Σε προεκλογική παροχολογία έχει επιδοθεί η κυβέρνηση, αφού ακόμη και αν δεν γίνουν πρόωρες εκλογές, οι ευρωεκλογές και οι αυτοδιοικητικές του Μαΐου θα είναι καθοριστικές για την τύχη της στις βουλευτικές.
Δεν περιορίζεται μόνο στην υλοποίηση των φιλολαϊκών μέτρων που είχε προαναγγείλει (επίδομα στέγασης, παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, ρυθμίσεις οφειλών κ.λ.π.) ή των μαζικών προσλήψεων που δεν υπόκεινται στο Α.Σ.Ε.Π. (συμβασιούχων, εποχικών, ειδικών κατηγοριών) αλλά όπως φαίνεται, σχεδιάζει να δεσμεύσει και νομοθετικά την επόμενη κυβέρνηση τόσο ως προς τη διενέργεια δεκάδων χιλιάδων νέων προσλήψεων κυρίως στην υγεία και την παιδεία, όσο και ως προς τη χορήγηση από τα τέλη του 2019 ή εντός του 2020 επιπλέον παροχών στους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα (αυξήσεων μισθών, επαναφορά δώρων) αλλά και αυξημένων επιδομάτων σε ασθενέστερους, σε χρόνο δηλαδή που πιθανότατα η ίδια δεν θα έχει πια την ευθύνη των δημόσιων οικονομικών.
Προετοιμάζει με αυτό τον τρόπο το έδαφος όχι τόσο για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά για να αναβαπτισθεί πολιτικά και να ανακτήσει κατά τους τελευταίους μήνες της θητείας της τα απαραίτητα αριστερά προσχήματα που απώλεσε κατά την κυβερνητική τετραετία με τη σκληρή μνημονιακή πολιτική που και η ίδια ακολούθησε, ώστε να νομιμοποιείται εκ νέου το κυβερνών κόμμα να ασκήσει μετά τις εκλογές μία μαχητική αντιπολίτευση εμφανιζόμενο ως προστάτης των αδύναμων στρωμάτων, με στόχο τη σύντομη επιστροφή του στην κυβέρνηση.
Με δυο λόγια οι προεκλογικές παροχές και υποσχέσεις είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ αναγκαίες όχι μόνο προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές, αλλά κυρίως για την περίπτωση που θα τις χάσει και βρεθεί στον γνώριμο γι’ αυτόν χώρο της αντιπολίτευσης.
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην Κ.Ε. του κυβερνητικού κόμματος είχε καλέσει τον αρχηγό της Ν.Δ. να δεσμευτεί ότι αν υπάρξει δημοσιονομικό περιθώριο από μία τυχόν μείωση της υποχρέωσης που είχε θεσμοθετήσει η κυβέρνηση με τους δανειστές για πλεονάσματα 3,5% επί του Α.Ε.Π., θα ενισχυθεί η κοινωνική πολιτική θεωρώντας ως δεδομένο ότι μια επόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εκεί θα κατευθύνει τα κονδύλια που θα προκύψουν. Εξυπακούεται από τα λεγόμενα του πρωθυπουργού ότι το ενδεχόμενο να συνδυασθεί η μείωση της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα με ισόποση ή με σχετική μείωση της (εξοντωτικής) φορολογίας δεν τον απασχολεί καν.
Προφανώς το έκανε εκ του ασφαλούς, όχι μόνο γιατί ξέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολλές πιθανότητες να επανεκλεγεί, αλλά και γιατί αν υποτεθεί ότι επανεκλέγονταν καμία φορολογία των (κατ’ αυτόν) προνομιούχων δεν θα μείωνε, αλλά προσλήψεις και παροχές θα έκανε με τα ποσά που θα εξοικονομούσε από την τυχόν μείωση της υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα, πράγμα εξάλλου συμβατό με τις εξαγγελίες του και με την πολιτική του.
Κυρίως όμως το έκανε επειδή γνωρίζει καλά ότι ο πρόεδρος της Ν.Δ. έχει ως μοχλό του κυβερνητικού του προγράμματος το εντελώς αντίθετο: τη μείωση της φορολογίας για τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις που θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις και ταυτόχρονα τον περιορισμό του κόστους και του εύρους του δημοσίου τομέα. Και προφανώς γι’ αυτό το λόγο, πρώτος απ’ όλους ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έθεσε ως βασική επιδίωξή του την επαναδιαπραγμάτευση με τους δανειστές του ποσοστού των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ηταν λοιπόν η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα, προσπάθεια αφενός να δημιουργήσει προσδοκίες για παροχές προς τους ψηφοφόρους του για να αυξήσει τα ποσοστά τους στις εκλογές και αφετέρου να εμφανίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως προστάτη των προνομιούχων τους οποίους θέλει δήθεν να ευνοήσει μέσω της μείωσης της φορολογίας, την οποία μάλιστα χαρακτήρισε στην ομιλία του στην Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ «φοροασυλία του πλούτου»!
Και ως φαίνεται, ο πρωθυπουργός δεν θα περιορισθεί στη ρητορική διαφοροποίησή του από τη Ν.Δ. στα παραπάνω κρίσιμα ζητήματα, αλλά θα προσπαθήσει, μέσω της δέσμευσης νομοθετικά της επόμενης κυβέρνησης, να δημιουργήσει πρόσθετες δημοσιονομικές υποχρεώσεις ως συνέπεια των παροχών που ο ίδιος θα θεσμοθετήσει και των προσλήψεων που θα δρομολογήσει από τώρα, ώστε ακόμη και αν ελαφρυνθεί η υποχρέωση της χώρας για πρωτογενή πλεονάσματα, η νέα κυβέρνηση να μην έχει πλέον πολλά δημοσιονομικά περιθώρια για μειώσεις φόρων ή να υποχρεωθεί εκ των πραγμάτων, προκειμένου να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, να ακυρώσει τις νομοθετικές ρυθμίσεις των παροχών και των προσλήψεων, με αποτέλεσμα να καταγραφεί ως εχθρική προς τα πλατιά στρώματα και ως προστάτης των δήθεν προνομιούχων.
Δαιμονιώδες ως προς τη σύλληψη σχέδιο, πλην όμως τυχοδιωκτικό και πολιτικά ανέντιμο που ασφαλώς δεν θα πραγματωθεί χωρίς αντιδράσεις από την πλευρά της Ν.Δ.
Βέβαια, δεν θα είναι η πρώτη φορά που η παρούσα κυβέρνηση θα επιχειρήσει να δέσει τα χέρια της επόμενης. Και ως προς την υποχρέωση για ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% που φτάνει μέχρι το 2022 και ως προς τη μείωση του αφορολόγητου ορίου που προβλέπεται να ισχύσει από τα εισοδήματα του 2020, στις επόμενες κυβερνήσεις μεταφέρεται όλο το βάρος.
Η διαφορά όμως είναι ότι τυχόν αναίρεση αυτών των επαχθών μέτρων σε συμφωνία με τους δανειστές, θα θεωρηθεί μία θετική και επιθυμητή εξέλιξη, ενώ η ακύρωση θεσμοθετημένων παροχών και προσλήψεων θα είναι εξ ορισμού μία αντιδημοφιλής και δυσάρεστη επιλογή.
Και μην ξεχνάμε ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση οι αντιδράσεις είναι προδιαγεγραμμένες και δεν μιλάμε μόνο για διαδικασίες σε θεσμικό επίπεδο, αλλά για συγκρουσιακές καταστάσεις και για τη γνωστή επαναστατική γυμναστική που είχαμε ζήσει στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν.