Στα «Ιερά Τέρατα της Γραφής», ο Χρήστος Χωμενίδης μιλάει για τους φανταστικούς ήρωες και για τους δημιουργούς τους.
Για τον Οδυσσέα, τον Δον Κιχώτη, τον Πλοίαρχο Νέμο, τον Λούκι Λουκ, τον Μπελ Αμί. Γιά τον Ιούλιο Βερν, τον Παπαδιαμάντη, τον Στρατή Τσίρκα και την Άλκη Ζέη.
Μας πάει βόλτα στον πιό μαγευτικό κόσμο που γνώρισε ποτέ. Στον κόσμο των βιβλίων. Μας μεταφέρει την παιδική συγκίνησή του - «αυτό σημαίνει συγγραφέας!» σκεφτόμουν. «Να βρίσκεσαι συνέχεια σε κίνηση, να καβαλάς άγρια άλογα, να πετάς με αερόστατα, να μπλέκεις σε ίντριγκες και σε επαναστάσεις, να ερωτεύεσαι και να μονομαχείς, να συλλαμβάνεσαι, να δραπετεύεις… τις νύχτες να βουτάς την πέννα στο μελάνι ή στο αίμα σου και να γράφεις!»
Και την απογοήτευση που ένοιωσε όταν είδε τις ποντικομαμμές των γραμμάτων μας να ανταγωνίζονται αενάως μεταξύ τους, διαπρέπουν στις λυκοφιλίες και στους βυζαντινισμούς, να έρπουν και να γλείφουν μπας και εξασφαλίσουν καμιά καλή κριτική ή κάνα λογοτεχνικό βραβείο.
Κλείνει με τα λόγια του αγαπημένου του Βασίλη Βασιλικού. «Ο πατέρας μου μού το έλεγε όταν ήμουν μικρός: “Θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία”…» γράφει ο Βασιλικός στα «Λαστιχένια Πέδιλα». «Τελικά μπορεί να βγει δικαιωμένος. Αλλά δεν έζησα, μπαμπά, στην ψάθα. Έζησα στα πλούτη με τη λογοτεχνία. Αν πεθάνω στην ψάθα, είναι το λιγότερο. Τι να τα κάνεις τα πλούσια φέρετρα;».
Τα Ιερά Τέρατα της Γραφής
Ποιό ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα -μού διάβασαν για την ακρίβεια- στη ζωή μου; Ο «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες. Το μπομπινόφωνο που είχαμε στο σαλόνι έπαιζε το Αντάτζιο του Αλμπινόνι. Εγώ, κουρνιασμένος στην αγκαλιά του πατέρα μου, τον άκουγα να μού απαριθμεί τα καμώματα του «ιππότη της ελεεινής μορφής», ο οποίος πάνω στο ψωράλογό του, τον Ροσινάντε, κονταροχτυπούσε τους ανεμόμυλους. Δεν πρέπει να είχα ακόμα κλείσει τα τρία, βρισκόμασταν στο 1969. Η ανάμνηση θα είχε πιθανότατα χαθεί εάν ο μπαμπάς μου ταυτοχρόνως δεν κάπνιζε. Μεγάλωσε η στάχτη του τσιγάρο, βάρυνε, έπεσε η κάφτρα στο χεράκι μου, τσίριξα από τον πόνο, πώς να το ξεχάσω;
Τρία χρόνια αργότερα, ο παππούς μου εμφανίστηκε με δυό μεγάλα πακέτα. Μού είχε αγοράσει καμιά σαρανταριά μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν –τα πήρε χονδρική;- από κάποιο βιβλιοπωλείο που έκλεινε και εκποιούσε; Τα είδα και τρόμαξα. Θα πήγαινα σε κάνα μήνα στην πρώτη δημοτικού, δεν ήξερα ακόμα ανάγνωση. «Να του διαβάζεις κάθε βράδυ πεντέξι σελίδες» συνέστησε, πρόσταξε για την ακρίβεια, ο παππούς μου τη μάνα μου. «Από ποιο να ξεκινήσω;» ρώτησε εκείνη. «Από όποιο διαλέξει ο ίδιος…»
Διάλεξα τη «Μυστηριώδη Νήσο». Εκδόσεις Μίνωας. Με παλιές ολοσέλιδες γκραβούρες. Θυμάστε ίσως την υπόθεση. Πεντέξι τύποι κατά τη διάρκεια του αμερικάνικου εμφυλίου δραπετεύουν με αερόστατο από μία φυλακή των Νοτίων και προσγειώνονται σε έναν βράχο στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η επιβίωσή τους είναι αμφίβολη, αντιμετωπίζουν τρομερές αντιξοότητες. Κάθε φορά όμως που κινδυνεύουν να λιμοκτονήσουν, να παγώσουν, να χαθούν, συμβαίνει ένα θαύμα. Επεμβαίνει η «Θεία Πρόνοια» και τους σώζει. Στο τέλος του βιβλίου αποδεικνύεται ότι η «Θεία Πρόνοια» είναι ο Πλοίαρχος Νέμο. Ένας Ινδός πρίγκιπας που μένει σε ένα υποβρύχιο προσαραγμένο σε μια υπόγεια σπηλιά στο νησί και μάχεται -εξ αποστάσεως- για την απελευθέρωση της πατρίδας του από τον βρεττανικό ζυγό. Ή κάπως έτσι…
Τόσο με συνεπήρε «Η Μυστηριώδης Νήσος», ώστε δεν άντεχα πια να βασίζομαι στη μαμά μου. Έμαθα να διαβάζω για να μπορώ να την προχωράω μόνος μου. Και μόλις την τελείωσα, την ξανάρχισα από το πρώτο κεφάλαιο.
