Στη βραχεία λίστα των πολυπόθητων βραβείων Όσκαρ, καθώς και στη longlist των βρετανικών βραβείων κινηματογράφου BAFTA, συγκαταλέγεται η ταινία μικρού μήκους του Έλληνα σκηνοθέτη Γιώργου Σιούγα, με τίτλο «The One Note Man».
«Έρωτας με την πρώτη νότα»
Η ταινία, η οποία γυρίστηκε μόλις σε πέντε ημέρες, «μιλά για την επιμονή και για τις ανθρώπινες αξίες, αλλά πιο πολύ για την αγάπη, που έτσι κι αλλιώς ο κόσμος χρειάζεται. Η αγάπη γιατρεύει, πόσω μάλλον αυτήν την εποχή που τόσοι άνθρωποι στον κόσμο βιώνουν πολύ σκοτεινές στιγμές», ανέφερε μιλώντας στο iefimerida ο Γιώργος Σιούγας.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην ταινία δεν υπάρχει κανένας διάλογος, γεγονός που από μόνο του την καθιστά ξεχωριστή. Ωστόσο, η υπέροχη μουσική του βραβευμένου με Όσκαρ για την ταινία «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» Στίβεν Γουόρμπεκ, με την οποία έχει επενδυθεί και φυσικά η ερμηνεια του βραβευμένου με BAFTA Τζέισον Γουάτκινς, αντισταθμίζουν με μοναδικό τρόπο την έλλειψη λέξεων.
Ο Γιώργος Σιούγας, ο οποίος πριν μετακομίσει στην Αγγλία είχε δουλέψει για πολλά χρόνια στην Ελλάδα, σκηνοθετώντας επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές και ταινίες, έχει γράψει επίσης και το σενάριο του The One Note Man. Εκτός από τον Τζέισον Γουάτκινς, στην ταινία παίζουν οι Λουίζα Κλάιν, Κρίσταλ Γου και Πολ Μπάρμπερ, ενώ στον ρόλο του αφηγητή, ακούμε τη ζεστή φωνή του μεγάλου ηθοποιού, Ίαν ΜακΚέλεν.
Η υπόθεση της ταινίας The One Note Man
Ένας μουσικός ζει μια προσεκτική ζωή. Κάθε μέρα είναι σαν την επόμενη, όπως ακριβώς του αρέσει. Μια μέρα, όμως, η ατυχία και η μοίρα συγκρούονται, σπάζοντας τη ρουτίνα του και ταρακουνώντας τον κόσμο του για πάντα.
Το «The One Note Man» μέσα σε πέντε μήνες έχει κερδίσει 23 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, συμπεριλαμβανομένων 11 βραβείων Καλύτερης Ταινίας, 3 Καλύτερης Σκηνοθεσίας και 4 βραβεία για τη Μουσική του.
Η συνέντευξη του Γιώργου Σιούγα στο iefimerida
Λίγες μέρες μετά τις ανακοινώσεις ότι το «The One Note Man» βρίσκεται στη shortlist και longlist των βραβείων Όσκαρ και BAFTA αντίστοιχα, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης μίλησε στο iefimerida για την τελευταία του δημιουργία, για τον κινηματογράφο, καθώς και για τα επόμενα του σχέδια.
