag. Ήταν σαν να μην ξέρουμε που πηγαίνουμε, όμως. Μόνο εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούμε πλέον να το αρνούμαστε. Ήταν μια ημέρα που είδα άτομα του χώρου -που στην Αθήνα για τους δικούς τους, μικρούς, λόγους μπορεί να μη μιλούσαν καν- να κλαίνε αγκαλιασμένα. Είδα την οικογένεια του συντετριμμένη και κατάλαβα πως ήταν ένας άνθρωπος που τον αγαπούσαν όλοι. Η κορύφωση βέβαια ήρθε στο νεκροταφείο όπου ξαφνικά ξεκίνησε να βρέχει glitter! Και ενώ στην αρχή κάποιοι ντόπιοι μας αντιμετώπισαν σαν κομμάτια της ζωής του Ζακ που ήθελαν να κρύψουν, στο τέλος κατάλαβαν ότι αυτός ήταν ο Ζακ. Η Zackie.»
Εν τέλει, το αυθόρμητο σύνθημα «Οργή και θλίψη η Zackie θα μας λείψει» που ακούστηκε στις πορείες που ακολούθησαν τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου συνόψισε εύστοχα τα συναισθήματα που άφησε στους πραγματικά δικούς του το άδικο και απάνθρωπο τέλος του, καταλήγει ο Θεόφιλος.
Βασίλης – Darla Qubit: «Στο drag η γυναικεία φύση λειτουργεί σαν πανοπλία. Γίνεσαι υπερηωρίδα»
Όπως εξηγούν οι «βασίλισσες» του «Bequeer», η κοινότητα δεν ξεπερνάει ακόμα τα 25 με 30 μέλη (και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα), γεγονός που δυσκόλεψε την αποδοχή της ακόμα και από άτομα της ευρύτερης LGBTQ+ κοινότητας. Ωστόσο, αυτό το βήμα φαίνεται να έχει γίνει. Επόμενο βήμα, να περάσει από τη σφαίρα του freak show -όπως πολλοί «ετεροκανονικοί» έχουν βιαστεί να το κατηγοριοποιήσουν- σε αυτό που πραγματικά είναι. Μία μορφή τέχνης.
Από την πλευρά του, ο Βασίλης, κατά κόσμον Darla Qubit, σημειώνει ότι υπάρχει η άποψη που θέλει το drag να είναι μια μισογυνιστική πρακτική, κρίνοντας τη ως μια καρικατούρα της γυναικείας φύσης. «Ουσιαστικά όμως είναι ακριβώς το αντίθετο. ‘Φοράς’ τη γυναικεία φύση ως πανοπλία για να γίνεις κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Για να γίνεις υπερηωρίδα», τονίζει ο 24χρονος που πηγαίνει παντού με το ποδήλατο, έχει σπουδάσει σχέδιο μόδας και σε πολλές περιπτώσεις είναι ο εμπνευστής και σχεδιαστής των ευφάνταστων κοστουμιών των drag queens της Αθήνας.
Εξάλλου, όπως συμπληρώνει, δεν πρόκειται για δημιούργημα του 20ου αιώνα: «Η πρώτη καταγεγραμμένη drag (king όχι queen) στην ιστορία ήταν η Καλλιπάτειρα από τη Ρόδο. Κατά τη διάρκεια των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων απαγορευόταν στις γυναίκες η είσοδος στο στάδιο. Η Καλλιπάτειρα, λοιπόν, μεταμορφώθηκε σε άνδρα γυμναστή προκειμένου να παρακολουθήσει κρυφά τα αγωνίσματα και να υποστηρίξει τον γιο της, Πεισίρροδο τον Θούριο, ο οποίος συμμετείχε σε αυτά. Μάλιστα, μετά τη νίκη του Πεισίρροδου η Καλλιπάτειρα αποκαλύφτηκε από τον ενθουσιασμό της και κινδύνευσε ακόμα και με θανατική καταδίκη».