Έπεσα, στη συνέχεια, με τα μούτρα στα υπόλοιπα βιβλία του Βερν, που ο παππούς μου τον εκθείαζε ως δημιουργό της επιστημονικής φαντασίας, προφήτη της ανθρώπινης προόδου. «Από τη Γη στη Σελήνη» και ύστερα «Γύρω από τη Σελήνη» - οι αστροναύτες παγιδεύονται σε τροχιά… «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη Θάλασσα»... «Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος» και «Ο Ροβήρος ο Κατακτητής»… Μα και μυθιστορήματα που και ας μην εντάσσονταν στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, ξεχείλιζαν από περιπέτειες. Ο «Καίσαρ Κάσκαμπελ», ιδιοκτήτης τσίρκου, περιπλανάται με τους ακροβάτες και τους θηριοδαμαστές του από τη Γαλλία στην Αμερική και τελικά στη Σιβηρία. Η «Πλωτή Πόλη» είναι ένα υπερωκεάνειο που ταξιδεύει από το Λίβερπουλ στη Νέα Υόρκη. Στην «Πλωτή Πόλη» βασίστηκε ο Ανδρέας Εμπειρίκος για να γράψει τον «Μεγάλο Ανατολικό».
Καταλαβαίνετε τι επίδραση είχαν αυτά τα μυθιστορήματα σε ένα παιδάκι που οι μόνες διαδρομές του ήταν σχολείο-σπίτι. Που περνούσε τα απογεύματά του κλεισμένο στο δωμάτιό του στην Κυψέλη, με θέα στον φωταγωγό. Μέσα από τις σελίδες τους, καινούργιοι, μαγευτικοί κόσμοι ανοίχτηκαν μπροστά μου. Ο Ιούλιος Βερν απέκτησε στα μάτια μου αίγλη ημίθεου. Κοίταζα το πορτρέτο του στα οπισθόφυλλα των βιβλίων -αφράτη γενειάδα, ρεμβαστικά μάτια- και φανταζόμουν τη ζωή του εξίσου συναρπαστική με των ηρώων του. «Αυτό σημαίνει συγγραφέας!» σκεφτόμουν. «Να βρίσκεσαι συνέχεια σε κίνηση, να καβαλάς άγρια άλογα, να πετάς με αερόστατα, να μπλέκεις σε ίντριγκες και σε επαναστάσεις, να ερωτεύεσαι και να μονομαχείς, να συλλαμβάνεσαι, να δραπετεύεις… τις νύχτες να βουτάς την πέννα στο μελάνι ή στο αίμα σου και να γράφεις!»