Καταρχάς συγχαρητήρια για το γεγονός ότι η ταινία σας «The One Note Man», μπήκε στη βραχεία λίστα στην κατηγορία Ταινιών Μικρού Μήκους για τα βραβεία Όσκαρ, καθώς και στη long list για τα βραβεία BAFTA. Πώς νιώσατε όταν το μάθατε;
H ταινία ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο και έχουν γίνει όλα πάρα πολύ γρήγορα. Από το πρώτο φεστιβάλ στο οποίο διαγωνιστήκαμε, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Rhode Island στο οποίο κερδίσαμε το βραβείο Grand Prize for Best Live Action Short Film, τα γεγονότα ήταν καταιγιστικά. Έχουμε κερδίσει μέχρι στιγμής 23 βραβεία. Όπως καταλαβαίνετε, δεν έχεις χρόνο να επεξεργαστείς όλο αυτό, είσαι συνεχώς απασχολημένος με το τι πρέπει να κάνεις αύριο. Όμως, πράγματι έρχονται κάποιες στιγμές όπου παίρνεις μια ανάσα και έχεις λίγα λεπτά να επεξεργαστείς τι συμβαίνει. Είναι λίγο τρελό. Δεν το περίμενα. Πραγματικά έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία αυτή η ταινία. Είναι υπέροχο αυτό. Εκτός από τα βραβεία και αυτό που έχει γίνει με τα Oscar και τα Bafta, είναι υπέροχο που η ταινία επικοινωνεί στον κόσμο και σε όλες τις κουλτούρες. Δεν έχει διάλογο, αλλά μουσική, η οποία είναι ο τρίτος χαρακτήρας στην ταινία και όπως γνωρίζουμε, στη μουσική δεν υπάρχουν σύνορα. Με ικανοποιεί πάρα πάρα πολύ αυτό, ότι η ταινία θέτει κάποια ερωτήματα που αγγίζουν τον θεατή και έχει επικοινωνηθεί το μήνυμά της, όποιο κι αν είναι αυτό.
Θεωρείτε ότι είναι πιο δύσκολο μια ταινία αυτού του είδους, του βωβού κινηματογράφου, να επικοινωνήσει το μήνυμά της στον κόσμο, από μία που έχει λόγια;
Η φόρμα της μικρού μήκους ταινίας, είναι έτσι κι αλλιώς ζόρικη, γιατί ο/η σκηνοθέτης δεν έχει χρόνο να εμπλέξει το κοινό συναισθηματικά. Το λογισμικό της οικονομίας στην αφήγηση, είναι καλό έτσι κι αλλιώς να το έχει ένας σκηνοθέτης υπόψη, πόσω μάλλον σε μια ταινία μικρού μήκους. Η αφήγηση μιας ταινίας με διάλογο, δεν νομίζω ότι διαφέρει τόσο με την αφήγηση μιας ταινίας χωρίς διάλογο. Αυτό που είναι πιο δύσκολο στην περίπτωση απουσίας διαλόγου, είναι ότι δεν είναι κάτι το οποίο το εισπράττουμε καθημερινά στη ζωή μας. Ακούμε συνέχεια τους δίπλα μας να μιλούν. Επικοινωνούμε με τα λόγια, εκφράζουμε αυτό που θέλουμε να πούμε, με τα λόγια. Αυτό που είναι πιο δύσκολο σε αυτή την κατασκευή, είναι να επικοινωνηθούν αυτές οι έννοιες χωρίς λόγια, όμως ταυτόχρονα, αυτό θεωρώ ότι έχει ανοίξει την ταινία. Γιατί οι λέξεις, προσδιορίζουν μία έννοια, ενώ η εικόνα, ενώ μοντάρεται από μία προηγούμενη εικόνα και πάει σε μία επόμενη, δίνει μια πιο ανοιχτή έννοια, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους από τον καθένα μας. Κι αυτή η ερμηνεία εξαρτάται από το δικό μας φίλτρο και τη δική μας εμπειρία στη ζωή.
Δεν νομίζω λοιπόν ότι είναι πιο δύσκολο να πεις μια ιστορία με εικόνες, όμως χρειάζεται λίγο περισσότερο σκέψη, το πώς θα το κάνεις, έτσι ώστε να μη μοιάζει ότι είναι μια κατασκευή την οποία δεν πιστεύεις, αλλά πρέπει να συμβαίνει οργανικά. Στη συγκεκριμένη ταινία, η απόφαση που πήρα, ήταν να δείξω τις στιγμές της ζωής αυτού του ανθρώπου, οι οποίες είναι στιγμές χωρίς διάλογο. Φυσικά και υπάρχει διάλογος λίγο πιο πριν και λίγο πιο μετά. Απλά εμείς μπαίνουμε και παρακολουθούμε όταν δεν υπάρχει διάλογος. Και βεβαίως η επιλογή του ήρωα να ζει μόνος του, φυσικά βοηθάει.
Όλες οι αγαπημένες μου κινηματογραφικές σκηνές, που μου έχουν μείνει, είναι σκηνές που έχουν συναισθηματικό αντίκτυπο πάνω μου, χωρίς διάλογο. Για παράδειγμα η στιγμή έναρξης της ταινίας του Χίτσκοκ «Rear Window» («Σιωπηλός Μάρτυρας»), το φινάλε του «Cinema Paradiso» («Σινεμά ο Παράδεισος»), μεγάλα κομμάτια της «Οδύσσειας του Διαστήματος»… Στην ταινία αυτή, υπάρχουν 88 λεπτά χωρίς διάλογο… Και πόσες άλλες σκηνές χωρίς διάλογο υπάρχουν, που επικοινωνούν και με φορτίζουν συναισθηματικά, χρησιμοποιώντας τον χρυσό κανόνα του σινεμά, που είναι «Μην το πεις αν μπορείς να το δείξεις». Αυτός είναι ένας κανόνας που θεωρώ ότι πρέπει να έχουμε έτσι κι αλλιώς οι σκηνοθέτες στο μυαλό μας. Η αφαίρεση είναι πάντα μια καλή διαδικασία. Αυτή η ταινία μου έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τα τρία πιο δυνατά εργαλεία κατά τη γνώμη μου του σινεμά, που είναι: η υποκριτική, η εικόνα και η μουσική. Και βάζω την υποκριτική πρώτη.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον βραβευμένο με Όσκαρ μουσικό, Στίβεν Γουόρμπεκ (Stephen Warbeck);
Ο Στίβεν Γουόρμπεκ, έχει κερδίσει το Όσκαρ για την ταινία «Ερωτευμένος Σαίξπηρ» και έχει γράψει τη μουσική για πολλές άλλες, όπως το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», «Billy Elliot» κ.ά. Ήμουν θαυμαστής του Στίβεν πριν τον γνωρίσω. Διάβασε το σενάριο και του άρεσε πάρα πολύ. Η μουσική σε αυτή την ταινία είναι συμπρωταγωνιστής. Ήξερα δηλαδή πως η σωστή επιλογή μουσικού για αυτήν την ταινία, είναι τόσο σημαντική, όσο η σωστή επιλογή ηθοποιού. Και φυσικά όταν είπε το «ναι», πετούσα από τη χαρά μου, γιατί ήταν η πρώτη και η μόνη μου επιλογή. Ήταν σύμμαχος και συνταξιδιώτης μου, ένας πολύ γλυκός και πολύ γενναιόδωρος συνεργάτης. Η συνεργασία μου μαζί του, ήταν πάρα πολύ εύκολη και τρομερά ανοιχτή. Ήταν ο πρώτος που ήρθε στην ομάδα, πέντε μήνες πριν το γύρισμα. Ήταν ο πρώτος, καθώς χρειαζόμουν ένα κομμάτι μουσικής να ηχογραφηθεί πριν το γύρισμα - αυτό που παίζει η ορχήστρα στο θέατρο. Δουλέψαμε πάρα πολύ κοντά. Έκανα storyboard όλη την ταινία, όμως μια συγκεκριμένη σκηνή-κλειδί την έκανα με κινούμενα σχέδια, έτσι ώστε ο Στίβεν να τη δει σαν να την παρακολουθεί για να μπορέσω να του επικοινωνήσω, πόση διάρκεια μουσικής έπρεπε να γράψει βάσει των πλάνων που ήξερα ότι χρειάζομαι για να πω την ιστορία. Ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδικασία.
Ακούγεται μαγικό έτσι όπως δημιουργείται όλο αυτό…
Ναι, είναι πάρα πολύ. Επίσης στο γύρισμα ακούγαμε όλοι αυτή τη μαγευτική μουσική που έγραψε ο Στίβεν, πράγμα που βοηθούσε πάρα πολύ τους ηθοποιούς. Αλλά και εμένα με βοήθησε βέβαια στο μόνιτορ, να σκέφτομαι και να επεξεργάζομαι πράγματα.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Ίαν ΜακΚέλεν (Ian McKellen), ο οποίος είναι ο αφηγητής της ιστορίας;
Τον Ίαν ΜακΚέλεν, τον προσέγγισε ο συμπαραγωγός μου, Μάικλ Στίβενσον, ο οποίος είναι και ηθοποιός, καθώς τον ήξερε από μία παράσταση που είχαν παίξει πριν από μερικά χρόνια. Διάβασε το σενάριο και του άρεσε πάρα πολύ και στη συνέχεια είδε και την ταινία. Τον προσεγγίσαμε αφού είχε τελειώσει η ταινία, αφού είχε κλειδώσει η εικόνα. Ήταν η αστερόσκονη σε αυτή τη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Ήταν άλλο ένα μικρό χριστουγεννιάτικο θαύμα και μια από τις πιο εκπληκτικές εμπειρίες της ζωής μου. Είναι ένας γλυκύτατος άνθρωπος, απίστευτα γενναιόδωρος και ανοιχτός.