Τι σημαίνει, όμως, το τόσο «ψαρωτικό» stage name του Βασίλη και πως αυτό σχετίζεται με το drag; Το Darla, είναι εμπνευσμένο από χαρακτήρα του «Finding Nemo» ενώ το Qubit είναι το κβαντικό μπιτ των υπολογιστών, που μπορεί να πάρει ταυτόχρονα τη μορφή και του 0 και του 1. «Το θεώρησα σαν ένα ωραίο παιχνίδι με αυτό που συμβαίνει στο drag. Η αλλαγή και αυτή η μετάβαση από άνδρα σε γυναίκα και vice versa:
«Η Darla αποτελεί ένα κράμα όλων των επιρροών από τον χώρο της μουσικής, της μόδας και από άλλες περσόνες που με ιντρίγκαραν ανά τα χρόνια. Συνθέτει ένα ψυχεδελικό κολάζ που μου αρέσει πάρα πολύ, εφόσον βασίζεται σε στοιχεία προσωπικοτήτων που με επηρέασαν. Στη σκηνή, λοιπόν είμαι εντελώς Darla. Καθόλου Βασίλης. Πρόκειται για ολοκληρωτική μεταμόρφωση. Ο καθένας από εμάς λειτουργεί διαφορετικά στη σκηνή. Αυτό είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Πάντως, το να πιαστείς από ένα συναίσθημα που προϋπήρχε στον Βασίλη, για παράδειγμα, είναι ένας καλός οδηγός για το performance».
Όντας και ο ίδιος στον πυρήνα της ομάδας που ξεκίνησε να πειραματίζεται με το drag στο σαλόνι του Θεόφιλου πριν από χρόνια, ο Βασίλης έχει βιώσει τη σκηνή σχεδόν από τη γέννηση της στην Ελλάδα. Τον περασμένο Ιούλιο, μάλιστα, η ομάδα των καλλιτεχνών που εμφανίζονται στο «Bequeer», με την επωνυμία «House of Daglara» (αποτελείται από τη Φιλοθέη, τη Darla Qubit, τη Daglara, τη Chraja και τη Viscosity- η τελευταία είναι και η μοναδική γυναίκα drag artist στην Ελλάδα), κέρδισε τον τίτλο «House of Superball», δηλαδή αυτόν του κορυφαίου «οίκου» drag artist στην Ευρώπη. Το Superball, είναι ο μεγαλύτερος διαγωνισμός drag της Ευρώπης και κάθε χρόνο, από το 2014, ομάδες καλλιτεχνών διαγωνίζονται σε τρεις ομαδικές κατηγορίες (Lip Synch, Dance-off, και Catwalk). Στην περσινή διοργάνωση, στο Άμστερνταμ, συμμετείχαν δέκα «οίκοι» και συνολικά 100 διαγωνιζόμενοι. Εκτός, όμως, από το ομαδικό βραβείο που απέσπασε η ομάδα από την Αθήνα, η Daglara κέρδισε και τον ατομικό διαγωνισμό «Miss Superball».
Με τη διάκριση αυτή σαν παρακαταθήκη για το μέλλον του drag στη χώρα μας, ο Βασίλης βλέπει τον εαυτό του να συνεχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με τα shows και φυσικά τη μόδα που είναι η έτερη μεγάλη αγάπη του. Όπως εξηγεί, η αποδοχή από την οικογένεια -κυρίως από τη μητέρα του, που είναι και αυτή που τον ενδιαφέρει- τόσο της σεξουαλικής ταυτότητας του, όσο και της ενασχόλησης του με το drag ήταν αρκετά ομαλή, παρότι προέρχεται από μια μάλλον συντηρητική μικροαστική συνοικία των Δυτικών Προαστίων.
«Η μόνη -δικαιολογημένη- ανησυχία της μητέρας μου έγκειται στο βιοποριστικό κομμάτι. Στην Ελλάδα, παρά την όποια αποδοχή έχουμε κατακτήσει, υπάρχει πολύς δρόμος να διανυθεί. Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατο, τουλάχιστον ακόμα, τα shows να αποτελούν την κύρια ενασχόληση κάποιου. Ίσως σε δέκα χρόνια αυτό να είναι εφικτό και φυσικά πάντα υπάρχει και το ενδεχόμενο του εξωτερικού στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Υπάρχουν χώρες κυρίως στην Ευρώπη που τα drag shows έχουν βγει από τη σφαίρα του underground και αποτελούν κομμάτι της ποπ κουλτούρας», προσθέτει ο Βασίλης.
Ο ίδιος βλέπει με καλό μάτι την αύξηση της δημοφιλίας του drag σε μια κοινωνία σαν την ελληνική καθώς είναι «ένα craft πολύχρωμο, χαρούμενο, ζωντανό και αναζωογονητικό». «Ίσως αυτό σταματήσει και τα περίεργα βλέμματα που αναφέραμε νωρίτερα. Τώρα αδιαφορώ πλήρως, ωστόσο, νομίζω ότι όσοι τα μαγνητίσαμε σε μικρότερη ηλικία σίγουρα αναρωτηθήκαμε αν όντως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με εμάς ή αν η ομοφυλοφιλία είναι κάτι λάθος. Αυτές είναι σκέψεις που δεν θα έπρεπε εξ αρχής να δημιουργούνται στο μυαλό κανενός παιδιού».