Η ταύτιση του συγγραφέα με τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας ηχεί παιδιάστικη. Και όμως: υπάρχουν μελετητές των ομηρικών επών που υποστηρίζουν ότι ο Οδυσσέας και ο Όμηρος είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Πως το τρομακτικό και συναρπαστικό ταξίδι της επιστροφής από την Τροία στην Ιθάκη δεν θα μπορούσε κάποιος να το αφηγηθεί αν δεν το είχε ζήσει. Ότι ο δημιουργός της «Οδύσσειας» ήταν ένας αοιδός-ναυτικός, που στις πιο τρομερές φουρτούνες έσφιγγε πάνω του τη λύρα του, προέκταση και νόημα της ύπαρξής του. «Άμα δεν είχε ο ίδιος θαλασσοδαρθεί στη Μαύρη Θάλασσα, στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο, πώς θα μπορούσε να περιγράψει με τέτοια ακρίβεια τις θέσεις των άστρων στον νυχτερινό ουρανό;»
Στο σχολείο -αλοίμονο- μας παρουσίαζαν τους συγγραφείς εντελώς διαφορετικά. Για κάποιους σοφούς γέροντες μάς μιλούσαν, εξαϋλωμένους, που κινούνται υπεράνω των πεζών πραγμάτων, αδιαφορώντας και για τις βασικές ακόμα ανάγκες τους. Κάτι αερόφυτα εν ολίγοις. Αγαπημένο τους παράδειγμα ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο «κοσμοκαλόγερος» που έμενε σε άθλια καμαράκια, φορούσε κουρέλια, υποσιτιζόταν σε κουτούκια και η μόνη του διασκέδαση ήταν να ψέλνει στην εκκλησία. «Πήγε να πληρωθεί στην εφημερίδα που συνεργαζόταν και ο ταμίας τον πέρασε για άστεγο! Οργάνωσαν γιορτή προς τιμή του και -ακούστε σεμνότητα- εκείνος απουσίασε! Δεν αξιώθηκε σε όλη τη ζωή του να δει ένα βιβλίο του τυπωμένο!»
Τα λόγια των δασκάλων μας -δεν μού το βγάζετε από το μυαλό- είχαν μια υποδόρεια χαιρεκακία. «Θες να αφοσιωθείς στην τέχνη; Θα πεινάσεις!» υπονοούσαν, αντανακλώντας μια άποψη που παραμένει ακόμα δημοφιλέστατη στην Ελλάδα: ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ταπεινός και λιτοδίαιτος. Διότι τι διάολο; διάλεξες τη δουλειά που σού αρέσει, θες και να καλοπερνάς από πάνω; Εκτός κι αν σε υιοθετήσει το κράτος ή κάποιο προοδευτικό κόμμα και σε περιφέρει στις εκδηλώσεις του σαν «πνευματικό άνθρωπο». Σαν μπιμπελό δηλαδή. Θα φρίκαραν αν μάθαιναν ότι ο σημαντικότερος διηγηματογράφος του 19ου αιώνα, ο Γκυ ντε Μωπασάν ζούσε μποέμικα, πολυτελέστατα, απολαμβάνοντας τα λεφτά που κέρδιζε από τα γραπτά του. Μέχρι γιότ είχε ο Μωπασάν, το είχε ονομάσει μάλιστα «Μπελ Αμί» -«Φιλαράκο»- από τον τίτλο του πιο ευπώλητου μυθιστορήματός του.
Ο πρώτος συγγραφέας που είδα από κοντά ήταν ο Αντώνης Σαμαράκης. Προτού επισκεφτεί το σχολείο μας, μας τον είχαν εγκωμιάσει ως μεγάλο ανθρωπιστή, αγαπημένο φίλο των παιδιών -ιδίως των παιδιών του Τρίτου Κόσμου-, ζωντανό παράδειγμα ευαισθησίας. Έτσι ήταν πράγματι ο Σαμαράκης. Και πολύ καλύτερος. Συμμεριζόταν τον καημό του καθενός, βοηθούσε έμπρακτα, ζέσταινε κάτω από τις φτερούγες του όποιον είχε ανάγκη, συχνά από το υστέρημά του. Μα ήταν συνάμα και ένας εξαιρετικά χαριτωμένος τύπος. Ένας διασκεδαστικότατος ομιλητής – σήμερα θα σταδιοδρομούσε κάλλιστα -αν ήθελε- ως stand up comedian. Έκανε το θέατρο μας να σπαρταράει από τα γέλια. «Αυτός μάλιστα!» σκέφτηκα κι ας μην μπορούσα να τον φανταστώ ούτε να καλπάζει ούτε να ξιφασκεί. Και διάβασα το «Λάθος» του, που το θεωρώ ακόμα αριστούργημα.