Τον πρωταγωνιστή της ταινίας, Τζέισον Γουάτκινς (Jason Watkins), πώς τον επιλέξατε;
Τον πρωταγωνιστή μας, τον πρωτοείδα σε μία σειρά εδώ στην Αγγλία, δύο επεισοδίων που λέγεται «The Lost Honour of Christopher Jefferies» για την οποία κέρδισε και BAFTA. Κατόπιν τον είδα στο «The Crown», όπου στην 3η σεζόν έπαιξε τον πρωθυπουργό της Αγγλίας, Harold Wilson και συνειδητοποίησα ότι βλέπω έναν ηθοποιό χαμαιλέοντα, ο οποίος κάθε φορά είναι διαφορετικός και χρησιμοποιεί όλο του το σώμα - όπως κάθε μεγάλος ηθοποιός - για να επικοινωνήσει το σενάριο και είπα πως πρέπει οπωσδήποτε να δουλέψω με αυτόν τον άνθρωπο. Και για άλλη μια φορά, στάθηκα πολύ τυχερός. Του άρεσε πολύ το σενάριο και συνεργαστήκαμε. Ήταν πραγματικά καταπληκτικό να βλέπεις έναν ηθοποιό να έχει τέτοιο έλεγχο της ματιάς του, και με απόλυτο μέτρο και χωρίς υπερβολή, να επικοινωνεί το κάθε τι, τόσο με τα μάτια του όσο και με όλο του το σώμα… Ήταν πραγματικά μαγικό.
Για τι μιλάει η ταινία;
Η ταινία μιλά για την επιμονή και για τις ανθρώπινες αξίες, αλλά πιο πολύ για την αγάπη, που έτσι κι αλλιώς ο κόσμος χρειάζεται. Η αγάπη γιατρεύει, πόσω μάλλον αυτήν την εποχή που τόσοι άνθρωποι στον κόσμο βιώνουν πολύ σκοτεινές στιγμές. Μιλάει επίσης και για το όνειρο. Είμαι μεγάλος ονειροπόλος και πιστεύω ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα. Αυτός που δεν τα παρατάει ποτέ, είναι αυτός που καταφέρνει και πραγματοποιεί το όνειρό του. Δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείπουμε. Ήθελα να στείλω αυτό το μήνυμα στα παιδιά μου. Η κόρη μου είναι 18 και ο γιος μου 16,5 ετών. Μάλιστα, μου έκανε εντύπωση που ενώ δεν τους νοιάζει ποτέ τι κάνω ή τι σκηνοθετώ, αυτό το είδαν και τους άρεσε.
Πώς ήρθε η έμπνευση για το The One Note Man;
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από τη δουλειά του σκιτσογράφου H. M. Bateman που δημοσιεύθηκε το 1921. Η συγκεκριμένη γελοιογραφία, απλά μας εξιστορεί τη ρουτίνα του ήρωα κι αυτό είναι. Είναι λίγο πιο σκοτεινή αυτή η ιστορία από την ταινία, λίγο πιο μελαγχολική. Αλλά πήρα αυτή την ιδέα, τη θεώρησα πολύ καθαρή. Στη συνέχεια αναρωτήθηκα, τι είναι αυτός; Γιατί παίζει μια νότα; Μήπως έχει κατάθλιψη; Μήπως ζει μια απώλεια; Με ενδιέφερε ο ήρωας δηλαδή και έτσι προέκυψε η ταινία. Την ανέπτυξα σε μία ερωτική ιστορία. Η ερώτηση είναι τι κάνουμε όταν έχουμε στη ζωή μας μια ρουτίνα, και είμαστε κάπως ασφαλείς σε αυτήν. Αν διακοπεί αυτή η ρουτίνα, και βρεθούμε στο άγνωστο και στο απρόσμενο, πώς το χειριζόμαστε; Θα προχωρήσουμε μπροστά; Πώς τη χειριζόμαστε λοιπόν αυτή την αλλαγή; Αυτή είναι η ερώτηση. Και ήθελα βέβαια happy ending. Ο ήρωας μου είναι geek, μου αρέσουν αυτοί οι ήρωες και θέλω να κερδίζουν το κορίτσι στο τέλος.