Ραφαήλ – Hollywood Volta: «Ποτέ δεν σκέφτηκα αν η Αθήνα λειτουργεί όπως λειτουργώ εγώ»
Λίγο πριν ξεκινήσει το show άπαντες είναι σχεδόν έτοιμοι, οι πρώτοι θαμώνες έχουν αρχίσει να πιάνουν θέσεις όσο πιο κοντά στη σκηνή και ο 25χρονος Ραφαήλ καλείται με τη σειρά του να μας συστήσει τη Hollywood Volta και να μας μιλήσει για την εμπειρία του στη drag σκηνή της Αθήνας. Ασχολούμενος σε ευρύτερο επίπεδο με την υποκριτική, «μυήθηκε» στο drag από τα άλλα μέλη της παρέας και οι εμφανίσεις του στο «Bequeer» έχουν guest χαρακτήρα.
«Η σκηνή μου αρέσει. Νιώθω απελευθερωμένος και άνετος πάνω σε αυτή. Γενικότερα μου αρέσει η ενασχόληση με την εικόνα και τα visuals κυρίως σε ηλεκτρονική μορφή. Παράλληλα συμμετέχω και σε κάποιες θεατρικές δουλειές. Το άγχος, ωστόσο, υπάρχει, αφού και η εμπειρία μου είναι μικρότερη σε σχέση με των άλλων παιδιών», περιγράφει, τονίζοντας όμως ότι το άγχος δεν σχετίζεται με την αποδοχή της ταυτότητας του. «Έχω αποδεχτεί τον εαυτό μου από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Με τη μητέρα μου δεν συνέβη το ίδιο, οπότε τελευταία δεν υπάρχει επαφή», εξηγεί.
Τη Hollywood Volta την περιγράφει σαν μια τρελή περσόνα που δεν ξέρει αν θα συνεχίσει να είναι το alter ego του και τα επόμενα χρόνια, αφού στα πλάνα του είναι κυρίως η καλλιέργεια του ίδιου του Ραφαήλ, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. «Η Volta είναι πιο δυναμική από τον Ραφαήλ, έχει σίγουρα περισσότερη αυτοπεποίθηση και είναι πιο αστεία. Λειτουργεί λυτρωτικά σε κάποιον βαθμό».
Πως είναι, όμως, η Αθήνα για ένα ανοιχτά gay αγόρι με ενδιαφέροντα που ξεφεύγουν από αυτά των «τυπικών» συνομηλίκων του; «Εγώ περνάω πάρα πολύ ωραία», λέει με σιγουριά και συνεχίζει «ποτέ δεν σκέφτηκα αν η Αθήνα ή η γειτονιά που μεγάλωσα -επίσης στα Δυτικά- λειτουργεί όπως λειτουργώ εγώ. Κάνω αυτό που νιώθω. Καταλαβαίνω ότι δεν μπορούν να αποδεχτούν όλοι το να είμαι τόσο slutty ή απελευθερωμένος, αλλά εμένα μου αρέσει να λειτουργώ πάντα σε μια πιο ερωτική ατμόσφαιρα».
Αυτό βέβαια, όπως τονίζει, τον έχει φέρει σε δύσκολη ή ακόμα και επικίνδυνη θέση κάποιες φορές: «Έχει συμβεί με πρόσχημα το φλερτ, να με οδηγήσουν σε απομονωμένο σημείο στο κέντρο και να με ληστέψουν. Κοιτάζοντας πίσω, παρόλα αυτά, δεν νιώθω θυμό, οργή ή μίσος για αυτά τα άτομα. Αναλογίζομαι ωστόσο πως οδηγείται μια κοινωνία σε αυτήν την κακία γιατί σίγουρα υπάρχουν εκεί έξω χιλιάδες αντίστοιχες και χειρότερες ιστορίες, ιδίως από άτομα που ζουν έξω από τις νόρμες. Αυτό που έχω μάθει με τα χρόνια είναι να μην είμαι τόσο αθώος, τόσο αφελής. Δεν μπορείς να τα αφήνεις όλα στο ‘γιούχου’ γιατί σίγουρα υπάρχουν άτομα που θέλουν να σε βλάψουν, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού».
Ο Ραφαήλ περιγράφει το «Bequeer» -στο οποίο επίσης περιστασιακά εργάζεται και ως σερβιτόρος- σαν την ασφαλή γυάλα των queer ατόμων. «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν θυμάμαι ονόματα και ντρέπομαι τόσο πολύ όταν συμβαίνει αυτό», καταλήγει γελώντας.
Φωτογραφίες: Μάριον Παλιούρα