Τι άλλο διάβαζα τις δεκαετίες του ’70 και του ‘80; Σίγουρα όχι τα μυθιστορήματα κοινωνικής και περιβαλλοντολογικής αφύπνισης που απευθύνονταν σε νεαρούς αναγνώστες και τους έκρουαν τον κώδωνα για τη μόλυνση, τη ρύπανση, τις τσιμεντουπόλεις με τις πολυκατοικίες-κουτιά, τον ρατσισμό, την αδικία γενικά. Όσο αγαθές προθέσεις και αν είχαν οι συγγραφείς τους, ο διδακτισμός τούς καταντούσε σαχλούς, αδιόρθωτα «κριντζ» όπως θα λέγαμε σήμερα. Χίλιες φορές τα κόμιξ.
Το Μίκυ Μάους κυκλοφορούσε κάθε Παρασκευή – σαν φρέσκο κουλούρι το περίμενα στο περίπτερο απέναντι από το σπίτι μου. Ο Γουόλτ Ντίσνεϋ και οι επίγονοί του, Αμερικάνοι και Ιταλοί κυρίως, είχαν πλάσει δύο παράλληλες πραγματικότητες. Δύο πόλεις που οι κάτοικοι τους δεν έρχονταν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους. Στο μεν Μίκυ Σίτυ, δρούσε ο Μίκυ Μάους. Με κολλητό του φίλο τον χαζούλη Γκούφι έλυνε αστυνομικά μυστήρια, φορώντας μία καμπαρντίνα τύπου Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ. Στη δε Λιμνούπολη, έθαλλε η οικογένεια των παπιών. Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ είχε μια εσωτερική πισίνα στον πύργο-θησαυροφυλάκιό του και έκανε βουτιές μέσα σε χρυσά κέρματα. Ο Ντόναλντ, απόκληρος, τεμπέλης, γκαφατζής, περιφρονημένος στην ουσία από τα ανηψάκια του -τους Χιούι, Λιούι, Ντιούι-, απατημένος κατά συρροήν από την αιώνια αρραβωνιαστικιά του, την Νταίζη, η οποία προτιμούσε να βγαίνει ραντεβού με τον τυχεράκια ξάδελφο Γκαστόνε. Ο εφευρέτης Κύρος Γρανάζης με βοηθό του τον Γλόμπο, η μάγισσα Μάτζικα Ντε Σπελ που ερχόταν από το ηφαίστειο της Αίτνας ιππεύοντας τη μαγική της σκούπα, η γιαγιά Ντακ που είχε στο αγρόκτημά της τον υπναλέο χήνο Πασχάλη…
Ο κόσμος του Ντίσνεϋ -όσο και αν τον κοίταζαν αφ’υψηλού και με καχυποψία οι σοφολογιώτατοι- είναι προφανώς ιδιοφυής. Και σουρεαλιστικός συνάμα. Αρκεί να θυμηθούμε το αλλόκοτο ανθρωπάκι Ήτα-Βήτα, το οποίο τρεφόταν με ναφθαλίνη και τον πορτοκαλί σκύλο Πλούτο, που τον έβγαζε βόλτα ο Μίκυ. Πού ακούστηκε ένα ποντίκι να έχει ως πετ έναν σκύλο;
Με γοήτευε επίσης ο Λούκι Λουκ, ο περιπλανώμενος, φτωχός και μόνος καουμπόυ, την περσόνα του οποίου υιοθέτησε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Και ο Αστερίξ. Και ο κακός Βεζύρης Ιζνογκούντ. Έμαθα αργότερα ότι όλοι εκείνοι οι ήρωες -και ο Μικρός Νικόλας-είχαν πλαστεί από έναν συγγραφέα-εικονογράφο που ξεχείλιζε από ταλέντο. Τον Ρενέ Γκοσινί.
Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, εκδόθηκε ένα περιοδικό μεγάλου σχήματος αφιερωμένο στα κόμιξ. Στα κόμιξ για μεγάλους. Η «Βαβέλ». Μερικά χρόνια αργότερα, η συντακτική ομάδα του διασπάστηκε. Εκείνοι που αποχώρησαν, έφτιαξαν το «Παρά Πέντε». Στις σελίδες τους γνωρίσαμε την αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών κόμιξ, πρωτοδημοσίευσαν και κάποιοι Έλληνες. Φανατικός είχα γίνει του Ρέιζερ, που «Το Μεγάλο Ρεμάλι» του έβγαζε τη γλώσσα -ψέμματα! έδειχνε τους όρχεις του- σε όλο το σύμπαν. Με λαιμαργία διάβαζα τις πρώτες ιστορίες του Αρκά. Τον νευρωσικό, γουντυαλλενικό «Κόκκορα» του. Τον θίασο της συμφοράς, με τον Χλέμπουρα, την αρκούδα Βαγγέλη και τη Θέκλα, τη γυναίκα με τα γένια.
Κι από βιβλία; Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, το 1979, είχα επιδράμει στη βιβλιοθήκη του. Ανακαλύπτοντας τα αγαπημένα του, ένοιωθα σαν να επικοινωνώ μαζί του. Ο «Φύλακας στη Σίκαλη», ο δεκαεξάρης Χόλντεν Κόλφιλντ που διωγμένος από το σχολείο του εξερευνά παραμονές Χριστουγέννων το Μανχάτταν, με σημάδεψε για πάντα. Το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου συνιστά την πιο εύστοχη, αριστουργηματική αλληγορία για την καθ’ημάς Αριστερά. Το «Τρίτο Στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή αποκαλύπτει την Ελλάδα όπως στα αλήθεια ήταν -ίσως και να παραμένει-, πέρα από εξιδανικεύσεις και συναισθηματισμούς. Και βέβαια τα μυθιστορήματα του Καραγάτση, τον οποίον δικαίως απεχθάνονται οι κήρυκες της πολιτικής ορθότητας, οι κατ’επάγγελμα «ευαίσθητοι» - πώς να αντέξουν το συγγραφικό νυστέρι του; Ένα μονάχα -ή μάλλον τρία- από τα αγαπημένα βιβλία του μπαμπά μου δεν άγγιξα τότε. Με απωθούσαν άδικα των αδίκων. Αιτία; Ένα κληρονομημένο τραύμα.
Κατά τη δεκαετία του ’50 μεσουρανούσε ένα αμερικάνικο φωνητικό συγκρότημα αποτελούμενο αποκλειστικά από μαύρους. Οι Platters. Απίθανα καλλικέλαδοι, λυρικότατοι, είχαν ανέβει στην κορυφή των τσαρτς με ένα τραγούδι, που αν το ακούσετε, πιθανότατα θα το θυμηθείτε. Το “Only You”. Σε μια περιοδεία τους στην Ευρώπη -το 1957; το 1958;- οι Platters ήρθαν και στην Αθήνα. Τραγούδησαν στα Αστέρια της Γλυφάδας, σε μια εξέδρα φαντάζομαι, μπροστά στη θάλασσα.
Η μάνα και ο πατέρας μου τα είχαν τότε κρυφά. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει εισιτήρια για τους Platters, επρόκειτο για το γεγονός του καλοκαιριού. Η μάνα μου περίμενε πώς και πώς το βράδυ εκείνο του Σαββάτου, είχε βρει και την τέλεια δικαιολογία για τους γονείς της, θα πήγαινε δήθεν στα γενέθλια μιας φίλης της. Φευ! «Δεν θα πας πουθενά!» της ανακοίνωσε ο μπαμπάς της. «Απόψε θα μάς έρθει επίσκεψη ο φίλος μου ο Γιάννης και θα μας διαβάσει αποσπάσματα από το καινούργιο του μυθιστόρημα, που δεν το έχει ακόμα τελειώσει! Θα ζήσουμε μια ξεχωριστή βραδιά. Μία γιορτή!»
Ως ανήλικη η μάνα μου ήταν αναγκασμένη να υποταχθεί στην πατρική εξουσία. Καθόταν σε αναμένα κάρβουνα στο μπαλκόνι, στο σπίτι της Νέας Σμύρνης, και άκουγε τον συγγραφέα να διαβάζει το χειρόγραφό του. Σιγά μην άκουγε – σιγά μην μπορούσε να συγκεντρωθεί! Ο νους της ήταν στη συναυλία. Τέντωνε τα αυτιά της, μήπως και φέρει το αεράκι καμιά νότα από τα «Αστέρια». Όταν το βιβλίο εκδόθηκε κι ας έκανε βαθιά αίσθηση σε Ελλάδα και Γαλλία κι ας πήρε βραβεία, η μάνα μου δεν μπορούσε ούτε να το ανοίξει. Της θύμιζε την άτεγκτη πατρική εξουσία που της είχε στερήσει το πάρτυ πλάι στο κύμα.
Σωστά το υποθέσατε. Ο συγγραφέας λεγόταν Γιάννης Χατζηανδρέας, γνωστός με το ψευδώνυμο Στρατής Τσίρκας. Το μυθιστόρημα ήταν η «Λέσχη», το πρώτο μέρος της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες», που διαλαμβάνει τα γεγονότα στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Στρατής Τσίρκας διέθετε τα περιπετειώδη χαρακτηριστικά που θα με συγκινούσαν. Έκανε στενή παρέα με τον παππού μου, δεν έτυχε όμως, δυστυχώς, να τον συναντήσω ποτέ. Πέθανε το 1980. Πριν εγώ να συμπληρώσω τα δεκατέσσερα.
Το 1988 δημοσιεύτηκε το πρώτο μου διήγημα στο περιοδικό “Playboy”, που φιλοξενούσε τακτικά -ανάμεσα στα γυμνά κορίτσια- διαμαντάκια της λογοτεχνίας. Ο Αμερικάνος εκδότης του, ο διαβόητος Χιού Χέφνερ, είχε ξεκινήσει την παράδοση. Ο Έλληνας διευθυντής του, ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, την ακολουθούσε πιστά. Στο πρώτο τεύχος είχε ζητήσει συνεργασία από τον Κώστα Ταχτσή.
Ούτε τον Ταχτσή γνώρισα κι ας με συνάρπαζε το αφηγηματικό του χάρισμα και ο έκδοτος βίος του. Δολοφονήθηκε το 1988. Το 1993, που κυκλοφόρησε το παρθενικό μου μυθιστόρημα «Τον Σοφό Παιδί» και μπήκα στο συνάφι, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που θαύμαζα είχαν πεθάνει. Ο Καραγάτσης. Ο Δημήτρης Χατζής. Ο Μάριος Χάκκας. Ο Νίκος Καχτίτσης. Και ο μεγάλος μάστορας της σάτιρας, ο Νίκος Τσιφόρος. Τον έτερο μάγο του σκώμματος, τον θρυλικό Μποστ, που η «Φαύστα» του όποτε ανεβαίνει στο θέατρο σκίζει, τον είχα δει μια-δυό φορές. Είχε μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, πουλούσε πίνακες, φλυτζάνια, τασάκια, με ανορθόγραφες λεζάντες. Θυμάμαι ένα καθοίκι-μινιατούρα από πορσελάνη, κατάλληλο για μολυβοθήκη, που έγραφε «Τα κακά κόποις κτώνται».
Υπήρχαν ασφαλώς σπουδαίοι ομότεχνοι μου που μεσουρανούσαν όταν έκανα το ντεμπούτο μου. Σύχναζαν στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας», στο καφενείο «Μπραζίλιαν» αλλά και στο «Φίλιον» στην οδό Σκουφά, το οποίο λεγόταν τότε «Ντόλτσε». Περιστοιχίζονταν από θαυμαστές και μαθητές; Μπα… Και οι πιο επιφανείς τους ήταν γνωστοί σε ένα μικρό σχετικά κύκλο αναγνωστών, που ίσως να μην ήξεραν καλά-καλά τη φάτσα τους, να μην τους αναγνώριζαν άμα τους έβλεπαν στον δρόμο. Αν πεις για τους ποιητές, εκείνοι και αν ζούσαν λάθρα. Μην κρίνετε από τη διασημότητα που απολάμβανε ο Ελύτης μετά το Νόμπελ. Ούτε από τα χιλιάδες κομμάτια που πουλάνε σήμερα οι συλλογές της Κικής Δημουλά. Η «Στροφή» -με την οποίαν εμφανίστηκε στα γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης και αληθινά έστριψε το τιμόνι της ελληνικής ποιήσης- τυπώθηκε σε λιγότερα από διακόσια αντίτυπα. Ακόμα και ο Νίκος Καββαδίας, που δεν τον λες και δύσκολο ποιητή, απευθυνόταν προτού τον μελοποιήσουν -πρώτα η Μαρίζα Κωχ κι έπειτα ο Θάνος Μικρούτσικος-, απευθυνόταν σε ευάριθμους μυημένους.
Τους μεγαλύτερούς μου σε ηλικία συγγραφείς τους έζησα στις αποστολές στο εξωτερικό που οργάνωνε κατά τη δεκαετία του ’90 το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου για να διαδώσει την ελληνική λογοτεχνία. Σκοπός ευγενής μεν, σπανίως δε στέφθηκε από κάποια επιτυχία. Θυμάμαι μια τέτοια εκδρομή στη Μασσαλία: τη Ζυράννα Ζατέλη να διηγείται με την υποβλητική φωνή της ιστορίες τρόμου. Τον Μένη Κουμανταρέα να με παίρνει για τσάρκες στο λιμάνι, κάποια στιγμή ο μεσημεριανός ήλιος τον ζάλισε, κάθισε σε ένα παγκάκι για να ξαποστάσει, κάθισα κι εγώ δίπλα του. «Μπορεί από στιγμή σε στιγμή να πεθάνω…» μού είπε μάλλον απειλητικά. «Κι εγώ τι θα κάνω;» τρόμαξα. «Ούτε γαλλικά καλά-καλά δεν ξέρω!» «Ο σοκούρ, ο σοκούρ!» θα αρχίσεις να φωνάζεις. «Εν εκριβέν γκρεκ ε μορτ!»
Είχε χιούμορ ο Κουμανταρέας - καμία σχέση με κάτι ποντικομαμμές των γραμμάτων μας που ανταγωνίζονται αενάως μεταξύ τους, διαπρέπουν στις λυκοφιλίες και στους βυζαντινισμούς, έρπουν και γλείφουν μπας και εξασφαλίσουν καμιά καλή κριτική ή κάνα λογοτεχνικό βραβείο.
Πνεύμα λαγαρό, παρουσία χαρισματική είχε και η Άλκη Ζέη. Συνδέθηκα κάπως μαζί της στα τέλη της ζωής της, όταν είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;». Πήγαμε ένα βράδυ οι δυό μας για φαγητό στον «Μαγεμένο Αυλό», στο Παγκράτι. Ενάμιση μπουκάλι κρασί μοιραστήκαμε, καμιά δεκαριά τσιγάρα κάπνισε… Με είχε καταγοητεύσει. Δεν ένοιωθα να συνοδεύω μια γηραιά κυρία. Σαν να’χα βγει ραντεβού ένοιωθα με μια ελκυστική κοπέλα. Πέθανε η Άλκη Ζέη στα ενενηνταέξι της, τον Φεβρουάριο του 2020. Λίγο προτού ενσκύψει η πανδημία και κλειστούμε στα σπίτια μας…
Βίος και πολιτεία όμως, “larger than life” που λένε, ήταν ο Βασίλης Βασιλικός. Τον γνώρισα όταν με κάλεσε στην εκπομπή που είχε στη δημόσια τηλεόραση. Τα χνώτα μας ταίριαξαν αμέσως. Κόντευε τότε τα εξήντα μα παρέμενε νεανικότατος, ψήλος, ευρύστερνος, με μάτι που άστραφτε. Η αύρα του σε άρπαζε από τα μούτρα. Σε καθήλωνε. Και βέβαια τα όσα σού έλεγε.
Είχε ζήσει ο Βασιλικός, και τι δεν είχε ζήσει!
Ως παιδί την τραγωδία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Ως έφηβος την πρώιμη επιτυχία, στα δεκαοχτώ του είχε τυπώσει -με δικά του έξοδα εννοείται- τη «Διήγηση του Ιάσονα», η οποία έκανε μεγάλη αίσθηση. Με την τριπλέτα του «Το Φύλλο, το Πηγάδι και το Αγγέλιασμα», καθιερώθηκε ελάχιστα χρόνια αργότερα ως η μεγάλη ελπίδα της λογοτεχνίας μας. Οικονομικά βεβαίως υπέφερε – η ελληνική κοινωνία τότε ούτε καν αποδεχόταν πως κάποιος μπορούσε να είναι επαγγελματίας συγγραφέας – ο αρμόδιος υπάλληλος του ΟΤΕ αρνιόταν να τον περάσει με αυτή την ιδιότητα στον τηλεφωνικό κατάλογο – «τι σημαίνει συγγραφέας;» τον χλεύαζε, «αν κάνεις δηλαδή απεργία, θα πεινάσει ο κόσμος; Ή θα κρυώσει;»
Το 1966 έγραψε το «Ζ». Το χρονικό της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, που έκανε τεράστιο σουξέ διεθνώς μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, έγινε και ταινία από τον Κώστα Γαβρά και κέρδισε το Όσκαρ.