Εσάς σας αρέσει να ζείτε μια πιο careful (προσεκτική) ή μια πιο carefree (ανέμελη) ζωή, όπως αναφέρεται στην ταινία;
Μια πιο carefree βεβαίως. Εμένα μου αρέσει να κολυμπάω στο νερό, εκεί που τα πόδια μου δεν ακουμπάνε τον βυθό. Μ’ αρέσει πάρα πολύ ο φόβος. Ο φόβος είναι καλό πράγμα, διότι σε κρατάει σε εγρήγορση. Κι αυτό το συναίσθημα που είσαι ενθουσιασμένος αλλά ταυτόχρονα φοβάσαι κιόλας, είναι ακριβώς εκεί που θέλω να είμαι. Και κάθε τι που διαλέγω να κάνω, επιδιώκω να έχει αυτόν τον συνδυασμό. Δεν μου αρέσει καθόλου να είμαι ασφαλής με κάτι.
Πιστεύετε ότι είναι εύκολο να το κάνει κανείς αυτό, όπως το έκανε και ο ήρωας της ταινίας;
Όχι, δεν είναι εύκολο, αλλά θεωρώ ότι τουλάχιστον εμένα με έχει πάει πάντα μπροστά.
Αντιμετωπίσατε κάποιες δυσκολίες στα γυρίσματα;
Κάθε ταινία που κάνεις, δεν είναι ποτέ εύκολη. Η δυσκολία στη συγκεκριμένη ταινία ήταν, ότι η κατασκευή της αποτελείται από πάρα πολύ μικρά κομματάκια, που συνήθως δεν είναι έτσι. Η κάθε σκηνή ήταν σπασμένη σε πολλά μικρά κομμάτια και η επανάληψη βεβαίως της ίδιας ρουτίνας πολλές φορές, κινηματογραφήθηκε διαφορετικά κάθε φορά. Άλλο πλάνο τη δεύτερη μέρα, άλλος φακός την τρίτη και βεβαίως άλλη ερμηνεία κάθε φορά που επαναλαμβάνεται η ρουτίνα. Οπότε η δυσκολία ήταν να έχω την εποπτεία του τι γυρίζω, τι είναι αυτό που γυρίζω τώρα, για ποιο κομμάτι. Ήταν λίγο σπαζοκεφαλιά. Αυτή ήταν η δυσκολία σε αυτήν την ταινία. Κατά τ’ άλλα ήταν φανταστική εμπειρία, γεμάτη χαρά και μουσική. Τα γυρίσματα διήρκεσαν μόλις πέντε ημέρες.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τίτλοι τέλους που είναι σε μορφή animation… Προσωπικά μου άρεσαν ιδιαίτερα… Πώς σκεφτήκατε αυτή την ιδέα;
Το animation στο τέλος, είναι ένας φόρος τιμής στον Φριτς Φρίλινγκ (Friz Freleng), ο οποίος έκανε τους τίτλους αρχής της ταινίας του «Ροζ Πάνθηρα». Είναι γενικώς ένας φόρος τιμής των ταινιών της δεκαετίας του ‘60 που ήταν μια μόδα αυτή τότε. Εκτός όμως από αυτό, εγώ ήθελα να μην τελειώσει εκεί η ταινία. Οι τίτλοι τέλους είναι βαρετοί και κανείς ποτέ δεν τους βλέπει. Ήθελα να έχει το κοινό να παρακολουθήσει και κάτι άλλο στο τέλος, να τους κλείνει το μάτι. Έτσι σχεδίασα τους ήρωες σε τρεις φιγούρες καρτούν και τους έστειλα σε μία εταιρεία στην Αργεντινή με την οποία συνεργαστήκαμε και έφτιαξα δέκα διαφορετικά σεναριάκια, τα οποία βασικά ξαναλένε αυτό που έχουμε δει, αλλά σε μορφή καρτούν. Ήθελα από το πρώτο καρέ μέχρι το τέλος, να είναι ένα όμορφο ταξίδι για τον θεατή.
