Στην αρχή ήταν ο εορταστικός φωτισμός στη Βασ. Σοφίας που ήρθε στο κέντρο της Αθήνας να ανατρέψει την κυρίαρχη πρόσληψη περί νοσταλγίας και θαλπωρής. Τώρα είναι η Ομόνοια, που καθώς επιστρέφει στρογγυλή και με συντριβάνι εγκαθιδρύει την έννοια του βιώματος και της νοσταλγίας. Προς τα πού κοιτάζει τελικά η Αθήνα του 2020;
Αγαπούμε τις μητροπόλεις που είναι πολυσυλλεκτικές, μωσαϊκά πολιτισμών και λαών, για τον απλό λόγο ότι αυτός είναι ο ορισμός της ιδανικής σύγχρονης πόλης. Συνύπαρξη, με όλα τα ιστορικά και κοινωνικά στρώματα να βρίσκονται σε διάλογο. Αρμονικά όμως, με συνέπεια, με μια πανοπτική στρατηγική και λογική για την ταυτότητα της πόλης. Χωρίς κενά και θραύσματα, χωρίς παρορμητισμούς, αλλά με ροή. Η σκέψη αυτή γεννήθηκε καθώς – όπως όλοι - βλέπω κάθε τόσο εικόνες της νέας Ομόνοιας. Εικόνες που αναδύονται στα social media με τη λογική του αντάρτικου: τραβηγμένες από ταράτσες, από βιαστικές λήψεις πίσω από τις λαμαρίνες της πλατείας.
Βack to 60’s ή η νέα παλιά Ομόνοια
Η Ομόνοια ξανά στρογγυλή, πράσινη και με συντριβάνι. Αίφνης αυτό το ζεστό κίνημα των τελευταίων δεκαετιών που με νοσταλγικά ξεσπάσματα και με την αίσθηση ενός βιώματος – συχνά εξιδανικευμένου, αλλά οπωσδήποτε σημαντικού και αυστηρά προσωπικού- δικαιώνεται. Στο 2020, σε μια πόλη που έχει διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες, που φιλοξένησε την Documenta γράφοντας ιστορία (η πρώτη και η μοναδική φορά που η περίφημη διοργάνωση σύγχρονης τέχνης έγινε και εκτός Κάσελ), το ιδανικό τελικά εντοπίζεται σε κάτι που συνέβη δεκαετίες πριν. Οταν η Ομόνοια ήταν κυκλική. Και το συντριβάνι αξιοθέατο για τις οικογένειες. Και ο Γκιωνάκης, η Καρέζη και ο Ηλιόπουλος σταρ του σινεμά.
Η νοσταλγία επιβάλλεται, η νοσταλγία θα νικήσει. Καθώς δεν υπάρχει καμία επίσημη τοποθέτηση από τον Δήμο Αθηναίων ούτε από τους εκτελεστές του έργου για την ταυτότητα της νέας πλατείας, ούτε για το brief που δόθηκε ή το σκεπτικό, μέσα σε ένα κλίμα μυστικοπάθειας, το μόνο που δικαιώνεται ως τώρα είναι αυτή η νοσταλγία του παλιού. Δεν δικαιώνεται απλώς, αλλά με αυτή την τακτική τείνει να δικαιωθεί χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίλογο, χωρίς διαβούλευση.
Χορηγοί και το αθηναϊκό πάτσγουορκ
Αντίθετα, αρχές Δεκέμβρη, η τοποθέτηση των χριστουγεννιάτικων φώτων ως σκεπή στη Βασιλίσσης Σοφίας έφεραν ένα κύμα αντιδράσεων που ξεκίνησαν ως τρολάρισμα και εξελίχθηκαν σε μια ακόμα παθιασμένη μάχη. Δεν έγινε κατανοητό το έργο από τους περισσότερους, ήρθε κόντρα στην κυρίαρχη άποψη για το τι είναι Χριστούγεννα. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιήθηκε το γεγονός ότι δεν παραπέμπει σε θαλπωρή. Το αίτημα της νοσταλγίας καταργήθηκε εδώ, απροσδόκητα και ακολούθησε ένα αστικό debate που κατά πολύ πυροδοτήθηκε ακριβώς από την έλλειψη μιας κοινής γραμμής, μιας συμπαγούς άποψης και εξέλιξης της εικόνας της πόλης
Βασιλίσσης Σοφίας-Ομόνοια. Μέσα σε λίγα χιλιόμετρα ο Δήμος Αθηναίων μοιάζει να τραμπαλίζεται με μεγάλη κλίση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές εποχές, ουσιαστικά σε δυο διαφορετικούς αιώνες.. Να δημιουργεί ένα πάτσγουορκ στο δημόσιο χώρο. Είναι προφανές ότι οι δωρητές πίσω από τα έργα αυτά – ο όμιλος Λασκαρίδη στην περίπτωση της Ομόνοιας και το Ιδρυμα Ωνάση στη Βασιλίσσης Σοφίας- έχουν άποψη, έχουν λόγο για την μορφή. Την εικόνα. Το ζητούμενο είναι, σε μια εποχή που οι χορηγοί είναι απαραίτητοι και προφανώς οφείλουμε να τους αποδίδουμε τα δέοντα, κατά πόσο μπορούν να επιβάλλουν και κανόνες αισθητικής στον δημόσιο χώρο. Κατά πόσο ο Δήμος είναι αυτός που ακούει, βρίσκει τομές και εν τέλει διαμορφώνει την εικόνα και τη λειτουργικότητα της πόλης του. Μια πειστική, αφήγηση και απεύθυνση στους δημότες θα είχε νόημα. Στην πρώτη περίπτωση ήρθε αργά, στη δεύτερη δεν έχει καν εμφανιστεί ακόμα.
Νοσταλγία – πρωτοπορία: 2,774 χιλιόμετρα
Ο Κώστας Μπακογιάννης επέλεξε από την πρώτη στιγμή ως δήμαρχος να δώσει το μήνυμα της καθαριότητας: σάρωσαν τα συνεργεία δρόμους, πλατείες, εσοχές, πεζόδρομους, νερά έπλυναν πεζοδρόμια μετά από χρόνια, σκουπίδια μαζεύτηκαν, παγκάκια βάφτηκαν, κήποι έλαβαν φροντίδα, παιδικές χαρές σταμάτησαν να είναι επικίνδυνες. Ανακουφιστικό, σίγουρα, αλλά αποτελεί μόνο ένα μικρό τμήμα της μεγάλης εικόνας για την πόλη. Και παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο, από την εφήμερη και ήπια της Βασιλίσσης Σοφίας, ως τη σημαντική και μόνιμη της πλατείας Ομονοίας, οφείλουν να είναι μέρος ενός στρατηγικού σχεδιασμού με συγκεκριμένη στόχευση για την εικόνα του κόσμου και τα μηνύματά της. Να νιώσουν οι πολίτες επίσης ότι έχουν λόγο, ότι εισακούστηκαν, συνδιαμόρφωσαν. Πολίτες, όχι περαστικοί.
Τι είναι η Αθήνα μας λοιπόν; Και κυρίως, πώς θέλουμε να είναι η Αθήνα μας; Μια απόσταση 2,7774 χιλιομέτρων δείχνει πώς δεν έχουμε ιδέα. Και ότι μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ, όσο η Αθήνα θα είναι ένα παζλ με ψηφίδες που στριμώχνονται παρορμητικά.