Επί δεκαπέντε χρόνια, ο Βασιλικός ταξίδευε ανά τον κόσμο. Έμενε σε ξενοδοχεία, συναναστρεφόταν τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες, από τον Σαρτρ μέχρι τον Ίταλο Καλβίνο και τον Βάργκας Γιόσα, έχωνε τη μύτη του παντού, ξόδευε και ξοδευόταν. Δημιουργικά πάντα. Και μποέμικα. Έγραφε επίσης πυρετωδώς, «πάντα στη Ρώμη! Ποτέ στο Παρίσι! Το Παρίσι με εμπνέει αλλά δεν με αφήνει να συγκεντρωθώ…»
Τα εκατό και πλέον βιβλία του αποτελούν ίσως ήπειρο μη εξερευνήσιμη από τον μέσο αναγνώστη. Ο εξαιρετικός μας κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ τα έχει διαβάσει όλα και τον έχει ανακηρύξει, μετά λόγου γνώσεως, μεγάλο συγγραφέα. Εγώ ξεχωρίζω το «Εκτός των Τειχών», «Τα Καμάκια», τον «Γλαύκο Θρασάκη», το αυτοβιογραφικό «Η Μνήμη Επιστρέφει με Λαστιχένια Πέδιλα» και βέβαια το «Κ», εμπνευσμένο από το σκάνδαλο Κοσκωτά, που ενθουσίασε και τον βασιλιά της Ταϊλάνδης. Κάτι που ελάχιστοι στην Ελλάδα γνωρίζουν είναι ότι το «Ζ» έχει γυριστεί το 2012 σε ρημέϊκ στην Ινδία, με τίτλο «Σανγκάη». Και έχει αρέσει στους κριτικούς και στο κοινό.
Κάναμε παρέα με τον Βασίλη Βασιλικό. Σε καφενεία. Σε μπαρ. Μέχρι και σε μπουζούκια στη Θεσσαλονίκη, από τα οποία έφευγε χαράματα και ας είχε την επομένη να γυρίσει την εκπομπή του. Του άρεσε να φέρνει σε επαφή φαινομενικά άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους. Να συλλαμβάνει και να περιγράφει μεγαλειώδη εγχειρήματα τα οποία δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Να πίνει ούζο, μπύρα και «χυμό Ρωσίας», όπως αποκαλούσε τη βότκα.
Είχε μια υποδόρεια τρυφερότητα και μια σπάνια γενναιοδωρία. Όταν, το 1999, είχα πάει στο Παρίσι για να παρουσιάσω το πρώτο βιβλίο μου που εκδόθηκε στα γαλλικά, μού παραχώρησε για τρεις μέρες το αυτοκίνητό του για να κάνω βόλτες με το τότε κορίτσι μου. «Θα σας το χρωστάω για πάντα!» του είπα. «Θα μού το ανταποδώσεις κάνοντας ένα παρόμοιο δώρο, όταν θα φτάσεις στην ηλικία μου, σε κάποιον νεαρότερο σου!» μού είχε απαντήσει. «Πώς θα ήταν η ζωή δίχως τέτοιες χειρονομίες;»
Είχε καλέσει ο Βασίλης Βασιλικός στην εκπομπή του περισσότερους από χίλιους συγγραφείς και τους είχε παρουσιάσει με τα θερμότερα λόγια, που συνήθως δεν τα άξιζαν τα βιβλία τους. «Πρέπει να τους ενθαρρύνουμε!» μου έλεγε. «Στο κάτω-κάτω, καλύτερα στον τυπογράφο παρά στον ψυχαναλυτή.»
Στην κηδεία του, ζήτημα είναι αν πήγαν διακόσια άτομα. Οι περισσότεροι ευεργετηθέντες απαξίωσαν να τον τιμήσουν. Κάποιοι εξηγούσαν ότι τους είχε απογοητεύσει επειδή είχε γίνει στα στερνά βουλευτής του Σύριζα. Τρίχες… Απλώς δεν είχαν πλέον τίποτα να περιμένουν από εκείνον.
«… Ο πατέρας μου μού το έλεγε όταν ήμουν μικρός: “Θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία”…» γράφει ο Βασιλικός στα «Λαστιχένια Πέδιλα». «Τελικά μπορεί να βγει δικαιωμένος. Αλλά δεν έζησα, μπαμπά, στην ψάθα. Έζησα στα πλούτη με τη λογοτεχνία. Αν πεθάνω στην ψάθα, είναι το λιγότερο. Τι να τα κάνεις τα πλούσια φέρετρα;»-