Πόσο καιρό ζείτε στο εξωτερικό; Πού μεγαλώσατε;
Ζω στο Μάντσεστερ μόνιμα. Είμαι και εργάζομαι εδώ από το 2015, σκηνοθετώντας αγγλικές σειρές. Αυτή τη στιγμή σκηνοθετώ στο BBC τη σειρά «Casualty», τη σειρά «Vera» στο ITV και διάφορες άλλες. Έζησα στην Ελλάδα μέχρι τα 18 μου. Μεγάλωσα στην Αθήνα, στα Βριλήσσια. Κατόπιν, τη δεκαετία του ‘90, σπούδασα στη Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου και στη συνέχεια είχα μια αρκετά μεγάλη καριέρα στην Ελλάδα, όπου σκηνοθέτησα για 10-11 χρόνια μέχρι το 2012 που είχαμε την κρίση, διάφορες σειρές, όπως «Κλείσε τα μάτια», «Έτσι ξαφνικά», «Βέρα στο δεξί», «Μυστικά της Εδέμ», «Big Bang», την ταινία «Το Γάλα» και άλλες. Με την κρίση φύγαμε οικογενειακώς, πήγαμε στην Κύπρο για τρία χρόνια και μετά στην Αγγλία.
Η θέση του ελληνικού κινηματογράφου είναι εκεί που της αξίζει;
Είναι θέμα αγοράς. Η ελληνική αγορά, που βεβαίως κατευθύνεται από τη γλώσσα, δεν είναι μεγάλη. Η αγγλική αγορά είναι τεράστια. Οτιδήποτε κάνεις στα αγγλικά, μπορείς να το πουλήσεις οπουδήποτε στον κόσμο. Δεν ισχύει το ίδιο με το ελληνικό προϊόν. Αυτό είναι ένα «πρόβλημα» οικονομικό και όχι καλλιτεχνικό. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Καλλιτεχνικά, δεν νομίζω ότι υστερούμε σε κάτι. Αλλά καλλιτεχνικά οι ταινίες μας έχουν μια φωνή, έχουμε εξαιρετικούς σκηνοθέτες και σαφέστατα το ελληνικό σινεμά έχει αφήσει τη σφραγίδα του στη διεθνή κινηματογραφική σκηνή.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σας σκηνοθέτης;
Έχω πάρα πολλούς. Αν πρέπει να σας πω έναν, είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Γιατί είναι πραγματικά ο μάστορας της εικονικής εξιστόρησης. Αλλά αγαπώ πολύ τις ταινίες του παλιού Χόλιγουντ, του βωβού κινηματογράφου και τους σκηνοθέτες τους, Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον και βεβαίως η ταινία είναι φόρος τιμής σ’ αυτούς. Επίσης, θαυμάζω πολύ τους Γουίλιαμ Γουάιλερ, Τζον Φορντ, Φρανκ Κάπρα, Ντέιβιντ Λιντς και Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος φυσικά αποτελεί μια τεράστια επιρροή. Είναι πολλοί αυτοί που θαυμάζω.
Ποια είναι τα επόμενα σας σχέδια;
Αυτή τη στιγμή, γράφω τη μεγάλη μήκους version της μικρού μήκους ταινίας «The One Note Man» και ταυτόχρονα ετοιμάζω άλλες δύο ταινίες, μία στην Αγγλία και μία στην Ελλάδα, αλλά είναι πολύ νωρίς να σας πω για αυτές.
Η μεγάλη μήκους θα είναι κι αυτή χωρίς λόγια; Δύσκολο εγχείρημα..
Ναι ναι, θα είναι κι αυτή χωρίς λόγια. Και όπως είπα και προηγουμένως, πάμε εκεί που φοβόμαστε…
Καλή επιτυχία!
Σας ευχαριστώ πολύ!